ΟΤΑΝ Ο «ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΣ» ΧΤΙΖΕΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ
- 01.05.24 09:53
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει καταλάβει ολόκληρο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ανά την Ευρώπη, δε, τα εθνικά συντηρητικά κόμματα βρίσκονται σε άνοδο. Από τις πέντε πολυπληθέστερες χώρες της ΕE (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία) οι τέσσερις έχουν στην κυβέρνηση κόμματα της σκληρής Δεξιάς, ή πάλι με άνω του 20% στις κάλπες (μόνη εξαίρεση η Ισπανία). Άλλοτε, λαϊκιστές της Δεξιάς αποκλείονταν από τους κυβερνητικούς συνασπισμούς, αλλά σήμερα κόμματα όπως οι Σουηδοί Δημοκράτες ή το Κόμμα των Φινλανδών έχουν τέτοια ισχύ, που δεν μπορεί να αγνοηθούν. Σύμφωνα με τον Economist, γινόμαστε μάρτυρες της ανάδυσης μιας νέας εκδοχής συντηρητισμού, αρκετά διαφορετικής από εκείνον του παρελθόντος. Η νέα συμμαχία του «εθνικού συντηρητισμού» μπορεί να είναι ασύντακτη ή να καταγράφει σημαντικές διαφορές στο εσωτερικό της, αυτό όμως δεν καθιστά λιγότερο επικίνδυνη.
Θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς τη Βουδαπέστη «Μέκκα», αν δηλαδή το Ισλάμ δεν αποτελούσε ανάθεμα για τους προσκυνητές που συγκεντρώνονται σ’ αυτήν. Ίσως καλύτερη περιγραφή να ήταν το «αντι-Νταβός», δηλαδή ένας τόπος όπου συγκεντρώνονται συντηρητικοί εθνικιστές απ’ όλο τον κόσμο, προκειμένου να ανταλλάξουν ιδέες για το πώς θα κατανικηθεί ο φιλελευθερισμός διεθνώς. Ούτως η άλλως, πάντως, η πρωτεύουσα της Ουγγαρίας αποτελεί πλέον το κέντρο ενός παγκόσμιου κινήματος, το οποίο επιδιώκει να επαναδιατυπώσει την πολιτική της Δεξιάς.
Ο Βίκτορ Όρμπαν –πρωθυπουργός της Ουγγαρίας από το 2010– είναι ένας από τους κύριους θιασώτες του «εθνικού συντηρητισμού», που τελευταίως καταγράφει ανοδική τάση ανά την υφήλιο. «Η Ουγγαρία διακηρύσσει ευθέως, και με ηχηρό τρόπο, ορισμένα πράγματα απέναντι στο κατεστημένο, σε θέματα όπως η μετανάστευση, ο ρόλος της οικογένειας, το φύλο των ανθρώπων, ο ρόλος της εθνικής κυριαρχίας» εξηγεί ο Μπάλαντς Όρμπαν, διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού (χωρίς συγγένεια μαζί του).
Μια νέα εκδοχή συντηρητισμού
Η κυβέρνηση της Ουγγαρίας έχει ξοδέψει πολύ χρόνο και χρήμα σε μια προσπάθεια προώθησης της ιδεολογίας της. Ινστιτούτα και think-tanks με κρατική χρηματοδότηση έχουν καλλιεργήσει στενούς δεσμούς με φορείς της αμερικανικής Δεξιάς που προωθούν τις πολιτικές ιδέες του Ντόναλντ Τραμπ. Συνέδρια συγκεντρώνουν υποστηρικτές του εθνικού συντηρητισμού απ’ όλο τον κόσμο. Εκ πρώτης όψεως, αυτού του είδους οι συναντήσεις δείχνουν κάπως βεβιασμένες: το βασικό πράγμα που έχουν κοινό οι Β. Όρμπαν, ο Ντ. Τραμπ και η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι είναι μια τάση να καταφέρονται εναντίον της πολιτικής ορθότητας, εναντίον των μεταναστών, και εναντίον των διεθνών θεσμών.
Όσο όμως κι αν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ενορχήστρωση και όχι σε ένα οργανικό φαινόμενο, το φαινόμενο αυτό δεν παύει να έχει σημασία. Σε επίπεδο καθαρής πολιτικής ισχύος, το κίνημα έχει καταγράψει εξαιρετικές επιδόσεις. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει καταλάβει ολόκληρο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, με τη ζωηρή παρέα οπαδών τού «Πρώτα η Αμερική!». Ανά την Ευρώπη, δε, τα εθνικά συντηρητικά κόμματα βρίσκονται σε άνοδο.
ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΥΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ ΑΠ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ, ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΚΑΠΩΣ ΒΕΒΙΑΣΜΕΝΕΣ: ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΟΙΝΟ ΟΙ Β. ΟΡΜΠΑΝ, Ο ΝΤ. ΤΡΑΜΠ ΚΑΙ Η ΤΖΟΡΤΖΙΑ ΜΕΛΟΝΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΤΑΣΗ ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ, ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΘΕΣΜΩΝ. ΟΣΟ ΟΜΩΣ ΚΙ ΑΝ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΕ ΕΝΑ ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ.
Η Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής των Fratelli d’ Italia –κόμματος που προέρχεται από θαυμαστές του Μουσουλίνι– πήρε την εξουσία στην Ιταλία το 2022. Από τις πέντε πολυπληθέστερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία) οι τέσσερις έχουν στην κυβέρνηση κόμματα της σκληρής Δεξιάς, ή πάλι με άνω του 20% στις κάλπες (μόνη εξαίρεση η Ισπανία). Άλλοτε, λαϊκιστές της Δεξιάς αποκλείονταν από τους κυβερνητικούς συνασπισμούς, αλλά σήμερα κόμματα όπως οι Σουηδοί Δημοκράτες ή το Κόμμα των Φινλανδών έχουν τέτοια ισχύ, που δεν μπορεί να αγνοηθούν. Στην Ολλανδία οι διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης δεν αποκλείεται να εγκαταστήσουν στην πρωθυπουργία τον ακραίο εθνικιστή συντηρητικό Χέερτ Βίλντερς. Ενώ μια άλλη αντίστοιχη περίπτωση –η Μαρίν Λεπέν– δείχνει να προηγείται στις δημοσκοπήσεις για τις επόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία (2027).
Αυτή η νέα εκδοχή συντηρητισμού αποτελεί σαφή μεταβολή από το είδος εκείνο που κυριαρχούσε στην εποχή του Ρόναλντ Ρέιγκαν ή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Αντί για μια φωτεινή αισιοδοξία και μια εικόνα της Αμερικής ως «λαμπερής πόλης επί λόφου κειμένης», όπως το διετύπωνε ο Ρέιγκαν, σήμερα γίνεται λόγος για παρακμή και «αμερικανική σφαγή» κατά την τοποθέτηση του Ντ. Τραμπ. Αντί για δυναμική διεθνιστική στάση, βλέπει κανείς βαθύτερο σκεπτικισμό γύρω από το ενδεχόμενο πολέμων στο εξωτερικό και έναντι των πολυμερών διεθνών οργανισμών. Η προτεινόμενη οικονομική πολιτική είναι πολύ πιο ευθυγραμμισμένη προς τη γραμμή σκέψης της Αριστεράς: δυσπιστία έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων, προθυμία να προωθηθεί ένα μεγάλο κοινωνικό κράτος, ενασχόληση με τις δοκιμασίες της εργατικής τάξης, και προθυμία να προστατευθεί η εγχώρια βιομηχανία –και οι θέσεις εργασίας– με τη χρήση προστατευτισμού.
Σωστός καιρός για Δεξιά
Οι οπαδοί του εθνικού συντηρητισμού υποστηρίζουν ότι οι εκλογές που θα λάβουν χώρα φέτος θα τον εγκαθιδρύσουν ως κυρίαρχη δεξιά ιδεολογία στη Δύση, διαψεύδοντας δηλαδή την εντύπωση ότι θα μπορούσε να πρόκειται για ένα πρόσκαιρο κύμα. «Όπως τον Ιούνιο του 2016 η ψήφος υπέρ του Brexit κινήθηκε στην ευθεία της εκλογής Τραμπ τον Νοέμβριο, έτσι θεωρώ ότι στις Ευρωεκλογές του φετινού Ιουνίου θα δείτε να προαναγγέλλεται μια ευρύτατη νίκη του λαϊκίστικου κινήματος στις ΗΠΑ» εξηγεί ο Στιβ Μπένον, πρώην σύμβουλος του Ντόναλντ Τραμπ στρατευμένος επί χρόνια προκειμένου να βάζει λαϊκιστικές φωτιές εδώ κι εκεί. «Ο πρόεδρος Τραμπ είναι ο οδηγός μας σ’ αυτό το κίνημα, όμως το ίδιο το κίνημα ενέχει στοιχεία μονιμότητας. Τώρα βρισκόμαστε στη φάση οικοδόμησης θεσμών. Δεν πρόκειται να φύγει πια. Δεν παύει να δυναμώνει και να μεγαλώνει».
Πολλές πτυχές είναι εκείνες που ξεχωρίζουν τον εθνικό συντηρητισμό από τον «εξ υφαρπαγής φιλελευθερισμό των νεοσυντηρητικών/neocons και των ελευθεριακών δεξιών» εξηγεί ο Ισραηλινο-Αμερικανός Γιόραμ Χαζόνι, διοργανωτής σειράς συνεδρίων με την ονομασία «NatCon» με στόχο να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του κινήματος ανά την υφήλιο: «η μετανάστευση, η εχθρότητα προς εκείνο που θα λέγαμε επεκτατικό πόλεμο… και το ερώτημα: έχει βλάψει τον κοινωνικό ιστό της χώρας η ελεύθερη αγορά;». Και κάτι ακόμη: «Πάρα πολλοί εθνικιστές αισθάνονται ειλικρινά ότι ζούμε κάτι σαν νεο-μαρξιστική κατάληψη των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των γραφειοκρατικών μηχανισμών».
Στο βιβλίο του The Virtues of Nationalism (Οι αρετές του εθνικισμού) ο Γ. Χαζόνι αντιπαρατίθεται με ιδρυτικά κείμενα του φιλελευθερισμού, όπως του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ ή του Τζον Λοκ, «οι πολιτικές θεωρίες των οποίων έφεραν στη ζωή έναν ονειρικό κόσμο, ένα ουτοπικό όραμα, όπου οι πολιτικοί θεσμοί του ιουδαιο-χριστιανικού κόσμου –το εθνικό κράτος, η κοινότητα, η οικογένεια, οι θρησκευτικές παραδόσεις– δείχνουν να μην έχουν λόγο ύπαρξης».
Ένας άλλος επιδραστικός στοχαστής είναι ο Πάτρικ Ντίνιν του Πανεπιστημίου Νοτρ Νταμ, ο οποίος θεωρεί ότι οι σημερινές ελίτ θα ’πρεπε να αντικατασταθούν από «μια καλύτερη αριστοκρατία, που θα δημιουργηθεί από έναν δυναμικό λαϊκισμό», ο οποίος θα χρησιμοποιήσει τη δύναμη του Κράτους για να προωθήσει το «κοινό καλό» − τουλάχιστον όπως το κατανοεί ο ίδιος. Σε βιβλίο του, που κυκλοφόρησε το 2023 με τίτλο Regime Change (Αλλαγή καθεστώτος), ο Π. Ντίνιν βαφτίζει το εν λόγω κοινό καλό ως «ενοποιητική λειτουργία», την οποία ορίζει με φλύαρο αλλά και ασαφή συνάμα τρόπο, πλην όμως τρόπο που καταλήγει –μεταξύ άλλων– σε επανένωση Εκκλησίας και Κράτους.
Η σωστή /δεξιά σκέψη
Αυτού του είδους οι διανοούμενοι και οι αντίστοιχης λογικής πολιτικοί χτίζουν με εντατικό τρόπο δεσμούς. Στις NatCon συνάξεις του Γ. Χαζόνι θα συναντούσε κανείς τον Β. Όρμπαν, την Τζ. Μελόνι, αλλά και σημαντικές φιγούρες της νέας Δεξιάς των ΗΠΑ, όπως ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις, ή οι γερουσιαστές Τζον Χόλεϊ και Τζ. Ντ. Βανς. Στην Ουάσινγκτον, κατεστημένα συντηρητικά think-tanks, όπως το Heritage Foundation, επαναστοχεύονται προς μια κατεύθυνση εθνικού συντηρητισμού. Ο Κέβιν Ρόμπερτς, πρόεδρος του Heritage, διακήρυξε σε ομιλία του σε συνάθροιση των NatCon τον Μάιο του 2023 στο Λονδίνο: «ο εθνικός συντηρητισμός –όχι το επιχειρηματικό, αντιθρησκευτικό, νεοφιλελεύθερο κατεστημένο– είναι εκείνος που σηκώνει το λάβαρο του θατσερισμού και του ρεϊγκανισμού στον 21ο αιώνα μας».
Στις 13 Φεβρουαρίου, ένας από τους εμπνευστές του Heritage Project 2025 –του αναλυτικού σχεδίου για ξεδόντιασμα του βαθέος κράτους των ΗΠΑ, στη δεύτερη προεδρία Τραμπ– βρέθηκε στη Βουδαπέστη προκειμένου να παρουσιάσει τα συμπεράσματά του σε εκδήλωση που φιλοξενούσε το (στηριζόμενο από το Δημόσιο) think-tank CPAC, στο πλαίσιο της ετήσιας διοργάνωσης της αμερικανικής Δεξιάς. Το 2022, ο Β. Όρμπαν είχε προσκληθεί να εκφωνήσει λόγο στο Ντάλας. «Στον διάβολο να πάνε οι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης, εδώ βρίσκομαι στο Τέξας» είχε πει θριαμβευτικά.
Το CPAC έχει αρχίσει να οργανώνει συνέδρια σε ετήσια βάση και στην Ουγγαρία, από κοινού με το Κέντρο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ένα κρατικά χρηματοδοτούμενο (αν και εμμέσως) think-tank. Στο φετινό συνέδριο αναμένεται ότι θα μιλήσει ο Χέερτ Βίλντερς.
Εργαλεία πολιτικής κατήχησης
Στην Ουγγαρία, ο εθνικός συντηρητισμός αποτελεί κρατικά οδηγούμενο σχέδιο. Το 2020, το Κοινοβούλιο της Ουγγαρίας δώρισε μετοχές εταιρειών κρατικής ιδιοκτησίας αξίας 1,7 δισ. δολαρίων στο Κολέγιο Ματίας Κορβίνους (MCC), το οποίο εξασφαλίζει εκπαίδευση σε προικισμένους νέους − εκπαίδευση με χαμηλό μεν κόστος, αλλά με σαφή εθνικιστική κατεύθυνση. Ως ποσοστό του ουγγρικού ΑΕΠ, η δωρεά αυτή ήταν μεγαλύτερη από τα κεφάλαια που έχουν δοθεί –συνολικά– στο Χάρβαρντ, το Γιέιλ, το Πρίνστον και το Στάνφορντ (αν δηλαδή μετρηθούν σε σχέση με το μέγεθος της αμερικανικής οικονομίας).
Η Κιμ Λέιν Σεπέλε του Πρίνστον χαρακτηρίζει το MCC «φροντιστήριο για τον Όρμπαν», το οποίο μάλιστα «επεκτείνει τα προγράμματά του με τρόπο που να περιλαμβάνονται σύμμαχοί του από δεξιές παρατάξεις άλλων κρατών». Η ηγεσία του MCC απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για εργαλείο πολιτικής κατήχησης. «Κύριος στόχος μας είναι να εντοπίζουμε τους πιο προικισμένους, τους πιο ταλαντούχους νέους» εξηγεί ο γενικός διευθυντής του οργανισμού Ζόλταν Τσαλάι, ο οποίος είναι και αρχισυντάκτης του φιλο-κυβερνητικού εβδομαδιαίου περιοδικού Mandiner. Ο Όρμπαν, διευθυντής του πρωθυπουργικού πολιτικού γραφείου, είναι πρόεδρος του Δ.Σ.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ ΣΤΗΝ ΑΪΟΒΑ ΩΣ ΟΙΩΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟΥ
Ούτε η εμπρηστική στάση του κατά την εξέγερση στο Καπιτώλιο, ούτε οι τέσσερις εκκρεμείς δικαστικές…
Το MCC διατηρεί γραφεία στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία. Έχει ανοίξει ένα κέντρο στις Βρυξέλλες, το οποίο προωθεί την ιδέα «μιας Ευρώπης κυρίαρχων κρατών» καθώς και τη δημιουργία «ισχυρών συνόρων». Εναντιώνεται στους «πολιτισμικούς πολέμους» και δηλώνει «αποδεσμευμένο από τον περιβαλλοντισμό». Υποκαταστήματα υπάρχουν και στο Βερολίνο και τη Βιέννη, ενώ ένα ετοιμάζεται και στη Βρετανία.
Η ουγγρική κυβέρνηση χρηματοδοτεί επίσης μια σειρά από think-tanks. Κατευθύνει κεφάλαια σε ένα ίδρυμα, το οποίο εν συνεχεία τα διανέμει σε think-tanks όπως το Κέντρο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (εκ των υποστηρικτών του CPAC Ουγγαρίας) και το Ινστιτούτο του Δούναβη, το οποίο δίνει υποτροφίες σε ξένους συντηρητικούς διανοούμενους. Το ίδιο ίδρυμα στηρίζει οικονομικά και δυο αγγλόφωνα περιοδικά, το European Conservative και το Hungarian Conservative. Ο εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου του Δούναβη εξηγεί ότι ως στόχο έχει να λειτουργεί «ως ένα είδος περιφερειακής οδού μεταξύ της περιοχής μας και της αγγλόσφαιρας». Ο πρόεδρός του, ο Τζον Ο’ Σάλιβαν, υπήρξε λογογράφος της Μάργκαρετ Θάτσερ και εκδότης της συντηρητικής αμερικάνικης επιθεώρησης National Review.
Υπάρχουν όμως και άλλοι αγγλόφωνοι διανοούμενοι που έχουν προσελκυστεί στη Βουδαπέστη. Ο Γκλέντεν Πάπιν, εκ των πρώτων πολιτικών φιλοσόφων που επεδίωξε να δώσει θεωρητικό ένδυμα στον τραμπισμό, είναι σήμερα πρόεδρος του Ουγγρικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, το οποίο υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό. Ο Γκ. Πάπιν εξηγεί ότι «αποτελεί εθνικό συμφέρον της Ουγγαρίας να προωθήσει αντίστοιχης ιδεολογίας κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όλα τους με εθνική αναφορά». Κάτι τέτοιο, εξηγεί, είναι αναγκαίο επειδή «οι Συντηρητικοί έχουν διαπιστώσει ότι η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει μια ιδεολογία “διαίρει και βασίλευε”, οπότε οι συντηρητικοί αισθάνονταν αποκλεισμένοι».
Η δικτύωση επέτρεψε σε εθνικούς συντηρητικούς να δανείζονται ιδέες ανάμεσά τους. Ο Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, ηγέτης του PiS, το οποίο μέχρι προ ολίγου είχε τα ηνία στην Πολωνία, είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία μεθόδους κατάληψης του κρατικού μηχανισμού. Στη Φλόριντα, πάλι, ο Ρ. Ντε Σάντις προώθησε νομοθεσία η οποία απαγορεύει τη διδασκαλία που αφορά την ομοφυλοφιλία και την ιδεολογία ουδετερότητας των φύλων, μήνες μόλις αφότου η κυβέρνηση Όρμπαν είχε κάνει το ίδιο. Ένας άλλος νόμος της Φλόριντα, που απαγόρευε τη διδασκαλία κριτικής φυλετικής θεωρίας στα πανεπιστήμια, ή πάλι η ανάληψη του ελέγχου ενός μικρού κολεγίου που θεωρήθηκε υπερβολικά φιλελεύθερο, απηχούν επίσης πολιτικές Όρμπαν.
Δεξιά με ανθρώπινο πρόσωπο
Συντονισμένες πολιτικές διαμορφώνονται και σε θέματα οικογένειας. Η φράση «Ουγγαρία, φιλική για τις οικογένειες» προβάλλεται σ’ όλο το αεροδρόμιο της Βουδαπέστης σε μια σειρά από γλώσσες. Οι πολύτεκνες γυναίκες έχουν σημαντικές φορολογικές εκπτώσεις, διαγραφή φοιτητικών δανείων και σημαντική βοήθεια κατά την αγορά κατοικίας. Στην Πολωνία, ένα από τα δημοφιλέστερα συστήματα είναι το μηναίο επίδομα 500 ζλότι (125 δολάρια) για κάθε παιδί, πολιτική που εφάρμοσε το PiS, με την οποία επετεύχθη σημαντική μείωση της παιδικής φτώχειας. Στις ΗΠΑ, ένα τμήμα της Δεξιάς υποστηρίζει την καταβολή επιδομάτων στους εργαζόμενους γονείς, ως μορφή στήριξης προς την οικογένεια – και τούτο παρά τις επιφυλάξεις της Δεξιάς για το κοινωνικό κράτος.
Η επιθυμία στήριξης των οικογενειών μεταφράζεται συχνά και σε εμμονή με τη γονιμότητα. «Ίσως να μην περιμένατε ότι θα αποκτήσετε μωρό ένα πρωί Δευτέρας» εξηγεί η Μίριαμ Κέιτς, βουλευτής των Βρετανών Συντηρητικών, «αλλά αν θέλετε να είστε υπέρ του εθνικού συντηρητισμού, χρειάζεται να έχετε ένα έθνος για να συντηρείτε». Σε πρόσφατο συνέδριο που στήριξε η Τζόρτζια Μελόνι, ο Ίλον Μάσκ –ο πλουσιότερος άνθρωπος του πλανήτη– απηύθυνε έκκληση στους παριστάμενους «να κάνετε περισσότερα Ιταλάκια, ώστε να σώσετε την κουλτούρα της Ιταλίας».
Παρ’ όλες αυτές τις συγκλίσεις, πάντως, οι οπαδοί του εθνικού συντηρητισμού παραμένουν ένα ανόμοιο σύνολο με πλήθος διαφωνίες μεταξύ τους. Βαθιές διαφορές καταγράφονται ως προς τα οικονομικά, την εξωτερική πολιτική και τα κοινωνικά θέματα. Οι οπαδοί του «Πρώτα η Αμερική!» και του ουγγρικού Fidesz είναι εναντίον κάθε πρόσθετης ενίσχυσης προς την Ουκρανία προκειμένου να αποκρουστεί η ρωσική επίθεση. Το PiS, όταν βρισκόταν στην κυβέρνηση, καταγραφόταν όμως στους πιστότερους συμμάχους της Ουκρανίας. Στην Αμερική, την Ουγγαρία και την Πολωνία οι εθνικιστές ανησυχούν για τη διαφώτιση των παιδιών στα θέματα δικαιωμάτων των γκέι και των διεμφυλικών. οι πιο προβεβλημένοι οπαδοί του εθνικού συντηρητισμού σε Γαλλία και Ολλανδία –η Μ. Λεπέν και ο Χ. Βίλντερς– στηρίζουν περισσότερο τα δικαιώματα της γκέι κοινότητας (που τη χρησιμοποιούν και ως εργαλείο αντιπαράθεσης με το Ισλάμ).
ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΛΑΒΟΥΝ ΧΩΡΑ ΦΕΤΟΣ ΘΑ ΤΟΝ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΟΥΝ ΩΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΔΕΞΙΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΔΥΣΗ, ΔΙΑΨΕΥΔΟΝΤΑΣ ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΟΤΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΣΚΑΙΡΟ ΚΥΜΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να επιβάλει υψηλούς δασμούς προκειμένου να προστατεύσει την εγχώρια βιομηχανία, ενώ η κυβέρνηση της Ουγγαρίας μπορεί μεν να εξοργίζεται με τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, αλλά δεν έχει καμιά διάθεση να εγκαταλείψει την ΕΕ και την ενιαία αγορά της. «Είμαστε εναντίον της παγκοσμιοποιητικής ιδεολογίας, όχι εναντίον της παγκοσμιοποίησης» εξηγεί ο πολιτικός διευθυντής του γραφείου του Ούγγρου πρωθυπουργού.
Η περίπτωση Μελόνι
Καλό παράδειγμα για τη μελέτη των εσωτερικών αντιφάσεων αυτής της συμμαχίας αποτελεί η Τζόρτζια Μελόνι. Με δεδομένο τον έντονο ευρωσκεπτικισμό που τη χαρακτήριζε προτού γίνει πρωθυπουργός, πολλοί φοβούνταν ότι θα συμμαχήσει με τον Β. Όρμπαν στις συνεχείς αντιδικίες του με την ΕΕ. «Μπορεί να υπερασπιζόμαστε και την ιταλική κυριαρχία, αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνούμε να υπερασπιζόμαστε την Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν ή την Πολωνία του Κατσίνσκι, που υφίστανται και πάλι την επίθεση του προοδευτικού κατεστημένου της Ευρώπης» είχε δηλώσει σε συνδιάσκεψη των NatCon στη Ρώμη το 2020.
Όταν όμως βρέθηκε στην κυβέρνηση, συμπαρατάχθηκε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ηγέτες όταν αποφασίστηκε η διακοπή της πληρωμής δισεκατομμυρίων ευρωπαϊκών κονδυλίων προς την Ουγγαρία λόγω αμφιλεγόμενης πολιτικής της στα θέματα κράτους δικαίου. Η Τζ. Μελόνι στήριξε και τη βοήθεια προς την Ουκρανία, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις Όρμπαν, ενώ βοήθησε να του ασκηθεί πίεση προκειμένου αυτός να δεχθεί την έγκριση ενός πρόσθετου ποσού βοήθειας 50 δισ. ευρώ για το Κίεβο.
Μεταξύ των οπαδών του εθνικού συντηρητισμού δεν υπάρχει και τόση συμφωνία σχετικά με το πώς θα ’πρεπε να λειτουργεί μια μετα-φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Προκειμένου να κερδίσουν ευρύτερη υποστήριξη –ίσως δε και όταν είδαν τις επώδυνες συνέπειες του Brexit– υποχώρησαν από το ενδεχόμενο Frexit, Huxit ή Nexit. Η Ουγγαρία χρησιμοποίησε μεν το βέτο της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, προκειμένου να πετύχει παραχωρήσεις από τους εταίρους της, όμως δεν θέλει ούτε ο ένας ούτε ο άλλος από αυτούς τους υπερεθνικούς οργανισμούς, από τους οποίους αποκομίζει μεγάλα οφέλη υπό μορφήν άμεσων χρηματοδοτήσεων ή εγγυήσεων ασφαλείας, να βρεθεί υπό διάλυση. Παρ’ όλες δε τις διαμαρτυρίες τους για την παγκοσμιοποίηση, οι περισσότεροι από τους οπαδούς του εθνικού συντηρητισμού δείχνονται ανεκτικοί απέναντί της.
Υπάρχουν μάλιστα ορισμένοι που επιχειρηματολογούν ότι όλη αυτή η υπόθεση του εθνικού συντηρητισμού είναι τόσο ασυντόνιστη και ασυνάρτητη, ώστε να μην αξίζει να την παίρνει κανείς στα σοβαρά. Όμως, ακόμη και κινήματα με βαθύτερες εσωτερικές ασυνέπειες μπορούν να μετασχηματίσουν τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, η επανάσταση της εποχής Ρέιγκαν στηρίχθηκε σε μια παράδοξη συστράτευση αντι-κομμουνιστικών γερακιών, κοινωνικών συντηρητικών που μάχονταν εναντίον του δικαιώματος στην άμβλωση, και ελευθεριακών οπαδών των ανοιχτών αγορών, και τούτο με αποτέλεσμα να ξαναγραφτεί η έννοια του συντηρητισμού επί δεκαετίες διεθνώς. Άλλωστε, η Πρώτη Διεθνής και η Δεύτερη Διεθνής ήταν συνάξεις ασύντακτων αριστερόστροφων ομάδων του 19ου αιώνα, οι οποίες κατέρρευσαν με αντιπαραθέσεις – πλην όμως συνέβαλαν στην προώθηση τόσο του κομμουνισμού, όσο και της σοσιαλδημοκρατίας.
Το 1934 οι Ιταλοί φασίστες είχαν συγκαλέσει συνδιάσκεψη στο Μοντρέ της Ελβετίας με την επιδίωξη να διατυπωθεί μια παγκόσμια θεωρία του φασισμού. Η προσπάθεια εκείνη κατέληξε σε απόλυτη αποτυχία. Η ναζιστική Γερμανία είχε αποκλεισθεί από τη σύναξη λόγω διπλωματικών διαφωνιών με την Ιταλία. «Οι απεσταλμένοι στο Μοντρέ βρέθηκαν να διαφωνούν σχεδόν σε οτιδήποτε είχε ιδεολογική ουσία: την κεντρική σημασία του φασιστικού κορποριτισμού, το φυλετικό ζήτημα και τη λεγόμενη “εβραϊκή διάστασή” του, τον ρόλο του χριστιανισμού… και, εντέλει, για την ίδια την ισορροπία μεταξύ εθνικής ανεξαρτησίας και διεθνούς συνεργασίας», σύμφωνα με τον ιστορικό των φασιστικών κινημάτων Αριστοτέλη Καλλή. Όσο πολυδιασπασμένο κι αν ήταν το φασιστικό κίνημα, πάντως, δεν έπαψε να έχει την ικανότητα ανάφλεξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου…
Τα καλά και τα κακά
Οι σύγχρονοι οπαδοί του εθνικού συντηρητισμού δεν είναι φασίστες, καταβάλλουν δε κάθε προσπάθεια ώστε να διαφοροποιηθεί το κίνημά τους από την καταστρεπτικότητα της δεκαετίας του 1930. Ο Γ. Χαζόνι, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι οι ναζί δεν ήταν γνήσιοι διεθνιστές, αλλά εθνικιστές που στόχευαν να καταλάβουν όλη την Ευρώπη, ενώ ο αληθινός εθνικισμός συνεπάγεται αντίθεση προς τον ιμπεριαλισμό και προς άλλες ολοκληρωτικές ιδεολογίες – συμπεριλαμβανομένου του φιλελευθερισμού.
Στην πράξη, βέβαια, οι εθνικιστές συχνά παρακάμπτουν τη διάκριση κατά Χαζόνι. Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν βάσισε την αυταρχική του εξουσία στη διαφθορά και την αρπαγή εθνικιστικών προταγμάτων. Αγκαλιάζει τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλώνει έξαλλος με την αγνωμοσύνη της Δύσης για τις θυσίες της Σοβιετικής Ένωσης κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και εκφράζει την αηδία του για την ηθική έκπτωση των ξένων. Προκειμένου να δικαιολογήσει την εισβολή του στην Ουκρανία, παρουσίασε μια ανόμοια σύνθεση εθνικιστικής προπαγάνδας, επιμένοντας ότι οι δύο χώρες ήταν μέρος του ίδιου σλαβικού έθνους.
Όταν –στις τελευταίες ημέρες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου– ο Τζορτζ Όργουελ αναστοχαζόταν το ζήτημα του εθνικισμού, αναφερόταν στους κινδύνους του με τον ακόλουθο τρόπο: «Ο εθνικισμός είναι ακόρεστη όρεξη για εξουσία μετριασμένη από αυταπάτη. Κάθε εθνικιστής είναι ικανός για την πιο ανεπιφύλακτη ανειλικρίνεια, ενώ την ίδια στιγμή –με τη βεβαιότητα ότι υπηρετεί κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του– διαθέτει την απόλυτη βεβαιότητα ότι έχει δίκιο».
Εν πολλοίς το ίδιο είδος κριτικής μπορεί να βρει εφαρμογή και για τους σημερινούς οπαδούς του εθνικού συντηρητισμού. Μπορεί ορισμένοι απ’ αυτούς –όπως η Τζ. Μελόνι– να κυβερνούν τηρώντας τους κανόνες. όμως πολλοί από τους πιο προβεβλημένους του κινήματος, όπως οι Τραμπ, Όρμπαν και Κατσίνσκι, έχουν τέτοια βεβαιότητα για την ορθότητα των δικών τους απόψεων, ώστε δεν διστάζουν να υπονομεύσουν το Κράτος, προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία. Η δικαιοσύνη δεν θεωρείται σημαντικό αντίβαρο έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά εμπόδιο που θα πρέπει να γίνει πιο συμβιβαστικό. Η ίδια μεταχείριση επιφυλάσσεται και στον κόσμο των μέσων ενημέρωσης. Ο Ντόναλντ Τραμπ το πήγε παραπέρα όταν επιχείρησε να ανατρέψει ένα εκλογικό αποτέλεσμα.
Οι οπαδοί του κινήματος του εθνικού συντηρητισμού επιμένουν ότι αυτό το κίνημα είναι συμβατό με τη δημοκρατία, όχι ανταγωνιστικό προς αυτήν, πλην όμως πολλοί από τους κυριότερους εκφραστές του δεν θέλουν να χάσουν την εξουσία. Ήδη, κυριαρχεί το κίνημα αυτό στην πολιτική της Δεξιάς σε μεγάλο μέρος της Δύσης. Οι εκλογές του 2024 θα μπορούσαν να του δώσουν την κυριαρχία επί της πολιτικής συνολικά.
©The Economist. Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα από ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com