Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΤΑ ΔΙΣ. ΤΟΥ REARM ΝΑ ΑΝΑΘΕΡΜΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ;

Θα μπορούσαν τα δισ. του ReArm να αναθερμάνουν την ελληνική βιομηχανία;
Φωτ. Christian Ohde/McPhoto/ullstein bild via Getty Images
Μπορεί το πακέτο των 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής παραγωγής να δημιουργήσει νέα δεδομένα, ανοίγοντας έναν νέο κύκλο χρηματοδότησης που –δυνητικά– μπορεί να φέρει χρήμα, τεχνογνωσία και συνεργασίες στις εγχώριες επιχειρήσεις; Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος και ο Κρίστιαν Χατζημηνάς, πρόεδρος του ομίλου Theon μιλούν στην Οικονομική Επιθεώρηση.

Μπορεί μια αμυντική πολιτική να εξελιχθεί σε εθνική βιομηχανική στρατηγική; Στην περίπτωση της Ελλάδας, το ερώτημα δεν είναι θεωρητικό, αλλά επιτακτικό. Η χώρα συγκαταλέγεται στις πρώτες ευρωπαϊκές θέσεις όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες, δαπανώντας περίπου το 3% του ΑΕΠ της. Κι όμως, η ελληνική αμυντική βιομηχανία εξακολουθεί να παλεύει για ένα ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής στα εξοπλιστικά προγράμματα, σε μια συγκυρία όπου η Ευρώπη επαναχαράσσει τις γραμμές άμυνάς της μέσω του προγράμματος ReArm. Μπροστά σε αυτό η ελληνική κυβέρνηση έχει εξαγγείλει ένα 12ετές πλάνο για αμυντικές δαπάνες 25 δισ. ευρώ, εκ των οποίων βέβαια τα 12 δισ. ευρώ έχουν ήδη δεσμευτεί απ’ τα προγράμματα φρεγατών κ.ο.κ., ενώ βέβαια υπάρχει και η μεγάλη εικόνα του ReArm της ΕΕ, του μεγάλου εξοπλιστικού προγράμματος, ύψους 800 δισ. Αποτελούν αυτά τα δύο το «κλειδί» για την ενίσχυση μίας δραστηριότητας που θα μπορούσε να ενισχύσει την ίδια τη βιομηχανική παραγωγή στη χώρα;

Η εικόνα 

Για να επιχειρηθεί μία απάντηση, πρέπει πρώτα να δούμε τα δεδομένα. Πριν από την κρίση του 2010, η ελληνική αμυντική βιομηχανία είχε σαφώς πιο δυναμικό ρόλο. Σύμφωνα με στοιχεία μελέτης του ΙΟΒΕ, το 2009 περίπου 80 εταιρείες του κλάδου απασχολούσαν συνολικά πάνω από 19.000 εργαζομένους και παρήγαν ή υποστήριζαν τεχνολογίες άμυνας. Πολλές από αυτές συμμετείχαν ενεργά σε εξοπλιστικά προγράμματα μέσω των λεγόμενων offsets, δηλαδή βιομηχανικών επιστροφών που παρείχαν αντισταθμιστικά οφέλη στην εγχώρια παραγωγή. Έτσι έπαιρναν έργο και με αυτό τον τρόπο είχαν αποκτήσει τεχνογνωσία. Ήταν η χρυσή εποχή του κλάδου!

Ωστόσο, η δεκαετής οικονομική κρίση άλλαξε τα πάντα. Οι offsets συμφωνίες ακυρώθηκαν εν μέσω σκανδάλων και θεσμικών αλλαγών,  οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν δραστικά και ο Νόμος 3978/2011 για τις κρατικές προμήθειες περιόρισε σημαντικά τη δυνατότητα απευθείας ενίσχυσης των ελληνικών εταιρειών. Η ζημιά ήταν μεγάλη. Ο κλάδος βυθίστηκε σε ύφεση, πολλές εταιρείες αναγκάστηκαν να κλείσουν ή να υπολειτουργούν, πολύτιμη τεχνογνωσία χάθηκε, ενώ η απώλεια τεχνικού προσωπικού ήταν τεράστια, πάνω απ’ το 50%. 

ΣΗΜΕΡΑ, ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΤΙΚΑ ΟΤΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΟΥ 400 ΦΟΡΕΙΣ –ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ, ΝΕΟΦΥΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ– ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΟΥΝ Η ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ. ΩΣΤΟΣΟ, Η ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΑΥΤΩΝ ΕΙΤΕ ΕΧΕΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΥΝΑ ΕΙΤΕ ΥΠΟΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ. ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ «ΠΑΙΚΤΕΣ» ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΔΕΝ ΞΕΠΕΡΝΟΥΝ ΤΙΣ 15–20 ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ. Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟΥΣ 10.000, ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΟΙ ΜΙΣΟΙ ΑΠ’ ΤΗ «ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ» ΠΟΥ ΒΕΒΑΙΑ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΑΛΕΙ ΣΤΟ ΦΟΥΣΚΩΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ.

Σήμερα, υπολογίζεται μαξιμαλιστικά ότι η ελληνική αμυντική βιομηχανία αποτελείται από περίπου 400 φορείς –επιχειρήσεις, ερευνητικά κέντρα, νεοφυείς επιχειρήσεις, πανεπιστημιακά τμήματα– που παράγουν ή υποστηρίζουν σχετικές τεχνολογίες. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών είτε έχει δευτερεύουσα σχέση με την άμυνα είτε υπολειτουργεί. Οι πραγματικοί «παίκτες» του χώρου δεν ξεπερνούν τις 15–20 εταιρείες. Ο αριθμός των εργαζομένων υπολογίζεται ότι είναι αρκετά χαμηλότερα απ’ τους 10.000, ούτε καν οι μισοί απ’ τη «χρυσή εποχή» που βέβαια είχε συμβάλει στο φούσκωμα του δημόσιου χρέους. Απ’ αυτούς ακόμα λιγότεροι απασχολούνται αποκλειστικά σε κάτι που αφορά προϊόν, εφαρμογή ή υπηρεσία γύρω απ’ την αμυντική βιομηχανία. 

Χαμηλή προστιθέμενη αξία 

Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι η χαμηλή ελληνική προστιθέμενη αξία στα νέα εξοπλιστικά. Παρά τις υψηλές αμυντικές δαπάνες, μόλις το 2–3% των εξοπλιστικών προγραμμάτων της τελευταίας πενταετίας έχει επιστρέψει στην εγχώρια βιομηχανία. Η χώρα έχει δαπανήσει περισσότερα από 13 δισ. ευρώ για οπλικά συστήματα, αλλά μόνο 300-400 εκατ. ευρώ κατευθύνθηκαν σε ελληνικές εταιρείες, και αυτά κυρίως με τη μορφή υποκατασκευαστικών έργων, μακριά από τελικές πλατφόρμες ή ουσιαστικά R&D.

Ο Κρίστιαν Χατζημηνάς, πρόεδρος του ομίλου Theon και από τους πιο εξωστρεφείς παίκτες του χώρου, δεν κρύβει την απογοήτευσή του: «Τα 12 δισ. που ξοδεύτηκαν είχαν ελάχιστη ελληνική προστιθέμενη αξία. Το μέγεθος αυτή τη στιγμή δεν είναι τέτοιο ώστε να μπορέσει να κινήσει το σύστημα». 

Επίσης ο ίδιος εντοπίζει το πρόβλημα στην ελληνική νομοθεσία. «Ο νόμος για τις κρατικές προμήθειες είναι τόσο περίπλοκος, που δεν επιτρέπει να αγοράσει κανείς ούτε βίδα. Οι διαδικασίες είναι δαιδαλώδεις, και αντί να ενισχύουν την ανάπτυξη, λειτουργούν ανασταλτικά με πολύμηνες καθυστερήσεις».

Το ReArm Europe 

Η κατάσταση, όμως, ίσως αλλάζει. Το ReArm Europe −ένα πακέτο 800 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής παραγωγής− δημιουργεί νέα δεδομένα ανοίγοντας έναν νέο κύκλο χρηματοδότησης που –δυνητικά– μπορεί να φέρει χρήμα, τεχνογνωσία και συνεργασίες στις εγχώριες επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, στην Ευρώπη, οι κρατικοί προϋπολογισμοί διευρύνονται, η Γερμανία σπάει το συνταγματικό της φρένο στις εξοπλιστικές δαπάνες, και όλοι αναζητούν χωρητικότητα παραγωγής, ώστε τελικά η Ευρώπη να καταστεί αυτάρκης σε εργαλεία ασφάλειας και άμυνας. Εκεί βρίσκεται η ευκαιρία της Ελλάδας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ΡΩΣΙΑ ΔΕΝ ΒΙΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Ο Βλάντιμιρ Πούτιν δεν νιώθει καμία πίεση να αποδεχτεί «εδώ και τώρα» την αμερικανική πρόταση…

«Αν κινηθούμε σωστά, η αμυντική βιομηχανία μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στο να λάβει ώθηση η ευρύτερη παραγωγική βάση της χώρας», λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος. Όπως λέει, ο Σύνδεσμος έχει ανοίξει ήδη το θέμα, κάνοντας μία πρώτη χαρτογράφηση, κατά την οποία διαπίστωσε τεράστιο ενδιαφέρον αλλά και δραστηριότητα που περνούσε κάτω απ’ τα ραντάρ. Σύμφωνα με τον ίδιο μία αναθέρμανση της αμυντικής βιομηχανίας θα μπορούσε να βοηθήσει και τους στόχους αναβάθμισης της βιομηχανίας στη χώρα. Αρκεί βέβαια να υπάρχει συγκροτημένο σχέδιο και όχι απλά ενδιαφέρον. 

Η κυβέρνηση έχει θέσει έναν ευρύτερο στόχο ως εθνική βιομηχανική πολιτική: να φτάσει η συνεισφορά της μεταποίησης στο 12% του ΑΕΠ, από περίπου 9% σήμερα. Μπορεί η άμυνα να βοηθήσει; Σύμφωνα με αναλυτές, αν εφαρμοστεί στην πράξη η υποχρέωση για 25% εγχώρια συμμετοχή σε νέα εξοπλιστικά, και αν αξιοποιηθούν τα ευρωπαϊκά προγράμματα (ReArm, EDF), η ελληνική παραγωγή μπορεί να φτάσει τα 3–4 δισ. ευρώ ετησίως. Αυτό θα αντιστοιχούσε σε 1,5–2% του ΑΕΠ, καλύπτοντας σχεδόν το ένα τρίτο της απαιτούμενης αύξησης.

Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτερο, δεν είναι μόνο οι αριθμοί, είναι και η κουλτούρα. Ο κ. Χατζημηνάς επιμένει: «Η αμυντική βιομηχανία δεν είναι έργο δημοσίου. Δεν μπορεί να μπει ο καθένας. Χρειάζεται εξειδίκευση, συνέπεια, διεθνή πλασαρίσματα. Χρειάζονται χρόνια για να χτιστεί αξιοπιστία». Και προσθέτει: «Η μόνη ελπίδα είναι οι συνεργασίες − να πάμε ως consortium, να προσφέρουμε ολοκληρωμένες λύσεις. Όχι μόνο προϊόντα, αλλά συστήματα. Αυτό κάνει τη διαφορά στην Ευρώπη».

Οι «παίκτες»

Το σίγουρο είναι πάντως ότι υπάρχει ενεργό ενδιαφέρον μεγάλων βιομηχανικών ομίλων για την άμυνα προχωρώντας σε νέες επενδύσεις. Σήμερα η Metlen σχεδιάζει την πιο φιλόδοξη επένδυση αμυντικής παραγωγής στην Ελλάδα. Στον Βόλο, στήνεται κόμβος 5 εργοστασίων με προσανατολισμό την κατασκευή τεθωρακισμένων και εξαρτημάτων υψηλής τεχνολογίας. Η επένδυση ξεπερνά τα 150 εκατ. ευρώ και προβλέπει δημιουργία 1.000 θέσεων εργασίας.

Και πάλι. Οι πραγματικοί παίκτες που είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν τη σημερινή συνθήκη είναι λίγοι, παρά το γεγονός ότι ξεπετάγονται σαν τα μανιτάρια όψιμοι ενδιαφερόμενοι που κυνηγούν την ευκαιρία. Ανάμεσα στις εταιρείες του κλάδου με κατεξοχήν δραστηριότητα, ολοκληρωμένα προϊόντα ή υπηρεσίες ξεχωρίζουν η ΕΑΒ και τα ΕΑΣ, που επιχειρούν εδώ και χρόνια να ισορροπήσουν τα μεγάλα οικονομικά προβλήματά τους, η Theon Sensors, η Metlen, η Sunlight, η IDE, το EFA Group, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά κ.ο.κ. 

Η ΕΑΒ, με περίπου 2.000 εργαζομένους, αποτελεί τον μεγαλύτερο κρατικό φορέα με σημαντικό ρόλο σε προγράμματα F-16 και UAVs, όμως εξακολουθεί να δεσμεύεται από δημόσιες διαδικασίες. Τα ΕΑΣ, παρότι απασχολούν πάνω από 300 εργαζόμενους και είχαν ευνοϊκή συνθήκη ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, επίσης καταγράφουν ζημιές. Η τελευταία κίνησή τους όμως να προχωρήσουν στη σύσταση κοινοπραξίας στρατηγικής σημασίας με την MSM Export, μέλος του τσεχικού ομίλου CSG για την παραγωγή πυρομαχικών, δημιουργεί μία προοπτική που μάλιστα μπορεί να ενισχυθεί, καθώς οι Τσέχοι, που θεωρούνται αξιόλογη δύναμη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, δηλώνουν ότι αναζητούν και άλλες ευκαιρίες στην Ελλάδα, όπου υπάρχει ο χώρος για κάποιον με know how να στηθούν βάσεις με στόχο τις αγορές του κόσμου και όχι απλά τις ανάγκες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. 

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΧΕΙ ΘΕΣΕΙ ΕΝΑΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΣΤΟΧΟ ΩΣ ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΟ 12% ΤΟΥ ΑΕΠ, ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΟΥ 9% ΣΗΜΕΡΑ. ΜΠΟΡΕΙ Η ΑΜΥΝΑ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ; ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΑΝΑΛΥΤΕΣ, ΑΝ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΓΙΑ 25% ΕΓΧΩΡΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΝΕΑ ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΑ, ΚΑΙ ΑΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ (REARM, EDF), Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΤΑ 3–4 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΕΤΗΣΙΩΣ. ΑΥΤΟ ΘΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΣΕ ΣΕ 1,5–2% ΤΟΥ ΑΕΠ, ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΣΧΕΔΟΝ ΤΟ ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ.

Εξάλλου αυτό το εξαγωγικό αποτύπωμα έχουν καταφέρει να το αποκτήσουν ιδιωτικοί φορείς, όπως η Metlen, που μεταξύ άλλων έχει προμηθεύσει αρκετές ξένες αγορές με τα γερμανικά τεθωρακισμένα Leopard, η Sunlight του Ομίλου Olympia, που συμμετέχει σε στρατηγικά έργα διεθνούς εμβέλειας, προσφέροντας μπαταρίες υψηλής τεχνολογίας για στρατιωτικές εφαρμογές και έχοντας μεταξύ άλλων συνεργασία με την Υπηρεσία Αμυντικής Καινοτομίας (DIU) της κυβέρνησης των ΗΠΑ, η Theon, που θεωρείται ηγέτιδα δύναμη στα συστήματα νυχτερινής όρασης με σημαντικά συμβόλαια από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη ως την Άπω Ανατολή, και η IDE (Intracom Defence), που προ διετίας εντάχθηκε μέσω εξαγοράς στον ισραηλινό όμιλο Ιsrael Aerospace Industries (IAI) 

Μπροστά στην ευκαιρία που φαντάζει το ReArm και τα δορυφορικά προγράμματα της Ευρώπης υπάρχει όμως και σκεπτικισμός απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους του χώρου της αμυντικής βιομηχανίας. «Τα 800 δισ. που υπόσχεται η Ευρώπη είναι κυρίως δάνεια. Αν δεν είσαι ήδη πλασαρισμένος στις ευρωπαϊκές αγορές, δεν προλαβαίνεις να μπεις. Αυτά τα χρήματα θα ρέουν τα επόμενα 2-3 χρόνια – μετά, το παράθυρο κλείνει», προειδοποιεί ο κ. Χατζημηνάς. 

Ο ίδιος επιμένει στην ανάγκη συνεργασιών, όχι μόνο μεταξύ ελληνικών εταιρειών, αλλά και με ευρωπαϊκές: «Πρέπει να πάμε σαν consortium. Δεν έχει νόημα να πουλάει κανείς μόνος του. Το μέλλον είναι στις ολοκληρωμένες λύσεις, όχι στα μεμονωμένα προϊόντα. Και φυσικά το μέλλον δεν είναι η ελληνική αγορά, αλλά η παγκόσμια. Οπότε θα έλεγα πως η μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική αμυντική βιομηχανία είναι από κοινού η ανάληψη ακόμα και υποκατασκευαστικών έργων με δεδομένο πως ήδη άλλες ευρωπαϊκές χώρες “τρέχουν” τα δικά τους εξοπλιστικά προγράμματα, καταθέτουν παραγγελίες και οι μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες δεν μπορούν να τις ικανοποιήσουν χρονικά. Οπότε ευκαιρίες θα υπάρξουν, αρκεί να τις εκμεταλλευτούμε», σημειώνει. 

Μία υπόθεση στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί και το αφήγημα της «αναγέννησης» της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, που ούτως ή άλλως θα ήθελε χρόνια για να μετουσιωθεί. 

Η βιομηχανική πολιτική 

Οπότε το μήνυμα είναι σαφές. Η ελληνική αμυντική βιομηχανία μπορεί να ξανασηκωθεί. Αλλά αυτό δεν θα γίνει μόνο με επιδοτήσεις ή νομοθετικές προβλέψεις. Θα χρειαστεί αλλαγή αντίληψης, σοβαρότητα, στρατηγική. Θα χρειαστεί χρόνος και υπομονή.

Η Ευρώπη δείχνει ότι θέλει να ξαναχτίσει τη βιομηχανική της βάση. Το ερώτημα είναι αν η Ελλάδα θα είναι μέρος αυτής της προσπάθειας. Αν όχι, η ευκαιρία θα έχει χαθεί. Και τότε, κανένα ReArm δεν θα μπορέσει να διορθώσει αυτό που θα έχει μείνει ανεκμετάλλευτο.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ