Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΚΕΝΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Σημαντικά τα ασφαλιστικά κενά των επιχειρήσεων
Σημαντικά τα ασφαλιστικά κενά των επιχειρήσεων
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας και είναι σε σημαντικό ποσοστό ανασφάλιστες.

Ο μέσος όρος των ασφαλίστρων επί του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυμαίνεται σε ποσοστό γύρω στο 7,5%. Ο μέσος όρος των ασφαλίστρων επί του ΑΕΠ της Ελλάδας κυμαίνεται σε ποσοστό γύρω στο 2,5%! Οι υπολογισμοί γίνονται με τον συσχετισμό των ασφαλίστρων με το ΑΕΠ και δεν σχετίζονται με τις αμοιβές των εργαζομένων που ισχύουν σε κάθε χώρα και το διαθέσιμο εισόδημά τους, γι’ αυτό και μας δίνουν μια σαφή εικόνα των αναλογιών. 

Απ’ αυτό και μόνο γίνεται κατανοητό ότι στην Ελλάδα είμαστε σε γενικές γραμμές υπασφαλισμένοι. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Και μιλάμε για όλων των ειδών τις επιχειρήσεις, μικρές, μικρομεσαίες, μεσαίες και μεγάλες. Φυσικά οι μεγάλες επιχειρήσεις, σε αρκετές περιπτώσεις πολυεθνικές, αλλά και ελληνικές, είναι αυτές που είναι πληρέστερα ασφαλισμένες. 

Η ακτινογραφία των ελληνικών επιχειρήσεων

Στην Ελλάδα σήμερα έχουμε συνολικά 880.249 επιχειρήσεις (όλων των ειδών και μεγεθών), που απασχολούν συνολικά 3.234.412 εργαζόμενους, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ της 31 Οκτωβρίου 2023.

Πόσες απ’ αυτές είναι ασφαλισμένες για τους επιχειρηματικούς κινδύνους που διατρέχουν;

Καταρχάς οι επιχειρήσεις, εφόσον προσπαθήσουμε να τις κατατάξουμε από πλευράς μεγέθους με βάση τα άτομα που απασχολούν (και όχι σύμφωνα με τον κύκλο των εργασιών τους), μπορούν να καταταγούν σε:

  • μικρές (μέχρι 10 άτομα προσωπικό)∙
  • μικρομεσαίες (μέχρι 250 άτομα προσωπικό)∙  
  • μεγάλες (περισσότερα από 250 άτομα και έως μερικές χιλιάδες άτομα προσωπικό).

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat (ευρωπαϊκής στατιστικής αρχής), ο συνολικός αριθμός των επιχειρήσεων, σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, αποτελείται σχεδόν εξολοκλήρου από μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το μερίδιο των ΜμΕ στον συνολικό «πληθυσμό των επιχειρήσεων» κυμαίνεται από 99,5% στο Λουξεμβούργο και τη Γερμανία, έως πάνω από 99,9% στην Πορτογαλία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα.

Μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επιχειρηματικός κίνδυνος 

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που καλούνται να διαχειριστούν αυτές οι επιχειρήσεις προκειμένου να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, είναι η ανάληψη και η διαχείριση των επιχειρηματικών κινδύνων που διατρέχουν, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από ανύπαρκτη, έως ανεπαρκής ή και σε κάποιες (λίγες) περιπτώσεις βέλτιστη. Οι κίνδυνοι που διατρέχουν οι επιχειρήσεις σχετίζονται με τις κλιματολογικές αλλαγές και τις επιπτώσεις τους, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις οικονομικές διακυμάνσεις, τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες κ.ά. 

ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΟΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΤΡΕΧΟΥΝ, ΕΠΕΙΔΗ ΣΥΝΗΘΩΣ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΤΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ Η/ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΑΠΕΙΛΕΣ.

Οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι, από τις ζημιές σε περιουσιακά τους στοιχεία (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κ.ά.) λόγω της κλιματικής αλλαγής ή άλλων τυχαίων γεγονότων, μέχρι τις ζημιές τους σε μεταφερόμενα εμπορεύματα, τις ασφαλίσεις πιστώσεων-εγγυήσεων ή ακόμα και την ομαδική ασφάλιση των εργαζομένων τους (αλλά και όποιον άλλο επιχειρηματικό-ασφαλιστικό κίνδυνο μπορεί να διατρέχουν), μπορεί να καλυφθούν πλήρως ασφαλιστικά μέσω προϊόντων που αφορούν σχεδόν το σύνολο των κλάδων των γενικών ασφαλίσεων (πυρός, αστικής ευθύνης, φυσικών καταστροφών, μεταφορών κ.τ.λ..), όπως αυτοί καθορίζονται από το ν. 4364/2016 (Solvency II).

Πολύ περισσότερο από τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν την ανάγκη για την υιοθέτηση μιας στρατηγικής και μιας μεθοδολογίας για τη διαχείριση των επιχειρηματικών κινδύνων που διατρέχουν, επειδή συνήθως δεν διαθέτουν οι ίδιες τους πόρους ή/και την τεχνογνωσία που απαιτείται για να ανταποκριθούν άμεσα στις απειλές, οδηγούμενες σε δυνητικά τεράστιες απώλειες σε περιπτώσεις ζημιών, οι οποίες απειλούν σοβαρά την επιβίωσή τους.

Το παράδειγμα της Θεσσαλίας

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη περίπτωση της θεομηνίας που έπληξε φέτος το φθινόπωρο τη Θεσσαλία, η οποία σε μεγάλο ποσοστό οφείλεται στις ήδη ορατές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και προκάλεσε τεράστιες οικονομικές απώλειες που, σύμφωνα με τις προβλέψεις και τους υπολογισμούς, ξεπερνάνε κατά πολύ το 1 δισ. €.

Η Θεσσαλία είναι μία περιοχή με σημαντικές παραγωγικές εγκαταστάσεις (γεωργικές, βιομηχανικές, παραγωγής ενέργειας μέσω φωτοβολταϊκών και πολλές άλλες εμπορικές-επιχειρηματικές δραστηριότητες) και οι πλημμύρες προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές σε υποδομές, κατοικίες, αγροτικές εκτάσεις, ζωικό κεφάλαιο και επιχειρήσεις. Όλες αυτές οι ζημιές υπήρχε δυνατότητα να καλυφθούν ασφαλιστικά. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής (4/11/2023) δεδομένα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν ήδη καταβάλει αποζημιώσεις ύψους 150 εκατ. ευρώ και έπεται συνέχεια. 

Το βασικό ερώτημα για τις επιχειρήσεις όμως είναι «μόνο τόσα ήταν ασφαλισμένα»; Το επιπλέον κόστος των ζημιών ποιος το επωμίζεται; Οι ζημιωθέντες (επιχειρήσεις και ιδιώτες) και μέρος αυτού ο κρατικός προϋπολογισμός; Οι ανασφάλιστες επιχειρήσεις που επλήγησαν πώς θα αντεπεξέλθουν στο κόστος των ζημιών και πώς θα επιβιώσουν; Θα αναγκαστούν να κλείσουν οι ανασφάλιστες επιχειρήσεις;

Όλα αυτά τα προβλήματα για τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες, μπορούν άνετα να επιλυθούν μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης, με αξιοπιστία, ταχύτητα και με χαμηλό κόστος (σε σχέση με το ύψος των ζημιών που μπορεί να προκύψουν). 

Η αξιοπιστία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που παρέχουν αυτές τις καλύψεις στις επιχειρήσεις ενδυναμώνεται μέσω της στήριξής της από τη σύγχρονη πανευρωπαϊκή και ελληνική ασφαλιστική νομοθεσία (Solvency II και IDD), και τη σύγχρονη εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων της ελληνικής αγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος και τη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης. 

*Ο Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου είναι επισκ. καθηγητής της Ασφαλιστικής του MBA Τραπεζικής και Ασφαλιστικής Διοίκησης του ΕΚΠΑ, και επί σειρά ετών στέλεχος της ασφαλιστικής και της τραπεζικής αγοράς, με ειδίκευση στα ασφαλιστικά ζητήματα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ