Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΟΜΕΝΟΥΣ 12 ΜΗΝΕΣ

Προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τους επόμενους 12 μήνες
Φωτ. Getty Images
Η επόμενη θα είναι μια χρονιά υψηλής σημασίας για την ελληνική οικονομία. Χωρίς την πίεση που μπορεί να προκαλούν προεκλογικές και εκλογικές περίοδοι, και με βάση τη σταθερή πορεία των τελευταίων λίγων ετών που την απομακρύνει από τη βαθιά κρίση, θα πρέπει να δείξει κατά πόσο μπορεί να φιλοδοξεί να ανέλθει σε υψηλότερη αναπτυξιακή τροχιά.

Στο ζήτημα της εκτίμησης της πορείας της ελληνικής οικονομίας στο επόμενο έτος, το μόνο σίγουρο είναι ότι οι πιο πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, ιδίως το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ, η πολιτική αστάθεια στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, και οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή αυξάνουν τις αβεβαιότητες, και μαζί με αυτές το εύρος των δυνατών εξελίξεων. Ακόμα και στο εσωτερικό, αν και η τρέχουσα πολιτική σταθερότητα δεν αμφισβητείται, αναδεικνύεται σταδιακά το ερώτημα πώς πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις ενδεχομένως αλληλεπιδράσουν μετά το τέλος της θητείας της κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, οι τάσεις στη δική μας οικονομία, καθώς και οι προκλήσεις που μπορεί να αναμένονται, επιτρέπουν μια πρώτη εκτίμηση για την επόμενη χρονιά.

Μακροοικονομικά

Μια πρώτη διάσταση είναι η μακροοικονομική. Η κεντρική εκτίμηση μπορεί να είναι ότι ο συνολικός ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ στη χώρα μας θα είναι και τη νέα χρονιά περίπου ο ίδιος, ανάμεσα στο 2% και το 2,5% σε πραγματικούς όρους, όπως και στη χρονιά που ολοκληρώνεται. Αυτή η τάση αναμένεται να διατηρήσει την ελληνική οικονομία σε υψηλότερη τροχιά από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Συντείνουν σε αυτήν διαφορετικές τάσεις. Η κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει σχετικά υψηλά, καθώς υπάρχει και κάμψη του πληθωρισμού, αλλά όχι με την ίδια δυναμική όπως τα προηγούμενα δυο έτη. Όσο για τις επενδύσεις, η μείωση των κεντρικών επιτοκίων στην Ευρώπη  και η συνεχιζόμενη επίδραση των πόρων από το «ταμείο ανάκαμψης», που φαίνεται ότι θα κορυφωθεί κατά τη νέα χρονιά, θα τις διατηρήσουν σε θετική δυναμική, που μπορεί να είναι σχετικά υψηλότερη από την περσινή.  Καθώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες κινούνται σχετικά γρηγορότερα από  ένα έτος πριν και η νομισματική πολιτική γίνεται περισσότερο επιβοηθητική, εκτιμάται πως οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών προς τους εμπορικούς μας εταίρους θα κινηθούν θετικά. Το εάν αυτό θα υπερκεράσει την άνοδο των εισαγωγών που καταγράφεται κατά το τελευταίο διάστημα, θα εξαρτηθεί εν μέρει και από την ισοτιμία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος με άλλα, ενώ θα αποτελέσει καθρέφτη της ουσιαστικής προόδου της οικονομίας και τελικά τον παράγοντα που θα κρίνει το εάν ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα είναι πέριξ του 2% ή μπορεί να πλησιάσει υψηλότερες περιοχές. Πάντως, το εμπορικό ισοζύγιο και μαζί με αυτό το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνουν σημαντικά ελλειμματικά. 

Δημοσιονομικά και δημόσιο χρέος

Η δεύτερη διάσταση είναι η δημοσιονομική και του δημόσιου χρέους. Καθοριστικοί παράγοντες σχετικά είναι ότι, αφενός, η χρονιά που ολοκληρώνεται προσφέρει μια θετική βάση και αφετέρου ότι αναμένεται αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Τα δημόσια έσοδα εκτιμάται πως θα κινηθούν σχετικά ανοδικά, χωρίς επιβολή νέων φόρων, όμως κατά τα επόμενα χρόνια δύο παράγοντες που συνέβαλαν πρόσφατα θετικά θα έχουν σχετικά χαμηλότερη συμβολή. Από τη μια πλευρά, η συνεχιζόμενη διείσδυση των ηλεκτρονικών πληρωμών έχει αυξήσει τα έσοδα στο δημόσιο ταμείο περιορίζοντας τις άτυπες συναλλαγές, ιδίως στο επίπεδο λιανικής. Άλλα σχετικά μέτρα παρακολούθησης της αγοράς έχουν επίσης συμβάλει θετικά, όμως συνολικά η θετική αυτή επίδραση σταδιακά θα χάνει την περαιτέρω δυναμική  της. Από την άλλη πλευρά, η περαιτέρω άμβλυνση του πληθωρισμού, όπως αναμένεται ότι θα συμβεί, μια εξέλιξη ασφαλώς θετική συνολικά για την οικονομία, θα στερήσει από το δημόσιο ταμείο έναν παράγοντα που το υποστήριξε. Προσφάτως, έχουν  συλλεγεί περισσότερα έσοδα μέσω των έμμεσων φόρων και της έντονα προοδευτικής φορολογικής κλίμακας στα εισοδήματα των φυσικών προσώπων, που μέσω του πληθωρισμού τα επιβάρυνε σχετικά περισσότερο. Συνεπώς, στην πλευρά των εσόδων αναμένεται θετική πορεία, χωρίς όμως μια υπεραπόδοση στον βαθμό που είχε επιτευχθεί προηγουμένως. Συνυπολογίζοντας και τις δαπάνες, η οικονομία οφείλει να κινηθεί στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και γενικά υπάρχουν  λίγοι βαθμοί ελευθερίας και αναμενόμενες αλλαγές. 

Η άμβλυνση του πληθωρισμού στερεί και έναν παράγοντα που μείωσε το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, μέσω της μείωσης της πραγματικής του αξίας. Συνεπώς, για την περαιτέρω μείωσή του που είναι απολύτως απαραίτητη, είναι κρίσιμης σημασίας να επιτευχθεί το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο στο κόστος αναχρηματοδότησης. Προς αυτό, η διατήρηση της τάσης που έχει μειώσει το spread, το διαφορικό κόστος χρηματοδότησης της δικής μας οικονομίας από την υπόλοιπη Ευρώπη σε πολύ χαμηλά επίπεδα είναι ιδιαίτερα σημαντική, όπως και η περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου της οικονομίας από τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης. Αναμένεται κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών περαιτέρω σταδιακή βελτίωση αυτής της αξιολόγησης, εφόσον βέβαια δεν υπάρξει κάποια οπισθοδρόμηση στο εσωτερικό ή έντονη αναταραχή στις διεθνείς αγορές με χαρακτηριστικά που θα επαναφέρουν ερωτήματα για τη δημοσιονομική σταθερότητα στη χώρα μας.

Αγορά εργασίας 

Μια ακόμη κρίσιμη περιοχή είναι η αγορά εργασίας. Ήδη γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη η στενότητα που υπάρχει σε σημαντικά τμήματά της, που οδηγεί σε αύξηση των αμοιβών, εξέλιξη καταρχήν θετική, αλλά με κενά που φαίνεται δύσκολο να καλυφθούν. Η μη διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού στο αναγκαίο επίπεδο, για περισσότερο ή για λιγότερο εξειδικευμένη εργασία, αναδεικνύεται τουλάχιστον βραχυχρόνια ως καθοριστικό εμπόδιο για την επιτάχυνση της ανάπτυξης της οικονομίας μας. Σε περιοχές όπως οι κατασκευές, ο πρωτογενής τομέας, ο τουρισμός και πολλοί μεταποιητικοί κλάδοι το πρόβλημα θα παραμείνει υψηλής σημασίας και κατά την επόμενη χρονιά, ενδεχομένως και εντονότερο. Σε περισσότερο εξειδικευμένους τομείς και παραγωγή που στηρίζεται σε υψηλή τεχνολογία, αναμένεται ακόμα μεγαλύτερη αύξηση αμοιβών, που δεν θα είναι όμως επαρκής για την υποστήριξη σημαντικού αριθμού νέων θέσεων εργασίας, καθώς η προσφορά από το εσωτερικό ή το εξωτερικό της χώρας δεν έχει ισχυρή υποστήριξη.

Κόστος διαβίωση και θεσμικό πλαίσιο

Δύο ακόμη διαστάσεις θα είναι σημαντικές για την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων από τη νέα χρονιά. Η πρώτη είναι, μέσω του πληθωρισμού, το πώς θα εξελιχθεί το κόστος διαβίωσης στις κεντρικές περιοχές του, δηλαδή την ενέργεια, τη στέγαση και τα τρόφιμα. Γενικά μπορεί να αναμένεται τάση μείωσης των αυξήσεων, και συνεπώς μερική άμβλυνση του προβλήματος, χωρίς όμως σημαντική αποκλιμάκωση του επιπέδου τιμών. Η δεύτερη είναι στο θεσμικό πλαίσιο, η εξειδίκευση νομοθεσίας και κανόνων στην αγορά, ειδικότερα για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και το πώς θα καλύπτουν και θα επηρεάζουν τους επιμέρους κλάδους της οικονομίας. Αν και η κάλυψη της αγοράς μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι σχετικά χαμηλή με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ο τρόπος που είχαν εφαρμοστεί στο παρελθόν είχε οδηγήσει σε σημαντικές στρεβλώσεις.

Το στοίχημα της επόμενης χρονιάς 

Συνολικά, η επόμενη θα είναι μια χρονιά υψηλής σημασίας για την ελληνική οικονομία. Χωρίς την πίεση που μπορεί να προκαλούν προεκλογικές και εκλογικές περίοδοι, και με βάση τη σταθερή πορεία των τελευταίων λίγων ετών που την απομακρύνει από τη βαθιά κρίση, θα πρέπει να δείξει κατά πόσο μπορεί να φιλοδοξεί να ανέλθει σε υψηλότερη αναπτυξιακή τροχιά. Η διατήρηση και ενίσχυση των ρυθμών μεγέθυνσής της κατά τα επόμενα χρόνια περνά μέσα από τη σταδιακή αύξηση της παραγωγικότητας και την περίφημη υιοθέτηση ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος. Μακροοικονομικά αυτό σημαίνει τη σταδιακή αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων και των εξαγωγών στην οικονομία, ενώ τομεακά και επιχειρηματικά σημαίνει τη στροφή πόρων σε παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών που ενσωματώνουν νέα τεχνολογία και καινοτομία. Τα πρόσφατα θετικά βήματα δεν επαρκούν για να ξεπεράσει η οικονομία μας το συσσωρευμένο κατά την κρίση κενό και να συγκλίνει στον μέσο όρο της Ευρώπης χωρίς μεγάλη καθυστέρηση. Κατά την επόμενη χρονιά θα φανεί κατά πόσο η βάση σταθερότητας που έχει επιτευχθεί θα χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για να προσελκύσει νέες παραγωγικές επενδύσεις και για να ενισχυθούν τομές στον δημόσιο τομέα και τη διασύνδεσή του με τις αγορές. Εφόσον αυτό συμβεί, η δυναμική της οικονομίας μας σε ένα δωδεκάμηνο θα είναι ισχυρότερη από ό,τι σήμερα, εμπεδώνοντας μελλοντικές θετικές προοπτικές, αλλιώς ο συνδυασμός των εσωτερικών αδυναμιών και των εξωτερικών προκλήσεων θα τείνει να την εξασθενήσει.  

*O Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ