Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ

Το μέλλον της διατροφής σε έναν πλανήτη υπό πίεση
Φωτ. Richard Baker / In Pictures via Getty Images
Μέχρι το 2050, ο κόσμος θα πρέπει να θρέψει σχεδόν 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους με λιγότερο νερό, λιγότερη γη και ένα κλίμα που αλλάζει. Η επισιτιστική ασφάλεια δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια· είναι προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής και πολιτικής σταθερότητας.

Είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας − δεν αφορά μόνο στην επάρκεια τροφίμων, αλλά επικεντρώνεται στην ίδια την ανθεκτικότητα του συστήματος που μας τα παρέχει. Η κλιματική κρίση, η αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η ρύπανση από μικροπλαστικά και χημικά, η υποβάθμιση των υδάτων και οι ασταθείς ενεργειακές και μεταφορικές αλυσίδες συνθέτουν ένα σκηνικό που μετατρέπει την επισιτιστική ασφάλεια σε εύθραυστη υπόθεση.

Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Το ένα τρίτο των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως σπαταλιέται, ενώ η γεωργία απορροφά σχεδόν το 80% των διαθέσιμων γλυκών υδάτων. Οι ίδιες καλλιέργειες που τροφοδοτούν εκατομμύρια ανθρώπους επιβαρύνουν το κλίμα με εκπομπές, καταστρέφουν δασικά οικοσυστήματα και υποβαθμίζουν τα εδάφη. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι με τον πληθυσμό να οδεύει προς τα 10 δισεκατομμύρια, η παραγωγή δεν μπορεί να συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο χωρίς να ξεπεράσει ανεπιστρεπτί τα όρια του πλανήτη.

Γίνεται απολύτως σαφές ότι η όλη έννοια της επισιτιστικής ασφάλειας δεν είναι μία λογιστική θερμίδων, αλλά κάτι σημαντικότερο: είναι μια δυναμική ισορροπία ανάμεσα στη διαθεσιμότητα, την πρόσβαση, την ποιότητα και τη σταθερότητα της τροφής. Κάθε ένας από αυτούς τους άξονες δοκιμάζεται: τα ακραία καιρικά φαινόμενα έγιναν κανόνας, η υποβάθμιση των φυσικών πόρων συμπιέζει εδάφη και νερά, οι ευάλωτες εφοδιαστικές αλυσίδες πολλαπλασιάζουν τα ρίσκα, ενώ η σπατάλη και οι ανισότητες υπονομεύουν την ίδια την έννοια της επάρκειας. 

Σε αυτό το σκηνικό, η συζήτηση για το τι και πώς θα τρώμε στο όχι τόσο μακρινό μέλλον δεν είναι θεωρητική: είναι πολιτική, οικονομική και πολιτισμική.

Η Ρόζμαρι Κόλιερ, καθηγήτρια Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Παρασίτων στο Πανεπιστήμιο του Γουόργουικ και επιστημονικά υπεύθυνη του IFSTAL, το περιγράφει με σαφήνεια: «Η σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας έχει επιπτώσεις, αλλά ακόμη πιο ανησυχητική είναι η συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως ξηρασίες και πλημμύρες». Στα φρέσκα προϊόντα, όπου εκείνη επικεντρώνεται, η εξάρτηση από εισαγωγές αποδεικνύεται τρωτή. «Στο Ηνωμένο Βασίλειο εισάγουμε μεγάλο μέρος των φρούτων και λαχανικών μας, κυρίως από την Ισπανία, όπου τα προβλήματα έλλειψης νερού και τα ακραία φαινόμενα πυκνώνουν. Η αξιοπιστία των πηγών εφοδιασμού έχει ήδη επηρεαστεί». 

ΤΟ ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ ΣΠΑΤΑΛΙΕΤΑΙ, ΕΝΩ Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΠΟΡΡΟΦΑ ΣΧΕΔΟΝ ΤΟ 80% ΤΩΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ ΓΛΥΚΩΝ ΥΔΑΤΩΝ. ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΠΟΥ ΤΡΟΦΟΔΟΤΟΥΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΜΕ ΕΚΠΟΜΠΕΣ, ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ ΔΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΒΑΘΜΙΖΟΥΝ ΤΑ ΕΔΑΦΗ. ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΟΥΝ ΟΤΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΝΑ ΟΔΕΥΕΙ ΠΡΟΣ ΤΑ 10 ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ, Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΕΙ ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ.

Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η ποσοτική μείωση της παραγωγής· είναι και η αλλαγή στην ποιότητα, στη γεύση, στη σταθερότητα της προσφοράς. Η ίδια βάζει στη συζήτηση μία ακόμα παράμετρο: ένα «just-in-time» σύστημα μπορεί να είναι αποδοτικό σε ομαλές συνθήκες, αλλά στα φρέσκα προϊόντα σημαίνει ότι το ράφι αδειάζει πολύ γρήγορα: «Αν κάτι πάει στραβά με τα φρέσκα προϊόντα, η χώρα μπορεί πολύ γρήγορα να μείνει χωρίς αποθέματα. Είναι σαφώς καλύτερο οι χώρες να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα τοπικά».

Η αλυσίδα που σπάει 

Στην ελληνική πραγματικότητα, ο Αχιλλέας Πληθαράς, υπεύθυνος σε θέματα αποτυπώματος στο WWF Ελλάς, βλέπει την επισιτιστική ασφάλεια ως ένα πλέγμα προκλήσεων που συνδέονται με την κλιματική κρίση, τις αλυσίδες εφοδιασμού και τη μεγάλη εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές. «Ακόμη και το γάλα εισάγεται σε μεγάλες ποσότητες. Δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτάρκεια, όμως χρειάζεται να ενισχύσουμε την πρωτογενή παραγωγή, ώστε να είμαστε πιο ασφαλείς σε περιόδους κρίσης και να δημιουργήσουμε νέες οικονομικές ευκαιρίες που μένουν αναξιοποίητες».

Το δεύτερο μεγάλο ρίσκο έρχεται από την κλιματική κρίση. Οι ακραίες μεταβολές, λέει, κάνουν την αγροτική παραγωγή πιο ασταθή. «Δεν είναι μόνο οι υψηλές θερμοκρασίες. Είναι οι ξηρασίες, οι πλημμύρες, τα ζιζάνια και οι ασθένειες που εξαπλώνονται πιο εύκολα, η ευπάθεια καλλιεργειών που σε μια χρονιά μπορεί να χάσουν εντελώς την απόδοση. Κι όλα αυτά οδηγούν σε ένα τοπίο πολύ πιο επισφαλές για την επισιτιστική ασφάλεια». 

Η εικόνα επιβαρύνεται από τις γεωπολιτικές εντάσεις, που αγγίζουν τις αλυσίδες εφοδιασμού. «Ζούμε σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Ό,τι συμβαίνει σε μια μακρινή περιοχή, μπορεί να μας επηρεάσει άμεσα». Οι αλυσίδες είναι μακρές και εύθραυστες. «Ένα σπάσιμο αρκεί για να δημιουργήσει κρίση», λέει και δίνει το παράδειγμα του πολέμου στην Ουκρανία, με τις τιμές στα σιτηρά και στις ζωοτροφές να εκτοξεύονται και το κόστος να περνά γρήγορα στον καταναλωτή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι ίδιες πιέσεις αποκτούν μια πιο παγκόσμια διάσταση μέσα από την οπτική του Παύλου Γεωργιάδη, εθνοβιολόγου και επιστήμονα διατήρησης δασών στη Wildlife Conservation Society. Το ζήτημα είναι βαθύτερο: η κλιματική αλλαγή αποδομεί συστημικά το διατροφικό σύστημα, δημιουργώντας αλληλεπιδράσεις που φτάνουν από τα δάση του Αμαζονίου ως το ελληνικό χωράφι. «Δεν πρόκειται μόνο για ξηρασίες, παγετούς ή καύσωνες που μειώνουν την παραγωγή. Μιλάμε για μια αλυσίδα διαταραχών που υπονομεύει την ίδια τη βάση της διασφάλισης της τροφής».

Κομβικό ρόλο, όπως τονίζει, παίζουν τα τροπικά δάση, που λειτουργούν ως ρυθμιστές του κλίματος. Απορροφούν περίπου το ένα τέταρτο των ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κάθε χρόνο, όμως απειλούνται από την αγροτική επέκταση και τις μονοκαλλιέργειες. «Αν χαθούν αυτά τα δάση, η παγκόσμια θερμοκρασία μπορεί να επιβαρυνθεί κατά μισό βαθμό. Ο στόχος του 1,5 C  θα είναι πια αδύνατος».

Οι συνέπειες γίνονται ορατές στην παραγωγή. Η εποχικότητα απορρυθμίζεται, οι βροχοπτώσεις αλλάζουν, οι επικονιαστές μειώνονται. Οι ακραίες θερμοκρασίες περιορίζουν τον χρόνο εργασίας στη γεωργία. «Σε πολλές χώρες, και στην Ελλάδα, για ένα μεγάλο κομμάτι του χρόνου οι εργάτες μπορούν να δουλέψουν μέχρι τις 10–11 το πρωί λόγω της ζέστης. Αυτό σημαίνει χαμηλότερη παραγωγικότητα, υψηλότερο κόστος και μεγαλύτερες απώλειες». Αντίστοιχα, η άνοδος της θερμοκρασίας της θάλασσας επηρεάζει τα ιχθυαποθέματα και απειλεί τις κοινότητες ψαράδων, ενώ καλλιέργειες υψηλής αξίας, όπως το αμπέλι, δέχονται όλο και συχνότερα πιέσεις.

Η κρίση δεν περιορίζεται στο στάδιο της παραγωγής. «Σήμερα συνυπάρχουν η πείνα και ο υπερσιτισμός. Η παχυσαρκία έχει χαρακτηριστικά επιδημίας, με την Ελλάδα να καταγράφει από τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας στην Ευρώπη», επισημαίνει ο κ. Γεωργιάδης. Παράλληλα, το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων σπαταλιέται: στις αναπτυσσόμενες χώρες λόγω έλλειψης υποδομών, στις ανεπτυγμένες λόγω κακής οργάνωσης και κουλτούρας υπερκατανάλωσης. «Τα overshoot days δείχνουν ότι εξαντλούμε τους φυσικούς πόρους πριν τελειώσει το έτος».

Η βιοποικιλότητα στο προσκήνιο

Αν υπάρχει ένας «αόρατος ήρωας» που όλοι οι συνομιλητές αναγνωρίζουν, αυτός είναι η βιοποικιλότητα. Η Ρόζμαρι Κόλιερ το λέει καθαρά: επικονίαση, υγεία εδάφους, φυσικός βιολογικός έλεγχος − χωρίς αυτά, ό,τι χτίζουμε καταρρέει. Την ώρα που οι εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών μειώνονται και «χάνουμε εργαλεία», θα χρειαστεί να βασιστούμε περισσότερο σε φυσικές μεθόδους ελέγχου και σε ολοκληρωμένη διαχείριση παρασίτων, κάτι που είναι πιο δύσκολο αλλά απολύτως αναγκαίο. 

Εδώ μπαίνει η τεχνολογία: καλύτερη συλλογή και χρήση δεδομένων, γεωργία ακριβείας, τεχνητή νοημοσύνη για να παίρνονται αποφάσεις βάσει πραγματικού χρόνου. Παράλληλα, βελτίωση ποικιλιών με ανθεκτικότητα σε παράσιτα και ακραίες συνθήκες. «Πρέπει να βρούμε τρόπους ώστε να παράγουμε τρόφιμα με πιο φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο, επιτρέποντας στη βιοποικιλότητα να ανακάμψει, αλλά διασφαλίζοντας παράλληλα βιώσιμες επιχειρήσεις για τους αγρότες». 

Και προσθέτει έναν παράγοντα που συχνά παραβλέπεται: τη συμπεριφορά των ανθρώπων. «Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν από πού προέρχεται το φαγητό τους, ούτε ποια είναι η αξία της βιοποικιλότητας. Αν δεν αλλάξει και η στάση του κοινού, δεν θα πετύχουμε την ανθεκτικότητα που χρειάζεται το σύστημα τροφίμων».

Ο κ. Πληθαράς σημειώνει ότι ο μετασχηματισμός του αγροδιατροφικού συστήματος είναι επιτακτικός. «Το σημερινό μοντέλο είναι μη βιώσιμο. Ευθύνεται για το ένα τρίτο των εκπομπών άνθρακα, για αποδάσωση, για υπερβολική κατανάλωση νερού και για σοβαρή ρύπανση. Η γεωργία δεσμεύει το 80% των υδάτινων πόρων της χώρας. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίσουμε έτσι». Οι λύσεις βρίσκονται στην αγροοικολογία, στη γεωργία ακριβείας, στη μείωση χρήσης λιπασμάτων, στην αναγεννητική καλλιέργεια και σε αλλαγές στη ζωική παραγωγή ώστε να περιοριστεί το περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Στη χώρα μας, οι ίδιες πιέσεις παίρνουν συγκεκριμένη μορφή. «Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτύξει αυτόνομη αγροτική οικονομία, αλλά πρέπει να ενισχύσει την πρωτογενή παραγωγή της, τόσο για λόγους ασφάλειας όσο και για οικονομικές ευκαιρίες που δεν αξιοποιούνται επαρκώς», λέει και τονίζει τη σημασία ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Τρόφιμα, που θα συνδέει την παραγωγή με τους υδατικούς πόρους, θα ορίζει αλλαγές στις καλλιέργειες και θα στηρίζει τους αγρότες στην υιοθέτηση νέων πρακτικών. 

Και δίνει ρυθμιστικά παραδείγματα από την Ευρώπη: «Η νέα νομοθεσία για την αποδάσωση (EUDR) θέτει αυστηρούς κανόνες σε προϊόντα όπως σόγια και βοδινό. Η Γαλλία και η Ιταλία εφαρμόζουν κριτήρια βιωσιμότητας στις δημόσιες προμήθειες τροφίμων, που είναι τεράστια αγορά. Βάζουν ποσοστά βιολογικών και τοπικών προϊόντων, μειώνουν το κόκκινο κρέας στα σχολεία και στα νοσοκομεία, ενισχύουν μια πιο ισορροπημένη δίαιτα». 

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΡΑΓΟΥΜΕ 193 ΚΙΛΑ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΑΝΑ ΚΑΤΟΙΚΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ. ΜΕΧΡΙ ΤΟ 2030, ΣΤΟΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΕΙΩΘΟΥΝ 30%. «ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ. ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ “ΠΛΗΡΩΝΩ ΟΣΟ ΠΕΤΑΩ” ΩΣΤΕ ΤΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΙΝΗΤΡΟ, ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΣΕ ΝΕΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ. Η ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΤΟ ΤΙ ΠΑΡΑΓΟΥΜΕ Η ΤΙ ΕΙΣΑΓΟΥΜΕ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ ΠΟΥ ΗΔΗ ΕΧΟΥΜΕ», ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΕΙ Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΛΗΘΑΡΑΣ, ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟ WWF ΕΛΛΑΣ.

Η διατροφή ως μέρος της λύσης

Η βιώσιμη διατροφή, για τον ίδιο, δεν είναι πολυτέλεια, αλλά διπλό όφελος: «Η μεσογειακή διατροφή, με περιορισμό στο κόκκινο κρέας και έμφαση σε όσπρια, φρούτα, λαχανικά και δημητριακά, μειώνει σχεδόν 50% το ανθρακικό αποτύπωμα της διατροφής μας και ταυτόχρονα βελτιώνει την υγεία».

Το ζήτημα της σπατάλης είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων χάνεται ή πετιέται· στην Ελλάδα παράγουμε περίπου 193 κιλά οργανικών αποβλήτων ανά κάτοικο τον χρόνο. Μέχρι το 2030 ο στόχος είναι η μείωση κατά 30%. «Αυτό δεν θα γίνει μόνο με ενημέρωση. Χρειάζεται εφαρμογή του “πληρώνω όσο πετάω” ώστε τα νοικοκυριά να έχουν κίνητρο, κανόνες στη μεταποίηση και αξιοποίηση υποπροϊόντων σε νέες χρήσεις, από τρόφιμα μέχρι φαρμακευτικά σκευάσματα. Η επισιτιστική ασφάλεια δεν αφορά μόνο το τι παράγουμε ή τι εισάγουμε, αλλά και το πώς διαχειριζόμαστε τους πόρους που ήδη έχουμε», υπογραμμίζει ο κ. Πληθαράς.

Οι λύσεις, σύμφωνα με τον Παύλο Γεωργιάδη, είναι γνωστές και εφαρμόσιμες: Κλιματική θωράκιση της γεωργίας με εθνικά και τοπικά σχέδια προσαρμογής, ανθεκτικές ποικιλίες, σωστή διαχείριση νερού και προστασία εδαφών. Δημόσιες πολιτικές που επενδύουν στην υγεία, με σχολικές καντίνες που βασίζονται σε υγιεινά και βιολογικά πρότυπα. Ριζική μείωση της σπατάλης τροφίμων, με καλύτερες υποδομές αποθήκευσης, ιχνηλασιμότητα και οικονομικά κίνητρα.

Κρίσιμος είναι ο ρόλος της παιδείας. Ο κ. Γεωργιάδης μεταφέρει το βάρος στο σχολείο με ακόμη πιο ριζικό τρόπο: μπορείς πιο εύκολα να διαμορφώσεις καλύτερα μυαλά στη νέα γενιά παρά να αλλάξεις συνήθειες ενηλίκων. «Αν τα παιδιά μάθουν από νωρίς τι σημαίνει καλή και καθαρή τροφή, νερό, έδαφος, αναπτύσσουν μια αίσθηση σύνδεσης με τη γη. Κι όταν κάτι το καταλαβαίνεις και το πονάς, το προστατεύεις».

Το μεγαλύτερο εμπόδιο, κατά τον ίδιο, δεν είναι τεχνικό, αλλά πολιτικό. «Βλέπουμε συνασπισμούς εταιρικών συμφερόντων και ακραίου λόγου να φρενάρουν την περιβαλλοντική νομοθεσία και να εργαλειοποιούν την οργή. Ενώ έχουμε τις επιστημονικές λύσεις, μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού στρέφονται εναντίον τους, επηρεασμένα από παραπληροφόρηση». Η προειδοποίησή του είναι καθαρή: «Όσο νωρίτερα δράσουμε, τόσο πιο εύκολη και φθηνή θα είναι η λύση».

Η πρόκληση του 2050

Μέχρι το 2050, ο κόσμος θα πρέπει να θρέψει σχεδόν 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους με λιγότερο νερό, λιγότερη γη και ένα κλίμα που αλλάζει. Η επισιτιστική ασφάλεια δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια· είναι προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής και πολιτικής σταθερότητας.

Αν πρέπει να κρατήσουμε μια εικόνα για το μέλλον, είναι η ανάγκη μιας ολιστικής μετάβασης. Στο χωράφι αυτό σημαίνει ποικιλίες ανθεκτικές, ολοκληρωμένη διαχείριση παρασίτων, αγροοικολογία και γεωργία ακριβείας ώστε να μειωθούν οι εισροές και να αυξηθεί η ανθεκτικότητα. Στο νερό σημαίνει εκσυγχρονισμένη άρδευση, ορθολογική τιμολόγηση και αλλαγές στο καλλιεργητικό μίγμα όπου χρειάζεται. Στην εφοδιαστική αλυσίδα σημαίνει συντόμευση διαδρομών, ψυκτική επάρκεια, τεχνολογίες συντήρησης και ιχνηλασιμότητα. Στη διατροφή σημαίνει επιστροφή στην ουσία της μεσογειακής κουζίνας, με λιγότερο κόκκινο κρέας, λιγότερα υπερεπεξεργασμένα και περισσότερα φρέσκα φυτικά τρόφιμα. Στη σπατάλη σημαίνει πρόληψη, ανάκτηση και ανακύκλωση με έξυπνα κίνητρα. Στην κοινωνία σημαίνει παιδεία από το σχολείο, ενημέρωση και συμμετοχή των κοινοτήτων στις αποφάσεις. Και πάνω από όλα χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο για τα τρόφιμα που θα ενώνει τα κομμάτια. 

Δεν υπάρχει μαγική λύση· υπάρχει όμως μια δέσμη επιλογών που ξέρουμε ότι λειτουργούν όταν εφαρμόζονται με συνέπεια. Η Ρόζμαρι Κόλιερ επιμένει στο τρίπτυχο τοπική παραγωγή-συντομότερες αλυσίδες-καλύτερες διατροφικές συνήθειες. Ο Αχιλλέας Πληθαράς βάζει τις ράγες: εθνικό σχέδιο, υπεύθυνη χρήση νερού, κανόνες κατά της σπατάλης, δημόσιες προμήθειες με κριτήρια. Ο Παύλος Γεωργιάδης κλείνει τον κύκλο με μια πρόταση που είναι ταυτόχρονα τεχνική και υπαρξιακή: Χωρίς πίστη στην επιστήμη και χωρίς σύνδεση με τη γη, επισιτιστική ασφάλεια δεν υπάρχει. 

Και οι τρεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχουν λύσεις, αλλά αν θα τις εφαρμόσουμε εγκαίρως.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ