Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΑΠΟ ΤΗΝ «ΕΛΛΑ-ΤΟΥΡΚ» ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΓΗ

Από την «ΕΛΛΑ-ΤΟΥΡΚ» στη συζήτηση για τη Χάγη
Με αφορμή την επίσκεψη του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στην Αθήνα, η στήλη «Από το αρχείο» επιχειρεί να καταγράψει διαφορετικές στιγμές της ιστορίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, έτσι όπως αυτές αποτυπώθηκαν στις σελίδες της Οικονομικής Επιθεώρησης.

«Μετά πάσης επισημότητος ετελέθησαν την 29ην Οκτωβρίου, εις τα Γραφεία αυτής, οδός Ομήρου 11, τα εγκαίνια της ανωνύμου ελληνοτουρκικής εταιρείας Γενικού Εμπορίου και Αντιπροσωπειών ΕΛΛΑ-ΤΟΥΡΚ» αναφέρει άρθρο της Βιομηχανικής Επιθεώρησης από το μακρινό 1938. Ήταν η περίοδος μετά το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934, που επιστέγασε την προσέγγιση Βενιζέλου – Κεμάλ. Όπως σημειώνει ο πρόεδρος της εταιρείας κ. Α. Μπακάλμπασης «αι υφιστάμεναι μεταξύ των Βαλκανικών Κρατών διμερείς εμπορικαί συμβάσεις, βελτιούμεναι, θα διευκολύνουν το Βαλκανικόν εμπόριον και θα βελτιώσουν, έστω και προσωρινώς, το παθητκό εμπορικόν ισοζύγιον αυτών, έναντι εξωβαλκανικών τυχόν κρατών». Γι’ αυτό και «χαιρετίζομεν με ανυπόκριτον χαράν τας αρξαμένας διαπραγματεύσεις δια την προσαρμογήν της εν ισχύι ελληνο-τουρκικής εμπορικής συμβάσεως».

Πριν την εισβολή στην Κύπρο

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1941, η Τουρκία θα είναι η πρώτη χώρα που θα στείλει ανθρωπιστική βοήθεια στην Ελλάδα, για να ανακουφίσει τον μεγάλο λιμό στην Αθήνα. Το κλίμα θα αλλάξει άρδην τη δεκαετία του ’50, με αιχμή το Κυπριακό. Η Άγκυρα, επικαλούμενη διακρίσεις εις βάρος των Τουρκοκυπρίων, ενορχηστρώνει το πογκρόμ της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955. Το τεύχος της ΒΕ τον επόμενο μήνα αναφέρει «εξαντλήσαμεν όλα τα όρια της ενδοτικότητος και της ανοχής, μέχρι προκλήσεως μάλιστα του λαϊκού αισθήματος, εις την υπόθεσιν των τουρκικών βαρβαροτήτων αι οποίαι εκορυφώθησαν με τα αίσχη της 6ης Σεπτεμβρίου». Θέτει, δε, ως μοναδική προϋπόθεση για να αποκατασταθούν οι σχέσεις, «να παύση καθ’ οιονδήποτε τρόπον η Τουρκία παριστάνουσα την συνενδιαφερόμενην δια την Κύπρον».

ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1998, ΜΕΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΑ ΙΜΙΑ, Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΘΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΝΤΑΒΟΣ, ΑΠΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ. ΑΦΟΥ ΧΡΕΩΝΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΩΣ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΚΑΤΑ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’80, ΕΚΤΙΜΑ: «ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΔΕΝ ΤΟ ΑΝΤΕΧΕ ΠΛΕΟΝ ΝΑ ΤΗΡΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΣΕ ΥΨΗΛΟ ΕΠΙΠΕΔΟ. ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΝΤΑΒΟΣ – ΟΠΟΥ ΟΜΩΣ ΕΠΗΓΕ ΑΝΕΤΟΙΜΟΣ. ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΥΠΕΣΤΗ ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ ΚΑΙ ΖΗΜΙΩΣΕ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ».

Δυστυχώς αυτό δεν συνέβη, με την ένταση να κλιμακώνεται τη δεκαετία που ακολούθησε. Τον Ιανουάριο του 1966 η ΒΕ προβλέπει για το νέο έτος στην Κύπρο «πολιτική ανωμαλία, αβεβαιότης, οικονομικά προβλήματα». Τον Μάρτιο του 1971 επανέρχεται με το άρθρο «Κύπρος: πρόοδος και δυσχέρειαι», εντοπίζοντας ως βασική πλουτοπαραγωγική πηγή του νησιού τον τουρισμό. Προφητικά εστιάζει στον σημαντικό στρατηγικό ρόλο» του νησιού, που «τον οφείλει κυρίως στη γεωγραφική της θέση» και έχει ως συνέπεια να την «έχουν κατακτήσει οι Φοίνικες, οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσαι, οι Ρωμαίοι και οι Ενετοί». Το 1974 θα ακολουθήσουν οι Τούρκοι. Ένα χρόνο αργότερα, η ΒΕ επιχειρεί οδοιπορικό και σε δύο συνέχειες, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, μεταφέρει «μηνύματα από την Κύπρον μας» και σκιαγραφεί την κατάσταση της οικονομίας μετά την εισβολή.

Οι δεκαετίες του ’80 και του ’90

Θα ακολουθήσει μια δεκαετία με παγωμένες σχέσεις , η κρίση του Σισμίκ το 1987 και μετά η προσέγγιση Οζάλ – Παπανδρέου, στο Νταβός. Τον Ιανουάριο του 1998, μετά και την κρίση στα Ίμια, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα μιλήσει στο περιοδικό για το Νταβός, αποκαλώντας το πανωλεθρία. Αφού χρεώνει στον Ανδρέα Παπανδρέου ως εσφαλμένη πολιτική την άρνηση διαλόγου κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, εκτιμά: «Κάποια στιγμή δεν το άντεχε πλέον να τηρεί αυτή τη θέση και ξεκίνησε κινήσεις διαλόγου σε υψηλό επίπεδο. Αυτό ήταν το Νταβός – όπου όμως επήγε ανέτοιμος. Γι’ αυτό και υπέστη πανωλεθρία και ζημίωσε τα ελληνικά συμφέροντα».

Υποστηρίζει ότι συντάκτης του κοινού ανακοινωθέντος ήταν ο Μεσούτ Γιλμάζ, ο οποίος το παραδέχθηκε στον Μητσοτάκη λέγοντας «αφού το προσυπέγραψε ο Παπανδρέου τι να κάνω;». Χρεώνει απροθυμία του Παπανδρέου για διάλογο και κατά τη δεύτερη θητεία του και σε αυτό αποδίδει την κρίση των Ιμίων.

Τον Δεκέμβριο του 1996, αν και δεν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος από το βράδυ της 30ής Ιανουαρίου και την αποφυγή του ελληνοτουρκικού πολέμου στο παρά πέντε με παρέμβαση των ΗΠΑ, ο τότε Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, Τόμας Νάιλς, μιλώντας στη ΒΕ αποφεύγει να αναφερθεί στα Ίμια, αλλά παραδέχεται ότι «αναμειγνυόμαστε και στην Κύπρο και, βεβαίως, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κατά κάποια έννοια, επειδή οι εμπλεκόμενες χώρες επιθυμούν την ανάμειξή μας». Επισημαίνει, όμως, πως «σε αυτή τη διαδικασία ούτε η Ελλάδα, ούτε η Τουρκία θα μείνουν πλήρως ικανοποιημένες με τον ρόλο των ΗΠΑ, που θα πρέπει να έχουν στραμμένο το βλέμμα προς τους μακροπρόθεσμους αντικειμενικούς σκοπούς στην περιοχή: δηλαδή την προαγωγή της σταθερότητας και της ειρήνης».

Μετά τη διπλωματία των σεισμών

Η επόμενη προσέγγιση Ελλάδας – Τουρκίας θα έρθει με αφορμή τους σεισμούς στις δύο χώρες, το φθινόπωρο του 1999. Μερικά χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2007, ο τότε Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, Τσαρλς Ρις, «καλωσορίζει την πολύ σημαντική βελτίωση που έχει υπάρξει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ήδη από το 1999 και την εποχή της “διπλωματίας των σεισμών”». Προσθέτει ότι οι ΗΠΑ συμμερίζονται «με την Ελλάδα τη στρατηγική αντίληψη ότι μια Τουρκία προσανατολισμένη προς πλήρη συμμετοχή στην ΕΕ αποτελεί θετική προοπτική» και ότι «η ελληνική πολιτική σ’ αυτό το θέμα βλέπει μακριά».

Παρόμοια άποψη είχε καταθέσει λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Μάρτιο του 2005, ο καθηγητής και τότε πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Λουκάς Τσούκαλης: «Η Ελλάδα μετά το 1999 αποφάσισε ότι τη συμφέρει η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, αφήνοντας τους Ευρωπαίους εταίρους να αποφασίσουν οι ίδιοι εάν θέλουν ή όχι την Τουρκία στην ΕΕ. Επιπλέον, αποφάσισε ότι προτιμά μια Τουρκία που προσπαθεί να ενσωματωθεί στην ΕΕ, που προσπαθεί να γίνει πιο δημοκρατική, που σέβεται κανόνες διεθνούς δικαίου, που δίνει ευρωπαϊκές “εξετάσεις”».

ΘΕΡΜΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΗΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ, Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ ΜΕ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟ 2017, ΑΝΑΡΩΤΙΟΤΑΝ ΕΑΝ Η «ΕΕ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙ ΤΟΝ “ΑΡΡΑΒΩΝΑ” ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ». ΑΦΟΥ ΕΠΙΚΡΙΝΕΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΕΛΣΙΝΚΙ, ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ «ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ» ΑΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΧΕΤΑΙ ΟΤΙ «Η ΕΝΤΑΞΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΘΕΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΧΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΥΟΝ», ΚΑΘΩΣ «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΥΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ».

Τις εξετάσεις αυτές τελικά τις εγκατέλειψε η Τουρκία, με την αλλαγή στάσης του Ταγίπ Ερντογάν. Θερμός υποστηρικτής της στρατηγικής της προσέγγισης, ο Κώστας Σημίτης με άρθρο του στην Οικονομική Επιθεώρηση, τον Νοέμβριο του 2017, αναρωτιόταν εάν η «ΕΕ αναιρέσει τον “αρραβώνα” της με την Τουρκία». Αφού επικρίνει τον τρόπο που διαχειρίστηκαν οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή τη συμφωνία του Ελσίνκι, επισημαίνει ότι «το θέμα της ευρωτουρκικής πορείας αναμφίβολα αποτελεί μια διάσταση της γενικότερης συζήτησης» αν και παραδέχεται ότι «η ένταξη είναι ένα μεγάλο θέμα και σήμερα όχι το πρωτεύον», καθώς «δεν είναι δυνατή υπό τις σημερινές συνθήκες». Καλεί την ΕΕ «να δείξει επιμονή, να απαντήσει αποτελεσματικά σε τουρκικούς αντιπερισπασμούς στο προσφυγικό και να διαμορφώσει ένα ευρύτερο σχέδιο, ώστε η τουρκική ηγεσία να κατανοήσει ότι η συζήτηση δεν αφορά τις τρέχουσες αντιδικίες, αλλά μια μελλοντική, χρήσιμη σε όλους, συνεργασία».

«Το ότι συνομιλώ δεν σημαίνει ότι παραδίδομαι», επισημαίνει από την πλευρά της η Ντόρα Μπακογιάννη. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό τον Αύγουστο του 2020 περιγράφει τρεις άξονες στους οποίους θα πρέπει να κινείται μια συνολική συμφωνία της Ευρώπης με την Τουρκία: τον οικονομικό (τελωνειακή ένωση, οικονομική συνεργασία ΕΕ-Τουρκίας κ.τ.λ.), εκείνον που έχει να κάνει με το προσφυγικό και το νομικό κομμάτι των σχέσεων. «Πρέπει να καθοριστούν οι κανόνες του παιχνιδιού. Η Ευρώπη έχει σύνορα, και έχει υποχρέωση να τα προστατεύσει. Οι δε κανόνες του παιχνιδιού δεν χρειάζεται να εφευρεθούν σήμερα. Είναι οι βασικοί κανόνες του διεθνούς δικαίου, τους οποίους αποδέχονται όλοι».

Επισημαίνει ότι «αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο πολιτικές πραγματικότητες: Η πρώτη είναι ότι οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις πρέπει να έχουν ενιαία γραμμή» και η δεύτερη ότι «αυτά που μπορείς να συμφωνήσεις θα τα συμφωνήσεις και τα υπόλοιπα θα επιλέξεις να τα αποφασίσει η Χάγη». Και καταλήγει: «Δεν έχω ακούσει κανέναν να μου φέρει εναλλακτική πρόταση. Ωραία αρνούμαστε – την επόμενη ημέρα τι θα γίνει;».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ