ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΙΑ: Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ
- 22.11.24 13:24
Το 2016, στην πρώτη τηλεμαχία μεταξύ Χίλαρι Κλίντον και Ντόναλντ Τραμπ, οι δύο υποψήφιοι συγκρούστηκαν έντονα για το θέμα του εμπορίου. Η Κλίντον υπεραμύνθηκε της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA), που είχε υπογραφεί επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον το 1992. Αντίθετα, ο Τραμπ χαρακτήρισε τη NAFTA ως «τη χειρότερη εμπορική συμφωνία που έγινε ποτέ στη χώρα». Στις εκλογές του 2016, ο Τραμπ κέρδισε, αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης απέναντι στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες και το αίσθημα ότι το διεθνές εμπόριο είχε οδηγήσει σε συρρίκνωση της αμερικανικής βιομηχανίας και σε απώλειες εγχώριων θέσεων εργασίας. Προώθησε έτσι μια στρατηγική προστατευτισμού, γνωστή ως «Trump trade», επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς. Σήμερα, ο Τραμπ επανέρχεται με την ίδια στρατηγική. Σε δήλωσή του τον Οκτώβριο του 2024 στον Οικονομικό Όμιλο του Σικάγου ανέφερε «Για μένα, η ομορφότερη λέξη στο λεξικό είναι “δασμός”», επισημαίνοντας τη σημασία της προστατευτικής πολιτικής και για τη δεύτερη θητεία του.
Ενός δασμού, μύρια έπονται
Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν είχε πει ότι «τρέλα είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, περιμένοντας διαφορετικό αποτέλεσμα». Παρά τις προειδοποιήσεις από έγκριτες οικονομικές μελέτες, όπως του Tax Policy Center και του Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομίας Πίτερσον, που δείχνουν ότι οι δασμοί επιβαρύνουν τα αμερικανικά νοικοκυριά με 2.600-3.000 δολάρια ετησίως λόγω αυξημένων τιμών, ο Τραμπ επιμένει στην αποτελεσματικότητά τους. Ενδεικτικά, σκοπεύει να επιβάλει νέους δασμούς 10%-20% σε όλες τις εισαγωγές, και δασμούς έως 60%-100% για προϊόντα από την Κίνα. Στόχος του είναι κυρίως η Κίνα, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό. Επίσης, σχεδιάζει να επαναδιαπραγματευτεί συμφωνίες όπως η USMCA που ο ίδιος υπέγραψε το 2020 ως αντικατάσταση της NAFTA. Ο λόγος; Επειδή η στρατηγική των δασμών είχε απροσδόκητες επιπτώσεις. Αντί να ενισχύσει την αμερικανική βιομηχανία, δημιούργησε νέες ευκαιρίες για την Κίνα ώστε να ενισχύσει την παρουσία της σε άλλες αγορές. Πολλές κινεζικές και ευρωπαϊκές εταιρείες μετέφεραν την παραγωγή τους στο Μεξικό (nearshoring), για να επωφεληθούν από την USMCA και να αποφύγουν τους αμερικανικούς δασμούς. Έτσι, το 2024, το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Μεξικού αυξήθηκε κατά 22%, με την Κίνα να επενδύει 3,7 δισ. δολάρια σε άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα.
ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΓΚΡΙΤΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ, ΟΠΩΣ ΤΟΥ TAX POLICY CENTER ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΙΤΕΡΣΟΝ, ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΔΑΣΜΟΙ ΕΠΙΒΑΡΥΝΟΥΝ ΤΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΜΕ 2.600-3.000 ΔΟΛΑΡΙΑ ΕΤΗΣΙΩΣ ΛΟΓΩ ΑΥΞΗΜΕΝΩΝ ΤΙΜΩΝ, Ο ΤΡΑΜΠ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ, ΣΚΟΠΕΥΕΙ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΕΙ ΝΕΟΥΣ ΔΑΣΜΟΥΣ 10%-20% ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ, ΚΑΙ ΔΑΣΜΟΥΣ ΕΩΣ 60%-100% ΓΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΙΝΑ. ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΩΣ Η ΚΙΝΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΞΙΚΟ.
Παρά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να περιορίσουν τις εισαγωγές από την Κίνα, η χώρα συνεχίζει να διατηρεί ισχυρή παρουσία στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Ενώ η Κίνα χάνει μερίδιο αγοράς στις ΗΠΑ, κερδίζει σταθερά σε αγορές όπως η ASEAN (Ένωση Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας), όπου καλύπτει πλέον πάνω από το 25% των εισαγωγών, από 18% τη δεκαετία του 2010. Αυτές οι χώρες, με στρατηγικά αποθέματα υλικών σπάνιων γαιών, είναι κρίσιμες για την παραγωγή πράσινων και ψηφιακών τεχνολογιών, στις οποίες η Κίνα ασκεί σημαντική επιρροή. Συμπέρασμα: ακόμα και αν οι ΗΠΑ κατάφερναν να μπλοκάρουν όλες τις εισαγωγές από την Κίνα, θα ήταν αδύνατον να εκδιώξουν τη χώρα από την παγκόσμια οικονομία, καθώς η Κίνα διατηρεί στρατηγική παρουσία στις αλυσίδες εφοδιασμού και ενισχύει συνεχώς τη θέση της σε νέες αγορές.
Bidenomics Vs Trumponomics
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, αν και αρχικά επιφυλακτική, προχώρησε τον Μάιο του 2024 σε αύξηση των δασμών που είχαν επιβληθεί επί προεδρίας Τραμπ σε χάλυβα, αλουμίνιο και προϊόντα καθαρής ενέργειας από την Κίνα, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών οχημάτων, υπό την πίεση γερουσιαστών και συνδικάτων στη «ζώνη της σκουριάς» (Rust Belt) — περιοχές όπως η Ιντιάνα, το Μίσιγκαν, το Οχάιο και η Πενσιλβάνια. Η απόφαση αυτή σηματοδοτεί μια ευρύτερη πολιτική μετατόπιση στις ΗΠΑ, καθώς οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι συγκλίνουν πλέον με την αμερικανική Αριστερά, η οποία εδώ και χρόνια επικρίνει το ελεύθερο εμπόριο για την ενίσχυση των πολυεθνικών σε βάρος των εργαζομένων.
Ωστόσο, παρά τη διατήρηση των δασμών κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, η εξωτερική εμπορική πολιτική Μπάιντεν διαφέρει σημαντικά από εκείνη του προκατόχου του. Ενώ η πολιτική Τραμπ εγκατέλειψε τις πολυμερείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και ενίσχυσε έναν απομονωτισμό και μια μονομερή προσέγγιση, ο Μπάιντεν επαναπροσάρμοσε τη στρατηγική της χώρας του. Η εξωτερική εμπορική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν παρέμεινε επιθετική, αλλά χωρίς το στοιχείο της ακραίας σύγκρουσης. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Μπάιντεν επικεντρώθηκε στην ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας και της περιφερειακής σταθερότητας, αποφεύγοντας τον απομονωτισμό. Με αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ επιδίωξαν να προστατεύσουν τα εγχώρια συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσαν τις στρατηγικές τους συνεργασίες με διεθνείς εταίρους. Αυτή η προσέγγιση συνέβαλε όχι μόνο στην ενίσχυση της θέσης τους στο διεθνές εμπόριο, αλλά και στην προώθηση μιας πολυμερούς συνεργασίας, η οποία θεωρείται κρίσιμος μοχλός για τη διατήρηση της παγκόσμιας σταθερότητας και ασφάλειας.
Στη Γενεύη, όσοι από εμάς δραστηριοποιούμαστε στους διεθνείς οργανισμούς έχουμε βιώσει από κοντά, συνεργαζόμενοι με μέλη της κυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις, τις προσπάθειές τους να ανανεώσουν τη δέσμευση των ΗΠΑ προς την πολυμέρεια στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης αποτελεί η επιστροφή των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, από τον οποίο είχαν αποσυρθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ, ενισχύοντας έτσι τη διεθνή συνεργασία στη συλλογική καταπολέμηση της πανδημίας. Η κυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις προώθησε επίσης την ενσωμάτωση των εργασιακών δικαιωμάτων στις εμπορικές συμφωνίες, χρησιμοποιώντας τα ως μέσο πίεσης για χώρες που ανταγωνίζονται οικονομικά, βασιζόμενες σε φθηνό εργατικό δυναμικό. Επιπλέον, η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή πρωτοβουλίες όπως το Οικονομικό Πλαίσιο για την Ευημερία Ινδο-Ειρηνικού (IPEF), επαναφέροντας στρατηγικές εμπορίου και συνεργασίας που είχαν εφαρμοστεί στην εποχή Ομπάμα, με ιδιαίτερη έμφαση στις περιφερειακές σχέσεις στον Ειρηνικό.
Η ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΜΠΑΙΝΤΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΝΑ ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΕΙ ΤΙΣ ΗΠΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ. Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΕΙΑΣ (MULTILATERALISM) ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΚΡΙΣΙΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΣΤΟΧΩΝ, ΟΠΩΣ Η ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΩΦΕΛΩΝΤΑΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΙΣ ΗΠΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ. ΑΝΤΙΘΕΤΑ, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΕ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΘΕΣΜΩΝ. ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΚΟΠΕΥΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΩΡΑ.
Ο απώτερος στόχος του νέου πρόεδρου
Η πολυμερής στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν κατάφερε να επανασυνδέσει τις ΗΠΑ με το διεθνές σύστημα. Η ενίσχυση της πολυμέρειας (multilateralism) θεωρείται κρίσιμη για την επίτευξη παγκόσμιων στόχων, όπως η βιώσιμη ανάπτυξη και η προστασία των εργατικών δικαιωμάτων, ωφελώντας όχι μόνο τις ΗΠΑ, αλλά και την παγκόσμια κοινότητα. Αντίθετα, η πολιτική του Τραμπ κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του υποβάθμισε τη σημασία των διεθνών θεσμών. Το ίδιο σκοπεύει να κάνει και τώρα. Για τον Τραμπ, το εμπόριο δεν είναι απλώς εργαλείο για την εξασφάλιση της υποστήριξης των δυσαρεστημένων Αμερικανών, αλλά και μέσο για την προώθηση του ιδεολογικού του σχεδίου: την αποδυνάμωση του πολυμερούς διεθνούς συστήματος που διαμορφώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρώντας το ως εμπόδιο στην απόλυτη κυριαρχία των ΗΠΑ στον παγκόσμιο οικονομικό και γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Αυτή η στρατηγική ενέχει το μεγαλύτερο διακύβευμα τόσο για την παγκόσμια κοινότητα όσο και για τις ΗΠΑ. Αν συνεχιστεί, ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει το διεθνές περιβάλλον, καθιστώντας τόσο τον κόσμο όσο και τις ίδιες τις ΗΠΑ πιο ευάλωτες σε ρεβιζιονιστικές δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίες επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τη διεθνή τάξη και τις δομές της πολυμερούς συνεργασίας με στόχο να περιορίσουν την ηγεμονία των ΗΠΑ.
*Η Δρ. Μαρίλη Μέξη είναι επικεφαλής ερευνήτρια του Trade and Labour Programme του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) και του Geneva Graduate Institute στην Ελβετία, ανώτερη σύμβουλος για διεθνή εργασιακά θέματα και διπλωματία στο Geneva Graduate Institute, καθώς και ερευνητικός σύμβουλος στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO) και στο Ινστιτούτο Ερευνών για την Κοινωνική Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών.