Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΕΟ ΔΙΠΟΛΙΣΜΟ

Αναζητώντας τον νέο δικομματισμό
Φωτ. H. Armstrong Roberts/ClassicStock/Getty Images
Η Κεντροαριστερά, πέρα από τον κατακερματισμό της, καλείται να αντιμετωπίσει και την αδιαφορία των ψηφοφόρων, που προφανώς σχετίζεται με την αδυναμία της να καταθέσει μια πειστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Πολλές φορές τα τελευταία 20 χρόνια έχουμε ακούσει να διαπιστώνεται το τέλος της μεταπολίτευσης. Λίγο πριν από το 2000, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος ήταν ο πρώτος που επεσήμανε ότι τα κόμματα έχουν κλείσει τον βιοϊστορικό τους κύκλο. Εν μέρει είχε πιάσει το πνεύμα της νέας εποχής, ωστόσο τα κόμματα αποδείχτηκαν ισχυρότερα από την προφητεία και άντεξαν μερικά χρόνια ακόμη, μέχρι που ήρθε η οικονομική κρίση, και αμέσως μετά τα μνημόνια, και τους έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα. Το πολιτικό σύστημα όπως το ξέραμε τελείωσε. Ο παλιός δικομματισμός της μεταπολίτευσης (ΝΔΠΑΣΟΚ) κατέρρευσε υπό το βάρος της χρεοκοπίας και αναδείχτηκε ένας νέος πόλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, με πρωταγωνιστικό και συνάμα καθοριστικό ρόλο στα χρόνια της κρίσης. Η ΝΔ κατάφερε να κρατήσει τη θέση της στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ όμως ήταν αυτός που πήρε τη θέση του ΠΑΣΟΚ, ως ο άλλος πόλος. Αυτό είχε ως συνέπεια μια νέα διαχωριστική γραμμή, όχι πια ανάμεσα σε δύο παρατάξεις που είχαν ως κορμό την αστική τάξη, αλλά σε μια «συστημική» και μια «αντισυστημική» παράταξη. Η νέα διαχωριστική γραμμή ήταν προϊόν της κρίσης και… σβήστηκε με την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα.

ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΡΟΒΛΕΠΟΥΝ ΟΤΙ Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΤΗ ΝΔ ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ, ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΕΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ, ΘΑ ΠΡΟΚΥΨΕΙ ΑΠΟ ΔΕΞΙΑ.

Σήμερα, 50 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, το πολιτικό σκηνικό μοιάζει να αναζητά μια επανεκκίνηση. Οι τελευταίες εκλογές ανέδειξαν μια ισχυρή παράταξη, την Κεντροδεξιά −τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη− και μια πολυδιασπασμένη Κεντροαριστερά. Λίγους μήνες μετά τις εκλογές τα πράγματα είναι ακόμα πιο συγκεχυμένα σε αυτόν τον πολιτικό χώρο: στα περισσότερα γκάλοπ εμφανίζεται ως δεύτερο κόμμα το ΠΑΣΟΚ, με ποσοστά που παραπέμπουν στην εκλογική επίδοση του 1974, όταν ιδρύθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Εκείνο το ποσοστό (13%), όπως αποκαλύπτει στο τελευταίο του βιβλίο ο Μίμης Ανδρουλάκης, είχε δημιουργήσει σοβαρό προβληματισμό στον Ανδρέα Παπανδρέου για το αν άξιζε να συνεχίσει την προσπάθειά του, γιατί το θεώρησε πολύ μικρό. Σήμερα, ο Νίκος Ανδρουλάκης το θεωρεί δείγμα πολιτικής ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ. Με την πορεία που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ίσως και να είναι. Στη σημερινή Βουλή υπάρχουν τρεις κοινοβουλευτικές ομάδες, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν προκύψει από τις τάξεις του παλιού ΣΥΡΙΖΑ: ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ με αρχηγό τον Στέφανο Κασσελάκη, η Νέα Αριστερά υπό τον Αλέξη Χαρίτση, και η Πλεύση Ελευθερίας υπό τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Εάν προσθέσει κανείς και το Μέρα 25 του Γιάνη Βαρουφάκη, συνειδητοποιεί ότι η λεγόμενη «προοδευτική παράταξη» είναι πλέον κατακερματισμένη. Συμβαίνει όμως και κάτι άλλο, πρωτόγνωρο στα χρονικά της μεταπολίτευσης: το άθροισμα των πολιτικών δυνάμεων που κινούνται από το κέντρο και δεξιότερα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το άθροισμα αυτών που κινούνται από το κέντρο και προς τα αριστερά. Συγκεκριμένα, στις τελευταίες εθνικές εκλογές η ΝΔ πήρε 41% και τα κόμματα που κινούνται στα δεξιά της όλα μαζί έφτασαν περίπου στο 14%. Για πρώτη φορά, λοιπόν, το άθροισμα από το κέντρο και προς τα δεξιά φτάνει το 55%, έναντι 45% που αθροίζουν οι δυνάμεις από το κέντρο και προς τα αριστερά. Συνήθως στη μεταπολίτευση η ισορροπία δυνάμεων είτε προσέγγιζε το 50% – 50% είτε ήταν υπέρ της Κεντροαριστεράς.

Τι σημαίνει αυτό; Σηματοδοτεί μια ιδεολογική μετακίνηση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά ή είναι ζήτημα πολιτικής συγκυρίας; Είναι νωρίς για να απαντήσει κανείς. Κάποιοι βλέπουν μέλλον σε αυτή τη μετακίνηση, φτάνουν μάλιστα στο σημείο να προβλέπουν ότι η αντιπολίτευση στη ΝΔ του Μητσοτάκη, που έχει μετακινηθεί ιδεολογικά προς το Κέντρο, θα προκύψει από δεξιά.

Για να κάνει όμως κανείς μια σοβαρή εκτίμηση σε σχέση με το νέο πολιτικό σκηνικό, θα πρέπει να λάβει υπόψη και το μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων που επιλέγουν την αποχή. Αυτό το ποσοστό, που στις τελευταίες εκλογές υπερέβη το 47%,είναι κρίσιμο στην αναζήτηση ενός δεύτερου ισχυρού πόλου. Όσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης αδυνατούν να απευθυνθούν πειστικά σε αυτό το μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων που απέχουν, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει ο σημερινός συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων, πόσω μάλλον να ανατραπεί. Η Κεντροαριστερά, λοιπόν, πέρα από τον κατακερματισμό της, καλείται να αντιμετωπίσει και την αδιαφορία των ψηφοφόρων, που προφανώς σχετίζεται με την αδυναμία της να καταθέσει μια πειστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Εκεί θα κριθεί η δυνατότητά της να διεκδικήσει ξανά με αξιώσεις τον ρόλο της ως κυβερνητική παράταξη.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ