Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ, ΜΙΑ ΑΠΕΙΛΗ ΠΡΩΤΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ

Λειψυδρία, μια απειλή πρώτης γραμμής
Φωτ. Getty Images
Η πίεση στα υδατικά συστήματα δεν είναι μεμονωμένο ή πρωτοφανές φαινόμενο. Η τρέχουσα κατάσταση, ωστόσο, είναι ανησυχητική, καθώς η ξηρασία, οι περιορισμένες βροχοπτώσεις και υψηλές θερμοκρασίες έχουν οδηγήσει ήδη σε έναν τριετή κύκλο μείωσης αποθεμάτων. Η μετάβαση από τα γενικόλογα αφηγήματα σε ένα συγκεκριμένο, λεπτομερές σχέδιο δράσης είναι πλέον αναγκαία.

Η συζήτηση γύρω από τη βιώσιμη ανάπτυξη συνήθως εστιάζει στην ενέργεια και την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, στη σκιά αυτών των κρίσιμων θεμάτων, αναδύεται με αυξανόμενη ένταση μια άλλη πραγματικότητα: η υδατική κρίση.

Το νερό, εκτός από θεμελιώδες δημόσιο αγαθό για την υγεία και τη διαβίωση, αποτελεί προϋπόθεση ευημερίας για το σύνολο των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Τα τελευταία τρία χρόνια, υπό συνθήκες παρατεταμένης ξηρασίας, το ζήτημα της διαχείρισης του νερού έχει έρθει στο προσκήνιο. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη Μεσόγειο καθιστούν πλέον την επάρκεια υδάτων αβέβαιη, ακόμη και για χώρες που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ασφαλείς.

Απειλή πρώτης γραμμής;

Στην Ελλάδα, παραδείγματα λειψυδρίας −δηλαδή αδυναμίας πλήρους κάλυψης της ζήτησης− παρατηρούνται όλο και συχνότερα, κυρίως το καλοκαίρι, όταν οι υδατικές ανάγκες μεγιστοποιούνται λόγω τουρισμού και άρδευσης. Το πρόβλημα επιτείνεται από ελλιπείς ή απαρχαιωμένες υποδομές και από ένα πλαίσιο διαχείρισης που δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες. Ακόμη και στην Αττική, όπου λειτουργεί ένα υδροσύστημα υψηλής αξιοπιστίας, η λειψυδρία μετατρέπεται σε απειλή πρώτης γραμμής. Η σταδιακή συρρίκνωση των αποθεμάτων γεννά ανησυχίες για την ερχόμενη θερινή περίοδο, εάν ακολουθήσει άλλος ένας ξηρός χειμώνας. Η μείωση κατά 35% των ετήσιων αποθεμάτων για μία ακόμα συνεχόμενη χρονιά δεν αφήνει περιθώριο εφησυχασμού· συνθέτει εικόνα έκτακτης ανάγκης και αναγκαιότητας μέτρων που έχουν ήδη καθυστερήσει.

Ο κίνδυνος λειψυδρίας είναι υπαρξιακό ζήτημα, με σοβαρές συνέπειες τόσο για την καθημερινότητα των πολιτών όσο και για την ασφάλεια του αγροδιατροφικού μας μοντέλου και την αξιοπιστία του τουριστικού μας τομέα.

Στο πλαίσιο του αφιερώματος της Οικονομικής Επιθεώρησης με θέμα «Food and Water», θα επιχειρήσω να φωτίσω τη διαχείριση των υδατικών πόρων από τη σκοπιά της βιωσιμότητας. Σε μια τέτοια προσέγγιση, δεν αρκούν οι διακηρύξεις· χρειάζονται σαφείς πολιτικές, μετρήσιμα βήματα και κοινωνική συμμετοχή − απαιτείται συνδυασμός επιστημονικής τεκμηρίωσης, διοικητικής αποτελεσματικότητας, παροχής κινήτρων και αλλαγής κουλτούρας κατανάλωσης.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΥΤΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΘΕΙ ΕΠΙ ΤΑΠΗΤΟΣ Η ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ, ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΥΨΗΛΗΣ ΥΔΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ. Η ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΥΔΡΟΒΟΡΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ, Η ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΛΥΜΑΤΩΝ −ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΕ ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΧΗ− ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΝΑ ΠΑΡΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ: ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΝΕΡΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ ΠΡΙΝ ΚΑΝ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ. ΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΥΔΡΕΥΣΗΣ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ, ΕΜΦΑΝΙΖΟΥΝ ΔΙΑΡΡΟΕΣ ΠΟΥ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΥΝ ΤΟ 25%.

Η σημερινή εικόνα: ανησυχητικές ενδείξεις

Η πίεση στα υδατικά συστήματα δεν είναι μεμονωμένο ή πρωτοφανές φαινόμενο. Αν εξετάσουμε τη διαχρονική εξέλιξη των αποθεμάτων των ταμιευτήρων που υδροδοτούν την Αττική, θα δούμε ότι υπήρξαν και άλλες περίοδοι χαμηλών επιπέδων. Ωστόσο, κατά την κρίση του ’90 το σύστημα διέθετε έναν ταμιευτήρα λιγότερο, ενώ μετά την προσθήκη του Ευήνου οι περίοδοι χαμηλών αποθεμάτων δεν ξεπέρασαν τα 2-3 έτη. Η τρέχουσα κατάσταση είναι πιο ανησυχητική: η παρατεταμένη ξηρασία, οι περιορισμένες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις, αλλά και οι υψηλές θερμοκρασίες έχουν ήδη διαμορφώσει έναν τριετή κύκλο μείωσης αποθεμάτων. Με την εποχική πρόγνωση να προοιωνίζεται ξηρό φθινόπωρο, οι ελπίδες αντιστροφής μετατίθενται στον επόμενο χειμώνα. Η Αττική καλείται να διαχειριστεί μια συνθήκη όπου η προσφορά νερού μειώνεται, ενώ η ζήτηση παραμένει υψηλή, ιδίως λόγω της αύξησης του τουρισμού.

Παράλληλα, πρόσφατη έρευνα γνώμης που πραγματοποιήσαμε στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής αναδεικνύει την κατεπείγουσα ανάγκη ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης. Η έρευνα κατέγραψε ότι μόνο το 21,9% των πολιτών πανελλαδικά −και το 22,6% στην Αττική− θεωρεί πως έχει επαρκή ενημέρωση για το πρόβλημα. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι κάτοικοι της Αττικής δεν έχουν αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος και συνεχίζουν να σπαταλούν νερό στην καθημερινότητά τους. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το έλλειμμα γνώσης της νέας γενιάς (Gen Z) σχετικά με τη λειψυδρία και την ατομική κατανάλωση. Όλα αυτά δείχνουν ότι δεν αρκούν γενικόλογες διαβεβαιώσεις. Χρειάζεται τεχνικά τεκμηριωμένο, κοινωνικά δίκαιο σχέδιο, με σαφή χρονοδιαγράμματα και ενσωμάτωση της διάστασης της κλιματικής αλλαγής. Η Ελλάδα ανήκει σε μια εξαιρετικά ευάλωτη μεσογειακή ζώνη, όπου οι ξηρασίες αυξάνονται σε συχνότητα και ένταση. Η στρατηγική της «αναμονής» είναι επικίνδυνη. Απαιτείται άμεση κινητοποίηση, ανεξάρτητα από το αν το επόμενο φθινόπωρο αποδειχθεί ευνοϊκό ή όχι.

Χωρικές ιδιαιτερότητες, γεωγραφικές ανισότητες και «χωροευαίσθητες» πολιτικές

Η λειψυδρία δεν πλήττει ομοιόμορφα την ελληνική επικράτεια. Η χώρα χαρακτηρίζεται από έντονη χωρική διαφοροποίηση στο υδροκλιματικό καθεστώς και ανομοιογενή κατανομή της κατανάλωσης. Η Αττική δέχεται το μεγαλύτερο βάρος λόγω πληθυσμού και οικονομικής δραστηριότητας. Όμως, οι νησιωτικές περιοχές, η ανατολική Πελοπόννησος και η Κρήτη αντιμετωπίζουν χρόνιες πιέσεις, εξαιτίας της υπεράντλησης υπόγειων υδροφορέων και της έντονης τουριστικής δραστηριότητας. Οι Κυκλάδες, ενδεικτικά, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από μονάδες αφαλάτωσης, οι οποίες συχνά συνεπάγονται υψηλό ενεργειακό κόστος. Η γεωργία, ως ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού, καλείται να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα, όπου η άφθονη άρδευση δεν είναι πλέον δεδομένη. Αυτό επηρεάζει την παραγωγικότητα και αυξάνει το κόστος. Η περίοδος αυτή, ωστόσο, αποτελεί ευκαιρία για να τεθεί επί τάπητος η βιωσιμότητα του ελληνικού αγροδιατροφικού μοντέλου, που βασίζεται σε καλλιέργειες υψηλής υδατικής απαίτησης. Η στροφή προς λιγότερο υδροβόρες καλλιέργειες, η επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων λυμάτων −μια επιλογή με αυξανόμενη κοινωνική αποδοχή− και η εφαρμογή τεχνολογιών ακριβείας συνιστούν κρίσιμες στρατηγικές. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται το αυτονόητο: μεγάλο ποσοστό νερού χάνεται πριν καν φτάσει στον καταναλωτή. Τα δίκτυα ύδρευσης, ακόμη και στην Αττική, εμφανίζουν διαρροές που σε ορισμένες περιοχές υπερβαίνουν το 25%. Η μείωση των απωλειών μέσω επενδύσεων σε υποδομές ισοδυναμεί με εξασφάλιση νέων πηγών, χωρίς περιβαλλοντικό κόστος. Παράλληλα, η αξιοποίηση μονάδων αφαλάτωσης τροφοδοτούμενων από ΑΠΕ μπορεί να καλύψει βιώσιμα τις ανάγκες των νησιών. Η τεχνολογία υπάρχει· απαιτείται στρατηγικός σχεδιασμός και πολιτική βούληση. Στον αγροτικό τομέα, απαιτείται −και εν μέρει υλοποιείται− εκσυγχρονισμός στα συλλογικά δίκτυα, όπου οι απώλειες συχνά υπερβαίνουν το 40% του συνολικά προσφερόμενου όγκου, και, στο χωράφι, η εφαρμογή στάγδην άρδευσης μπορεί να εξασφαλίσει εξοικονόμηση τουλάχιστον 25% σε σχέση με τον καταιονισμό και άνω του 50% σε σχέση με τις παραδοσιακές επιφανειακές μεθόδους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ

Μέχρι το 2050, ο κόσμος θα πρέπει να θρέψει σχεδόν 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους με λιγότερο…

Η διεθνής και ευρωπαϊκή διάσταση – τα οικονομικά του νερού

Η λειψυδρία δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες της ΕΕ με τη μεγαλύτερη αστική κατανάλωση ανά κάτοικο. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα η τιμή του νερού είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, γεγονός που λειτουργεί συχνά ως αντικίνητρο για εξοικονόμηση. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η τιμολογιακή πολιτική μπορεί να συμβάλει στη μείωση της σπατάλης, αρκεί να συνοδεύεται από κοινωνικές δικλείδες προστασίας για τα ευάλωτα νοικοκυριά. Κλιμακωτή τιμολόγηση ανάλογα με την κατανάλωση και τον αριθμό μελών του νοικοκυριού, διαφοροποίηση τιμών για συγκεκριμένους χρήστες, αλλά και κίνητρα για χρήση βρόχινου ή ανακυκλωμένου νερού συνιστούν πρακτικές που ευνοούν τη βιωσιμότητα. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο μοντέλο τιμολόγησης, που δεν θα ποινικοποιεί την κατανάλωση, ούτε θα επιβαρύνει δυσανάλογα τους πιο αδύναμους, αλλά θα προάγει τη δίκαιη, στοχευμένη και συνετή χρήση.

Η ανάγκη αλλαγής κουλτούρας

Πέρα από τις τεχνικές λύσεις, η διαχείριση του νερού είναι ζήτημα κοινωνικής συμπεριφοράς. Έρευνες δείχνουν ότι σημαντικό τμήμα των πολιτών υποτιμά τη σοβαρότητα της λειψυδρίας, ιδιαίτερα οι νεότερες ηλικίες, που εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται το νερό ως ανεξάντλητο. Η σπατάλη στην οικιακή χρήση παραμένει εκτεταμένη: άρδευση κήπων χωρίς προγραμματισμό, ανοιχτές βρύσες, υπερκατανάλωση για πλύσιμο οχημάτων. Η αλλαγή αυτής της κουλτούρας απαιτεί εκπαίδευση από το σχολείο, συνεχείς ενημερωτικές καμπάνιες και έμπρακτα παραδείγματα από την τοπική αυτοδιοίκηση. Η κοινωνία πρέπει να κατανοήσει ότι η εξοικονόμηση δεν είναι προσωρινό μέτρο, αλλά σταθερή στάση ζωής. Το νερό δεν είναι ανεξάντλητο, και η υπεύθυνη χρήση του συνδέεται άμεσα με την ποιότητα της ζωής μας.

Η συζήτηση γύρω από το «Food and Water» είναι ουσιαστικά συζήτηση για τη βιωσιμότητα της κοινωνίας μας. Αν θέλουμε ένα μέλλον όπου η διατροφή, η οικονομία και η καθημερινότητά μας δεν θα απειλούνται από έλλειψη νερού, πρέπει να δράσουμε τώρα: με σχέδιο, με ευθύνη, με κατανόηση ότι το νερό δεν είναι δεδομένο.

Η ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ EUROSTAT, Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑΤΑΣΣΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΕ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΑΝΑ ΚΑΤΟΙΚΟ. ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Η ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, ΓΕΓΟΝΟΣ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΣΥΧΝΑ ΩΣ ΑΝΤΙΚΙΝΗΤΡΟ ΓΙΑ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ. Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΟΤΙ Η ΤΙΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΑΛΕΙ ΣΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΠΑΤΑΛΗΣ, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΚΛΕΙΔΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΥΑΛΩΤΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ.

Αντί επιλόγου

Ο κίνδυνος της λειψυδρίας είναι πλέον ορατός και μετρήσιμος. Αυτό που λείπει είναι η μετάβαση από τα γενικόλογα αφηγήματα σε ένα συγκεκριμένο, λεπτομερές σχέδιο δράσης. Ένα εθνικό σχέδιο διαχείρισης υδάτων πρέπει να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον:

Χαρτογράφηση και συνεχή παρακολούθηση ταμιευτήρων και υδροφορέων, με δημόσια προσβάσιμα δεδομένα που θα διευκολύνουν τους μελετητές, θα ενισχύουν την έρευνα και θα ενημερώνουν τους πολίτες.

Μείωση απωλειών από τα δίκτυα ύδρευσης μέσω εκτεταμένων επενδύσεων σε υποδομές, με έμφαση στην περιφέρεια.

Αξιοποίηση τεχνολογίας (έξυπνοι μετρητές, τηλεμετρία) για έλεγχο κατανάλωσης και διαρροών, καθώς και προγράμματα «εξοικονομώ» για εκσυγχρονισμό υδραυλικών και αντικατάσταση υδροβόρων συσκευών.

Μαζική στροφή σε εναλλακτικούς πόρους, όπως ανακυκλωμένο και βρόχινο νερό, για χρήσεις που δεν απαιτούν υψηλής ποιότητας νερό, ιδίως στον τουριστικό και βιομηχανικό τομέα, όπως και για την άρδευση γηπέδων και χώρων πρασίνου.

Αναδιάρθρωση του αγροτικού τομέα, με προώθηση βέλτιστων καλλιεργητικών πρακτικών, και με ενσωμάτωση της έξυπνης γεωργίας, η οποία συμβάλλει στην άρδευση με βάση τις πραγματικές υδατικές απαιτήσεις και τελικά στην αύξηση της παραγωγικότητας.

Εκπαίδευση και ενημερωτικές καμπάνιες για διαμόρφωση νέας κουλτούρας κατανάλωσης ξεκινώντας από τη φετινή σχολική χρονιά με δράσεις σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες.

Δίκαιη τιμολογιακή πολιτική που αποθαρρύνει τη σπατάλη, προστατεύοντας τα ευάλωτα νοικοκυριά.

*Η Δρ. Ελισάβετ Φελώνη είναι υδρολόγος, διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ