Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΣΠ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ: ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ – ΠΟΥ, ΑΛΗΘΕΙΑ;

Σπ. Θεοδωρόπουλος: φωνή βοώντος – πού, αλήθεια;
Φωτ. ΑΠΕ/ΜΠΕ
Δύο αιχμές του προέδρου του ΣΕΒ, για τη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων και του Κράτους και για την ανταπόκριση στην ακραία ανάγκη για βελτίωση της παραγωγικότητας που, ως ευθύνη, βαρύνει τις ίδιες τις επιχειρήσεις, πρέπει να πάνε τη συζήτηση παραπέρα.

Χαμηλών τόνων από την αρχή της δημόσιας παρουσίας του, ο ήδη Πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος μετέφερε αυτή την λογική και στο πλέγμα θέσεων που υποστήριξε δημόσια στην Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου την περασμένη βδομάδα. Όπου δεν έλλειψαν οι επισημότητες – παρουσία ΠτΔ, χαιρετισμός Πρωθυπουργού, ομιλία Guy Verhofstadt από την Ευρωπαϊστική παράδοση – ούτε άλλωστε η ειθισμένη μηντιακή κάλυψη. Όμως… για την βαρύτητα των θέσεων που υπεστήριξε ο Σπ. Θεοδωρόπουλος, κυρίως δε για τον κύκλο ουσιώδους συζήτησης που (θα έπρεπε να) ανοίγει – αυτός είναι ο ρόλος παρόμοιων τοποθετήσεων: να ανοίγει θέματα στον δημόσιο διάλογο – δεν είδαμε να δίνεται συνέχεια. Από πουθενά.

Γιατί το λέμε αυτό; Επειδή πολλά απ’ όσα υποστήριξε ο Σπ. Θεοδωρόπουλος μπορεί να θεωρηθούν γνωστά και δεδομένα: η επιχειρηματικότητα βιώνει πρωτοφανή αβεβαιότητα σε ένα όλο και λιγότερο προβλέψιμο περιβάλλον. «η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει και να αλλάξει τώρα» (Εκθέσεις Λέττα και Ντράγκι). βελτίωση της Ελληνικής οικονομίας, πλην «κρίσιμες προκλήσεις για βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου και αύξηση της παραγωγικότητας. ανάγκη επενδυτικού άλματος πέραν του Ταμείου Ανάκαμψης «με φορολογικές επιβραβεύσεις αντί επιδοτήσεις» ώστε να κινητοποιηθούν ίδιοι πόροι των επιχειρήσεων.

Πλην όμως, πέρα και πάνω απ’ αυτά, υπήρξαν δυο αιχμές που πηγαίνουν την συζήτηση παραπέρα. Ψέματα! που θα έπρεπε να έχουν πάει την συζήτηση παραπέρα.  

Η πρώτη: η συζήτηση περί συνεργασίας των κοινωνικών εταίρων και του Κράτους (ο Σπ. Θεοδωρόπουλος προτίμησε να αναφέρεται σε Πολιτεία) – την θυμάται κανείς αυτήν την συζήτηση της εποχής Ζακ Ντελόρ/Βάσως Παπανδρέου, που προχώρησε παρ’ ημιν και θεσμικά τα χρόνια Σημίτη, αλλά πέρασε από πάνω της ο οδοστρωτήρας της Τρόικας/των Μνημονίων; – χρειάζεται να προχωρήσει. Πάλι. Ουσιαστικά. Και να καταλήξει «στην δημιουργία ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου».

Η δεύτερη: η ευθύνη για την ανταπόκριση στην ακραία ανάγκη για βελτίωση της παραγωγικότητας βαρύνει τις ίδιες τις επιχειρήσεις – όσα κίνητρα κι αν δίνονται (ή… δεν δίνονται) από το Κράτος. «Πρέπει να επενδύσουμε στις επιχειρήσεις και στους ανθρώπους μας». Εδώ, οι μνήμες θα άξιζαν να πάνε ακόμη πιο πίσω, στους έντονους διαλόγους περί επενδύσεων π.χ. Γεράσιμου Αρσένη – Θόδωρου Παπαλεξόπουλου/Στέλιου Αργυρού, σε μια εποχή που ο ΣΕΒ θεωρούσε ότι ανέβαινε βουνό. Μαντεύουμε το ερώτημα: μα, αυτά/τέτοια δεν τα έχουμε ξανακούσει; Δεν αποτελούν καλολογικές/γενικές καλές προθέσεις; Θεωρούμε ότι ακριβώς οι συγκρατημένοι τόνοι Θεοδωρόπουλου και το γεγονός ότι ούτε η πολιτική τάξη, ούτε και ο μαγικός κήπος των μήντια έδωσαν οποιαδήποτε συνέχεια, θα έπρεπε να αφυπνίσουν αντανακλαστικά. Η επανάπαυση στο ότι η κυβερνητική επιτυχία να δίνει την εικόνα ότι ζούμε σ’ έναν επενδυτικό παράγοντα, ή πάλι στο ότι η επιστολογραφία Μητσοτάκη/φον ντερ Λάϊεν θα δώσει «λύση» στο ενεργειακό πρόβλημα (που πλησιάζει αδιέξοδο όχι μόνο των μεγάλων ενεργοβόρων μονάδων αλλά όλου του παραγωγικού ιστού) σπέρνει κινδύνους. Για το άμεσο μέλλον της επενδυτικής πραγματικότητας: το ότι η πορεία των άμεσων ξένων επενδύσεων έκανε σοβαρό σκαλάκι κάτω το 2023 έναντι του 2022, πάλι το α’ 6μηνο του 2024 έναντι του αντίστοιχου 6μηνου του 2023, ή πάλι το ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κρούσει επανειλημμένα καμπανάκι για τις τελικές απορροφήσεις/υλοποιήσεις σχεδίων του Ταμείου Ανάκαμψης δεν ήταν ασφαλώς θέμα για πραγμάτευση στο πλαίσιο ανοιχτής εκδήλωσης ΓΣ του ΣΕΒ (Ούτε άλλωστε η επισήμανση Νίκου Χριστοδουλάκη, ή και Κώστα Σημίτη, ότι επενδύσεις κυρίως στο real estate και την ξενοδοχία, ή παλιν εξαγορές υφιστάμενων μονάδων κι ακόμη περισσότερο προβληματικών δανείων – με χρηματοδότηση από Ελληνικές τράπεζες, επιπλέον – δεν αποτελούν διέξοδο για το επενδυτικό κενό μιας δεκαετίας και βάλε).

Σίγουρα, δε, η επαναφορά της όλης φιλοσοφίας της συνεννόησης των κοινωνικών εταίρων για το χτίσιμο ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, πλην του ότι «ξεβολεύει» πολυν κόσμο που είχε καταλήξει να θεωρεί π.χ. τις συλλογικές συμβάσεις οχληρή υπόθεση, θα έθετε και όρια στην αίσθηση της Κυβέρνησης ότι αυτή κυρίως μοιράζει το παιχνίδι. Σε μια λογική πολύ-πολύ παλαιότερων εποχών.

Όμως, αν δεχθούμε ότι – κατά Verhofstadt – θα ζήσουμε πλέον σ’ έναν «πολύ σκληρό κόσμο βασιζόμενο στον ανταγωνισμό, πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και τεχνολογικό», ότι έχουμε περάσει σε νέα εποχή «αυτοκρατοριών», μια εποχή επιβολής, τότε συζητήσεις όπως εκείνη που πήγε να ανοίξει ο Σπ. Θεοδωρόπουλος δεν θα έπρεπε να μένουν φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ