ΤΟ «ΤΕΡΑΣ» ΤΗΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ
- 16.10.25 08:58

Και αν μας ζητούσαν να εστιάσουμε την προσοχή μας μόνο σε μια πρόβλεψη του προσχεδίου του προϋπολογισμού για το 2026, ποια θα έπρεπε να είναι αυτή; Αναμφίβολα, υπάρχουν πολλές υποψηφιότητες: η εκτίμηση ότι οι επενδύσεις θα αυξηθούν με διψήφιο ποσοστό είναι μια από αυτές και θα εξηγήσουμε γιατί. Η αποκλιμάκωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ κάτω από το 140% για πρώτη φορά μετά το 2010 είναι μια δεύτερη. Ίσως μια τρίτη θα ήταν η παραδοχή ότι τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν σημαντικά και μέσα στο νέο έτος, παρά το γεγονός ότι με το 2026 θα υλοποιηθούν σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις άνω των 1,2 δισ. ευρώ σε μόνιμη βάση. Είναι ακριβώς η παραδοχή που υποστηρίζει και την εκτίμηση ότι θα παραχθούν για μια ακόμη χρονιά σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, ικανά να καλύψουν (σχεδόν) ολόκληρη τη δαπάνη για τους τόκους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Κι όμως, θα σταθούμε περισσότερο στην πρόβλεψη ότι το 2026 θα είναι έτος σημαντικής αύξησης των εισοδημάτων με το ποσοστό μεταβολής να υπερβαίνει τον ρυθμό μεταβολής των τιμών, βλέπε πληθωρισμό. Είναι ακριβώς αυτό που απαιτείται για να τιθασευτεί το «τέρας» της ακρίβειας. To δημόσιο θα κάνει κάποιες ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση μέσα στο 2026: θα αυξήσει τις συντάξεις για όλους τους συνταξιούχους (και αυτούς που μέχρι σήμερα δεν είχαν λαμβάνειν λόγω προσωπικής διαφοράς), θα ενισχύσει τους δημοσίους υπαλλήλους (κάποιους όπως οι ένστολοι περισσότερο και κάποιους άλλους λιγότερο), ενώ θα δώσει και μια νέα ώθηση στον κατώτατο μισθό παρεμβαίνοντας και στον ιδιωτικό τομέα. Ποιο είναι το μεγάλο στοίχημα; Αν θα ακολουθήσουν οι εργοδότες, που αμείβουν περίπου το 80% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα οι οποίοι εισπράττουν περισσότερα από τον κατώτατο μισθό. Εκεί θα κριθεί και η πρόβλεψη για νέα σημαντική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης μέσα στο 2026, και η παραδοχή ότι θα έχουμε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, αλλά και η «εγγραφή» του προσχεδίου για αυξημένα φορολογικά έσοδα και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Κακά τα ψέματα: Το ελληνικό ΑΕΠ παραμένει απόλυτα εξαρτημένο από την ιδιωτική κατανάλωση. Κάτι αλλάζει τα τελευταία χρόνια στη σύνθεσή του −αυξάνει το ποσοστό των επενδύσεων για να μειωθεί το λεγόμενο «επενδυτικό κενό»−, όμως το 70% και πλέον του ονομαστικού ΑΕΠ, που αισίως θα φτάσει το 2026 στα 261 δισ. ευρώ, θα πρέπει να έρθει από τις καθημερινές μας συναλλαγές.
Τι προβλέπει το προσχέδιο για τους μισθούς και το εισόδημα; «Λαμβανομένης υπόψη της νέας αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού από 1.4.2026, και εν μέσω αυξημένης απασχόλησης, ο ονομαστικός μέσος μισθός αναμένεται να αυξηθεί το 2026 κατά 3,7%, όσο και το 2025», αναφέρει το προσχέδιο, ενώ σε άλλο σημείο επισημαίνονται τα εξής: Ο πραγματικός μέσος μισθός προβλέπεται να κινηθεί ανοδικά για τρίτη διαδοχική χρονιά το 2026, με τον ρυθμό αύξησής του να επιταχύνεται σε 1,5% από 0,5% το 2025. Η παραγωγικότητα εργασίας προβλέπεται επίσης να εισέλθει σε τροχιά επιτάχυνσης, με τον ρυθμό ετήσιας αύξησής της να διαμορφώνεται σε 1,9% από 1,5% το 2025, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας».
Να λοιπόν πώς θα επιδιωχθεί να δημιουργηθεί ένας «ενάρετος κύκλος» για το 2026 (αλλά και προφανώς για τα επόμενα έτη). Πρώτο βήμα, να αυξηθούν οι επενδύσεις. Ο πήχης μπαίνει πάνω από το 10%. Και τις προηγούμενες χρονιές είχε μπει ψηλά ο πήχης, αλλά η επίτευξη δεν κατέστη εφικτή. Για το 2026 υπάρχει όμως η… πίεση της λήξης του Ταμείου Ανάκαμψης. Αν δεν απορροφηθούν τα κονδύλια, θα χαθούν, και αυτό θα είναι εθνική ζημιά. Μόνο από το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένονται 7 δισ. ευρώ επιπλέον, ποσό ικανό να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου για μείωση του επενδυτικού κενού. «Το αρνητικό επενδυτικό κενό της Ελλάδας απέναντι στην Ευρωζώνη, το οποίο βαίνει συνεχώς βελτιούμενο από το 2019, αναμένεται στο τέλος του 2026 να έχει συρρικνωθεί στο μικρότερο μέγεθος για όλη την περίοδο από την έναρξη της οικονομικής προσαρμογής. Οι εν λόγω εξελίξεις αντανακλούν την άνοδο των πραγματικών επενδύσεων στην Ελλάδα σε ποσοστό 18,0% του ΑΕΠ το 2026, σε ονομαστικούς δε όρους σε ποσοστό 16,8% του ΑΕΠ το 2026 έναντι 15,7% το 2025, που αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό από το 2010», αναφέρει το προσχέδιο.
Οι αυξημένες επενδύσεις είναι η βάση για να προκύψει η αύξηση της παραγωγικότητας και η τελευταία, η αναγκαία συνθήκη για να αυξηθούν οι μισθοί «υγιώς». Οι οικονομολόγοι δεν λένε όχι στις αυξήσεις. Κάθε άλλο. Λένε όχι στις αυξήσεις που δεν στηρίζονται σε αντίστοιχη ενίσχυση της παραγωγικότητας, καθώς κάτι τέτοιο οδηγεί τελικώς σε αδιέξοδο (σ.σ. το ζήσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες). Τι φέρνουν οι αυξήσεις; Περισσότερο εισόδημα. Αν δε η αύξησή του είναι μεγαλύτερη από τον πληθωρισμό, αρχίζει να αντιμετωπίζεται (έστω και με αργό ρυθμό) το πρόβλημα της ακρίβειας. Τα δηλωθέντα εισοδήματα αυξάνονται, το κράτος εισπράττει περισσότερους φόρους παρά τις μειώσεις φορολογικών συντελεστών και εξασφαλίζονται τα πρωτογενή πλεονάσματα που διασφαλίζουν την πτωτική πορεία του χρέους.
Αυτά σε μακροοικονομικό επίπεδο. Σε μικροοικονομικό, το μεγάλο ζητούμενο είναι η διάχυση των αυξήσεων. Και εδώ πρέπει να γίνει πολλή δουλειά μέσα στο 2026. Να υπογραφούν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, για να μην περιοριστούν οι αυξήσεις στους δικαιούχους του κατώτατου μισθού, και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες εμφανίζονται να δίνουν πολύ χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με τους μεγάλους εργοδότες.