Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΙΟΣ ΓΡΙΦΟΣ

Το χρονικό της πυρκαγιάς και ο χρόνιος γρίφος
Φωτ. EPA / ΑΠΕ - ΜΠΕ
Οι ανεξέλεγκτες διαστάσεις της δασικής πυρκαγιάς που από τον Βαρνάβα και τον Μαραθώνα κατέληξε να καίει τον αστικό ιστό βορείων προαστίων, ιδωμένες μέσα από το πρίσμα των αναπάντητων προκλήσεων, των πιθανών ελλείψεων και των άμεσων αναγκών, με φόντο τη μεγάλη κλιματική μετατόπιση.

Η φωτιά που ξέσπασε στο Βαρνάβα το μεσημέρι της Κυριακής, δεν ανησύχησε αρχικά τους κατοίκους πολλών εκ των περιοχών που έμελλε να κάψει.

Οι άνεμοι που έπνεαν στην περιοχή ήταν ισχυροί, και παρά την ανταπόκριση της πυροσβεστικής οι φλόγες ξέφυγαν με κατεύθυνση τον Μαραθώνα, καίγοντας χαμηλή βλάστηση αλλά και πυκνότερη δασική έκταση. Όμως ακόμα και με αυτή τη δυσοίωνη εξέλιξη, το απόγευμα της Κυριακής δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς πως μέσα σε ένα μόλις 24ωρο, η ίδια φωτιά θα διέσχιζε όχι μόνο τον Μαραθώνα και τις παρυφές της Νέας Μάκρης, αλλά και την Πεντέλη, τον Διόνυσο, το Πάτημα Χαλανδρίου και τα Βριλήσσια φτάνοντας έως τον Γέρακα, εξαϋλώνοντας στο πέρασμά της σπίτια και επιχειρήσεις, πευκοδάση και υποδομές.

Η «μετάλλαξη» και η καταστροφή

Έως και το μεσημέρι της Δευτέρας, οι φλόγες είχαν κατακάψει περίπου 100.000 στρέμματα γης, ενώ λίγο αργότερα η φωτιά θα στοίχιζε τη ζωή σε μία γυναίκα στα Βριλήσσια, που βρέθηκε απανθρακωμένη στην επιχείρηση που εργαζόταν, τα ξημερώματα της Τρίτης.  Νωρίτερα, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Υπαλλήλων Πυροσβεστικού Σώματος, Νίκος Λαυράνος, δήλωνε «αποσβολωμένος» με την εξέλιξη του πύρινου μετώπου, λέγοντας πως η αρχική εκτίμηση ήταν η φωτιά θα περιοριζόταν σε ένα κομμάτι της βορειοανατολικής Αττικής. Επισήμανε παράλληλα την αλλαγή στη φύση της πυρκαγιάς, αφού από δασική μεταλλάχθηκε σε οικιστικού τύπου φωτιά που απειλούσε πλέον την «καρδιά» κατοικημένων περιοχών με σχολεία, νοσοκομεία και πρατήρια καυσίμων. «Το πιο ανησυχητικό είναι το κομμάτι που υπάρχει αστικός ιστός, δηλαδή τα Βριλήσσια, το Χαλάνδρι και η Πεντέλη», παρατηρούσε.

Το πρόβλημα με τα πτητικά μέσα

Η εμπροσθοφυλακή της πυρόσβεσης, τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα της πυροσβεστικής που επιχειρούν αποκλειστικά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, αδυνατούσαν σχεδόν εξ αρχής να κάνουν 100% εύστοχες ρίψεις εξαιτίας των πυκνών καπνών, όπως εξήγησε η ίδια πηγή. «Δεν μπορούσαν από χθες ούτε τα ελικόπτερα ούτε τα αεροπλάνα να έχουν 100% επιτυχία στις βολές. Επρεπε να κατέβουν πολύ χαμηλά το οποίο εγκυμονούσε κινδύνους. Οπότε αναγκαστικά οι βολές γίνονταν από πιο ψηλά».

Η ταχύτητα της φωτιάς

Η μαθηματική φόρμουλα για την ταχύτητα της φωτιάς, προσμετρά συνήθως πλήθος παραγόντων, από την ένταση των ανέμων και την ξηρότητα των υλικών και της ατμόσφαιρας μέχρι και την ποσότητα της καύσιμης ύλης. Με μέση ταχύτητα περίπου 20 με 25 χιλιόμετρα ανά ώρα, το πρώτο δίωρο αποδείχθηκε κρίσιμο και μετά από αυτό το σημείο, πολλοί φοβήθηκαν πως θα υπάρξει μια «επανάληψη» της καταστροφής του 2009.

Η μεγάλη εικόνα

Οι σαρωτικές πυρκαγιές είναι διαχρονικό και διεθνές πρόβλημα, αλλά τα τελευταία χρόνια, η κλιματική αλλαγή φαίνεται πως έχει επιταχύνει και διογκώνει τον αντίκτυπο ακόμα και όταν οι αρχές έχουν ειδοποιηθεί εγκαίρως από τους μετεωρολόγους για τις ημέρες αυξημένης επικινδυνότητας. «Κάναμε ακριβώς ό,τι είχαμε κάνει σε περισσότερες από 3.500 φωτιές που έχουμε αντιμετωπίσει από την 1η του Μαΐου, δίχως μία να ξεφύγει πάνω από το 12ωρο», δήλωσε ο κ. Λαυράνος.

Σύμφωνα με το WWF, επί εικοσαετία εκδηλώνονταν ετησίως στην Ελλάδα περίπου 10.000 πυρκαγιές καίγοντας κατά μέσο όρο 386.812 στρέμματα. Το 90% των πυρκαγιών είναι ανθρωπογενούς προέλευσης και τα τελευταία χρόνια η εικόνα φαίνεται να επιδεινώνεται. Στα τέλη του Αυγούστου του 2023, το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών προειδοποιούσε πως η χώρα ήταν πρώτη μεταξύ 20 μεσογειακών χωρών, με 1.281.480 καμένα στρέμματα μόνο σε μία σεζόν (και πριν καν τελειώσει). Δεύτερη ακολουθούσε η Ισπανία με 824.640 στρέμματα και τρίτη η Ιταλία με 595.330 στρέμματα. Μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2023, οι φωτιές θα έκαιγαν πάνω από 1.800.000 στρέμματα οδηγώντας στην εκκένωση χιλιάδων κατοίκων και επισκεπτών.

Τα περσινά δεδομένα, αποτύπωσαν επίσης αύξηση 517% ως προς τη μέση καμένη έκταση ανά μεγάλη δασική πυρκαγιά στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της εικοσαετίας 2002 – 2022. Και σε ουκ ολίγες περιπτώσεις η φωτιές έσβηναν όταν πλέον… δεν είχαν τι άλλο να κάψουν.

Ανάγκες, ελλείψεις, προτάσεις

Όπως σημειώνουν ειδικοί, οι αντιπυρικές ζώνες που μπορούν να αποδειχθούν σωτήριες στην ανάσχεση μιας μεγάλης φωτιάς, πρέπει να διανοίγονται και συντηρούνται με την λήξη της αντιπυρικής και όχι όταν η αντιπυρική περίοδος είναι σε εξέλιξη ή, ακόμα χειρότερα, άρον άρον όταν είναι σε εξέλιξη μια πυρκαγιά.

Και πέρα τη συζήτηση του πλήθους πυροσβεστών, αεροσκαφών και οχημάτων, που ποτέ και σε καμία χώρα δεν είναι αρκετοί τη στιγμή της μεγάλης καταστροφής, υπάρχουν πολλά ανοικτά ζητήματα που μπορούν πιο εύκολα να διευθετηθούν. Οι Δήμοι προς το παρόν δεν λογοδοτούν για τις παραλείψεις τους και πολλοί επιχειρηματολογούν πως μία έξωθεν πίεση (από θεσμούς σε θεσμούς) θα βελτίωνε το επίπεδο ετοιμότητας υπό τον φόβο κυρώσεων.

Η πρόληψη απαιτεί πολύ μικρότερο κόστος από την εκ των υστέρων απόπειρα αποκατάστασης: καθαρισμοί δασών από μπάζα, ανάπτυξη ζωνών πυράντοχης χλωρίδας και, το πιο απλό, ουσιαστική εκπαίδευση των πολιτών για όσα επιτρέπονται και όσα απαγορεύονται τους θερινούς μήνες, μπορεί να αποδειχθούν σωτήριες παρεμβάσεις με τον πιο σιωπηλό τρόπο αφού κανείς δεν μιλά για μια τραγωδία που δεν συνέβη ποτέ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ