ΓΙΑΤΙ ΧΑΝΕΙ ΤΗ ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ Η ΣΟΚΟΛΑΤΑ;
- 16.12.25 10:40
Ανοίγετε μία συσκευασία με την αγαπημένη σας σοκολάτα και έχετε την αίσθηση ότι «κάτι λείπει»; Δεν είναι ιδέα σας. Όχι μόνο οι ποσότητες φαίνεται να μειώνονται, αλλά και η γεύση – για ορισμένους καταναλωτές – μοιάζει όλο και λιγότερο… «σοκολατένια». Και, σαν να μην έφτανε αυτό, οι τιμές έχουν πάρει την ανηφόρα.
Πολλές από τις εταιρείες που παράγουν δημοφιλείς μπάρες και σοκολατάκια παραδέχονται ότι αναζητούν και πειραματίζονται με διάφορους τρόπους μείωσης του κόστους. Μία δοκιμασμένη τακτική είναι η αντικατάσταση ακριβών συστατικών – όπως το κακάο – με φθηνότερες πρώτες ύλες, πρακτική που έχει βαφτιστεί «skimpflation». Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι συνταγές έχουν αλλάξει τόσο πολύ ώστε προϊόντα όπως τα Toffee Crisp και Penguin στη Βρετανία, δεν «δικαιούνται» πλέον να κατατάσσονται στις σοκολάτες. Έτσι, όλο και περισσότερες συσκευασίες υπόσχονται πιο στην ετικέτα απλώς «γεύση σοκολάτας» και όχι σοκολάτα. Ακόμα και για το κλασικό Cadbury’s Dairy Milk, έχει ανοίξει μία δημόσια συζήτηση για το κατά πόσο έχει αλλάξει η συνταγή.
Ορισμένοι καταναλωτές υποστηρίζουν ότι μετά την εξαγορά της Cadbury από την αμερικανική Mondelez το 2010, η σοκολάτα έγινε «πιο λιπαρή» και λιγότερο γαλακτώδης. Η εταιρεία το διαψεύδει, τονίζοντας ότι ούτε η περιεκτικότητα σε κακάο ή γαλακτοκομικά έχει μειωθεί ούτε έχει αυξηθεί η χρήση φυτικών λιπαρών. Παρ’ όλα αυτά, οι αμφιβολίες παραμένουν, υπογραμμίζει σε ανάλυσή του το BBC.
Πέρα από τη γεύση, υπάρχει και το μέγεθος που επίσης αλλάζει. Πολλοί παραγωγοί έχουν μειώσει το βάρος των προϊόντων τους χωρίς αντίστοιχη μείωση τιμής, η πασίγνωστη (δυστυχώς) μέθοδος «shrinkflation». Ανάλυση δεδομένων από μεγάλες αλυσίδες στη χώρα δείχνει ότι η Cadbury’s Dairy Milk, για παράδειγμα, έχασε κατά 10% σε βάρος, αλλά η τιμή της αυξήθηκε σχεδόν 50%.
Όπως έχει γράψει και παλαιότερα η Οικονομική Επιθεώρηση, η εκτόξευση των τιμών οφείλεται κυρίως στην άνοδο του κόστους του κακάο και του γάλακτος. Η κλιματική αλλαγή έχει πλήξει σοβαρά τις καλλιέργειες κακάο στην Αφρική, ενώ ακραία καιρικά φαινόμενα σε χώρες όπως η Ινδία, η Βραζιλία και η Ταϊλάνδη έχουν οδηγήσει σε φτωχές σοδειές. Οι αυξήσεις αυτές περνούν με καθυστέρηση στην τελική τιμή – συχνά μετά από 12 έως 18 μήνες.
Στο γάλα, το πρόβλημα εντείνεται από το αυξημένο κόστος ζωοτροφών, καυσίμων, λιπασμάτων και μισθών. Κάποιες εταιρείες καταφεύγουν σε φυτικά έλαια, όπως φοινικέλαιο ή έλαιο καριτέ, για να καλύψουν το λιπαρό περιεχόμενο.
Καταναλωτές αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο αυτές τις πρακτικές, χωρίς όμως να τις αποδέχονται εύκολα. Η αίσθηση «δυσάρεστης έκπληξης» είναι συχνά το μεγαλύτερο πρόβλημα. Για κάποιους, η λύση είναι «ποιότητα αντί ποσότητας»: μικρότερες, πιο ποιοτικές μπάρες, έστω και αν ακριβότερες. Άλλοι στρέφονται στις ιδιωτικές ετικέτες των σούπερ μάρκετ, θεωρώντας ότι προσφέρουν καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η σοκολάτα, όπως τη γνωρίζαμε, αλλάζει – και το καταλαβαίνουμε πλέον σε κάθε μπουκιά. Το μέλλον προμηνύεται ακόμα πιο… άνοστο.