ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ» ΚΑΙ «ΑΝΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΕΣ»
- 29.09.23 17:38
Η ύπαρξη αναντιστοιχιών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας, δηλαδή ανάμεσα σε αυτό που ψάχνουν οι εργοδότες και αυτό που προσφέρουν οι εργαζόμενοι, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για καμιά ευρωπαϊκή οικονομία. Το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων από εθνικούς και διεθνείς φορείς που διεξάγουν περιοδικές μετρήσεις επιβεβαιώνει την ύπαρξη συστημικών ασυνεχειών και αναντιστοιχιών μεταξύ των προσφερόμενων θέσεων εργασίας και των διαθέσιμων δεξιοτήτων από τους εργαζόμενους.
Ωστόσο, η απτή πραγματικότητα είναι ότι ειδικά στη χώρα μας δεν διαθέτουμε κανέναν απολύτως αξιόπιστο μηχανισμό καταγραφής των αναγκών των επιχειρήσεων σε εργαζόμενους. Ακόμη, δεν διαθέτουμε ουσιαστικά εργαλεία και μεθόδους που να μας επιτρέπουν να προγραμματίσουμε και να παρέμβουμε για το καλύτερο ταίριασμα μεταξύ αυτού που θέλουν οι επιχειρήσεις και αυτού που μπορούν οι εργαζόμενοι.
Επιπλέον, σε σημαντικό βαθμό, το κυρίαρχο παραγωγικό πρότυπο στην Ελλάδα ευνοεί επιχειρηματικά εγχειρήματα που βασίζονται στην εύκολη και συγκυριακή κερδοφορία. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινή πείρα μαρτυρά ότι πολλές επιχειρήσεις αδυνατούν εκ των πραγμάτων να αναπτύξουν αξιόπιστα επιχειρηματικά σχέδια σε χρονικό ορίζοντα μεγαλύτερο των 12 μηνών ή της μίας σεζόν. Είναι δυνατόν λοιπόν να αντιληφθούν έγκαιρα τις ανάγκες τους σε εργαζόμενους και να αναπτύξουν σοβαρές πολιτικές προσέλκυσης και ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού τους;
Το αφήγημα της «έλλειψης»: αναλυτικές παράμετροι
Η διάχυτη ιδέα ότι οι επιχειρήσεις «ψάχνουν εργαζόμενους με υψηλές δεξιότητες και δεν βρίσκουν» αποτελεί περισσότερο μια μονοδιάστατη προσέγγιση και εν μέρει επικοινωνιακό αφήγημα, το οποίο μάλλον συσκοτίζει αντί να προσδίδει διαύγεια στην κατανόηση της λειτουργίας των εγχώριων αγορών εργασίας. Ιδιαιτέρως δε, σε δύο κεντρικές παραμέτρους τους που μοιάζουν να αγνοούνται επίμονα, σε επίπεδο τόσο δημόσιων πολιτικών όσο και κυρίαρχων πολιτικών εταιρικής διακυβέρνησης: Η πρώτη είναι η καλά εδραιωμένη πλέον σε διάρκεια και ένταση «κρίση εργασιακών κινήτρων». Στην Ελλάδα οι μισθοί παραμένουν μικροί, η προϋπηρεσία δεν αναγνωρίζεται εδώ και σχεδόν μία δεκαετία (αναστολή μισθολογικής ωρίμανσης τριετιών εργασιακής εμπειρίας), και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ οι κερδοφορίες σε ορισμένους παραγωγικούς κλάδους αυξάνονται καλπάζοντας (τουρισμός, εστίαση, υπηρεσίες διακίνησης κ.ά.). Από την άλλη, οι συνθήκες και οι όροι που διαμορφώνουν την ποιότητα στην εργασία, σύμφωνα με τις επίσημες μετρήσεις, είναι από τα χειρότερα στην Ευρώπη: από τον πραγματικό χρόνο εργασίας και την υγεία και ασφάλεια, μέχρι τη σχέση μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής και της επαγγελματικής κατάρτισης των εργαζομένων. Ως συνέπεια των παραπάνω, οι εργαζόμενοι χάνουν τα εργασιακά τους κίνητρα και οι επιχειρήσεις δεν κάνουν ό,τι θα απαιτούσε μια πραγματικά ανταγωνιστική αγορά εργασίας για να τους προσελκύσουν: καλύτερες αμοιβές, ακόμη και αν αυτό είχε κάποιες επιπτώσεις στις κερδοφορίες τους, αλλά και ποιοτικότερες προδιαγραφές απασχόλησης.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης, ιδιαίτερα σε κατηγορίες πληθυσμού όπως οι νέοι και οι γυναίκες. Στην πραγματικότητα πρόκειται για συστημική συνέπεια της κρίσης εργασιακών κινήτρων, της οποίας το μέγεθος και το εύρος των συνεπειών δεν το έχουμε ακόμη αντιληφθεί. Η μείωση των ποσοστών ανεργίας των τελευταίων χρόνων δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχη και ανάλογη αύξηση των ποσοστών απασχόλησης, επιβεβαιώνοντας τη χρόνια τάση χαμηλών ποσοστών στην Ελλάδα. Πρόκειται –μεταξύ άλλων– για τη στατιστική αποτύπωση της τάσης εξώθησης εργαζομένων στο να αναζητήσουν την τύχη τους στη «σκοτεινή» πλευρά των άτυπων αγορών εργασίας, καθώς οι τυπικές έχουν πάψει από καιρό να προσφέρουν θέσεις που καλύπτουν τις βιοτικές και ποιοτικές ανάγκες τους. Καταλήγουν έτσι να περνούν σταδιακά στην «γκρίζα ζώνη» της μαύρης εργασίας, μένοντας εκτός εμβέλειας των ασφαλιστικών συστημάτων, των πολιτικών απασχόλησης, αλλά και των φορολογικών αρχών, συμμετέχοντας έμμεσα και ακούσια στην περαιτέρω υποβάθμιση της ποιότητας της απασχόλησης στη χώρα μας και στην ανάπτυξη της παραοικονομίας.
Συστημικές σχέσεις και το μέλλον της εργασίας
Πέρα από τις εύκολες αναφορές σε επιχειρήσεις που «ψάχνουν και δεν βρίσκουν» εργαζόμενους, είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε τις επιπτώσεις της συστημικής σχέσης μεταξύ των μεγεθών ανεργίας και απασχόλησης, της χαμηλής ποιότητας των προσφερόμενων θέσεων εργασίας, αλλά και του υπαρκτού ίχνους της παραοικονομίας στην αγορά εργασίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία, τα οποία συμβάλλουν στη διατήρηση ενός φαύλου κύκλου φθοράς των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, υπονομεύοντας παράλληλα την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών εργασίας. Η λύση λοιπόν δεν μπορεί παρά να έχει τη μορφή μιας επίσης συστημικής και πολυδιάστατης παρέμβασης, η οποία θα θέτει στο κέντρο της τη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των προσφερόμενων θέσεων εργασίας.
Αναζητείται το άνοιγμα ενός ενάρετου κύκλου όπου η ποιοτική εργασία θα συνδεθεί με την παραγωγική γνώση και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Δεδομένων των συνθηκών, κανένα «νέο παραγωγικό υπόδειγμα» δεν μπορεί να προταθεί, και ακόμη λιγότερο να εφαρμοστεί, αν δεν αποκαταστήσει την εργασία στον κεντρικό παραγωγικό και κοινωνικό της ρόλο και αν δεν αναγνωρίσει έμπρακτα στους εργαζόμενους την καθοριστική τους συμβολή στη λειτουργία της παραγωγικής μηχανής. Το μέλλον της εργασίας μπορεί να είναι ευοίωνο μόνο μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ισότιμων συστημικών παραγωγικών σχέσεων.
*Ο Χρήστος Γούλας, PhD, είναι Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.