ΖΗΤΕΙΤΑΙ (ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ) ΘΑΥΜΑ
- 18.11.25 09:13
Και διψήφιο ποσοστό αύξησης των επενδύσεων μέσα στο 2026 και «τόνωση» της οικοδομικής δραστηριότητας παρά την εκτόξευση του κόστους κατασκευής και μείωση του «επενδυτικού κενού» που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη, ώστε να εγκαταλείψουμε τη διόλου τιμητική τελευταία θέση. Ο πήχης μπαίνει ψηλά για το 2026 και όχι μόνο. Το στοίχημα της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου δεν έχει ακόμη κερδηθεί και το τι θα φέρει το μέλλον είναι κρίσιμο. Πόσο μάλλον όταν από το καλοκαίρι του 2026 φεύγει από το προσκήνιο και το «μαξιλάρι» του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η ενίσχυση των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία αναδεικνύεται ως το κεντρικό ζητούμενο για το νέο έτος, καθώς η πορεία των τελευταίων ετών δείχνει ότι, παρά τη σταδιακή βελτίωση, η χώρα εξακολουθεί να κινείται με χαμηλούς ρυθμούς σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η αναθεώρηση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ και τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου −έγινε προ εβδομάδων και προχώρησε προς τα πίσω στον χρόνο βελτιώνοντας παρά την πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ τον δείκτη των επενδύσεων− ανέβασε τη συμμετοχή των επενδύσεων στο 16% για το 2024, από 15,3% που είχε υπολογιστεί τον Μάρτιο. Ωστόσο, η αύξηση αυτή δεν επαρκεί για να αλλάξει τη συνολική εικόνα: η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το μικρότερο ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το οικονομικό επιτελείο θέτει για το 2026 έναν φιλόδοξο στόχο: οι επενδύσεις να αυξηθούν πάνω από 10% μέσα στη χρονιά. Ένας στόχος που, εάν επιτευχθεί, θα οδηγήσει την επενδυτική δαπάνη στην υψηλότερη αναλογία των τελευταίων 16 ετών –στο 16,8% του ΑΕΠ σε ονομαστικούς όρους– επίπεδο που δεν έχει καταγραφεί από το 2010. Η επίτευξη αυτού του αναπτυξιακού «άλματος» αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας, για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, αλλά και για τη δημιουργία των προϋποθέσεων αύξησης των μισθών, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα.
Το μεγάλο στοίχημα σχετίζεται με την ανάγκη για επιτάχυνση της επενδυτικής δραστηριότητας σε μια περίοδο κατά την οποία ολοκληρώνεται ο κύκλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι πόροι του RRF έχουν στηρίξει σημαντικά τις επενδύσεις των τελευταίων ετών, όμως μετά το καλοκαίρι του 2026 η οικονομία θα πρέπει να λειτουργήσει με μικρότερη εξωτερική στήριξη. Για να υπάρξει ουσιαστική αύξηση, θα πρέπει όχι μόνο να απορροφηθεί το σύνολο των διαθέσιμων πόρων, αλλά και να ενισχυθεί η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και να προχωρήσουν διασυνοριακές επενδυτικές συμφωνίες. Εκτιμάται ότι το 50% της αύξησης που απαιτείται για το 2026 θα πρέπει να προέλθει από τον κλάδο των κατασκευών και το υπόλοιπο 50% από επενδύσεις σε εξοπλισμό.
Παράλληλα, ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτούν και οι επενδύσεις σε κατοικίες, που όχι μόνο συμβάλλουν στο συνολικό επενδυτικό αποτέλεσμα, αλλά αποτελούν κρίσιμη παράμετρο για την αντιμετώπιση των πιέσεων στην αγορά ακινήτων. Η συμβολή του κλάδου ήταν περιορισμένη την προηγούμενη δεκαετία, λόγω της οικονομικής κρίσης και της μείωσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας, όμως το 2026 αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου.
Η δυσκολία του εγχειρήματος αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια η Ελλάδα δεν κατάφερε να πετύχει τους στόχους που η ίδια είχε θέσει στους προϋπολογισμούς. Για το 2025, ο αρχικός στόχος ήταν αύξηση των επενδύσεων κατά 8,4%. Το ποσοστό αυτό αναθεωρήθηκε τελικά στο 5,7%, δείχνοντας ότι παρά τις προσπάθειες, η επιτάχυνση παραμένει αργή. Το 2024, το αναθεωρημένο ποσοστό της ΕΛΣΤΑΤ ανεβάζει τη συμμετοχή των επενδύσεων στο 16,04%, όμως αυτό έγινε λόγω αναπροσαρμογής στοιχείων και όχι χάρη σε θεαματική πραγματική αύξηση. Μετά το τέλος της πανδημίας, η άνοδος είναι μικρή: από 15,72% το 2022 σε 15,88% το 2023 και 16,04% το 2024 – μια βελτίωση λίγων δεκαδικών μονάδων.
Παρά τις αναθεωρήσεις και τις αριθμητικές βελτιώσεις, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 16% που καταγράφεται για το 2024 δεν συναντάται σε καμία άλλη χώρα-μέλος, με εξαίρεση το Λουξεμβούργο, το οποίο όμως θεωρείται ξεχωριστή περίπτωση λόγω της φύσης της οικονομίας του.
Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για το 2024 διαμορφώθηκε στο 21,69%, ενώ την ίδια χρονιά η Ελλάδα βρίσκεται στο 16,04%. Η απόκλιση –το λεγόμενο «επενδυτικό κενό»– φτάνει τις 5,65 ποσοστιαίες μονάδες, δείχνοντας ότι απαιτείται σημαντική επιτάχυνση για να πλησιάσουμε τις επιδόσεις της ΕΕ. Οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου, με τις οποίες η Ελλάδα συχνά συγκρίνεται, εμφανίζουν πολύ υψηλότερες επιδόσεις: η Ισπανία και η Πορτογαλία κινούνται στο 20%, η Ιταλία στο 21,96%, η Γαλλία στο 23%. Ακόμη και χώρες εκτός ΕΕ, όπως η Τουρκία, εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη αναλογία, φτάνοντας το 31,63% για το 2023.
Από το 2019 –όταν καταγράφηκε το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων των τελευταίων δεκαετιών, μόλις 10,97%– υπάρχει μια ανοδική τάση, όμως τα βήματα είναι μικρά: πέντε ποσοστιαίες μονάδες σε πέντε χρόνια. Η χώρα δεν έχει ακόμη ανακτήσει ούτε τα επίπεδα της περιόδου πριν από την κρίση, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η αναλογία επενδύσεων στο ΑΕΠ έφτανε το 25%-26%, λόγω των μεγάλων έργων και των προετοιμασιών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πώς καταφέραμε τότε να φτάσουμε σε τόσο υψηλά επίπεδα: Κυρίως λόγω των επενδύσεων στις κατοικίες. Μπορεί να νομίζουμε ότι και τώρα αυξάνονται τα εργοτάξια, αλλά τα νούμερα δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμία σύγκριση με τα επίπεδα επενδύσεων σε κατοικίες της περιόδου πριν από την οικονομική κρίση. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: Μπορεί η Ελλάδα να ανεβάσει τον δείκτη των επενδύσεων στο ΑΕΠ στο 20% χωρίς τη συνδρομή της οικοδομής; Η απάντηση είναι κρίση για την… μετά RRF εποχή.