Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ; Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ

Από την νομοθέτηση έως την δικαστική πρακτική; Η σύγχρονη ελληνική πρόκληση
Φωτ. Andreas Fischinger / Unsplash
«Μόνον όταν οι πολίτες διαπιστώνουν ότι τα νομοθετικά κείμενα εφαρμόζονται στην πράξη, μόνον τότε θα πάψουν να δυσπιστούν».

Μιλώντας στα πλαίσια Φορολογικού Συνεδρίου, ο νέος πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος είπε αρκετά πράγματα που κράτησαν την δημόσια προσοχή, όπως το «ο ρόλος μας δεν είναι να είμαστε αρεστοί εδώ και τώρα». Ή πάλι η αναφορά του στην συνευθύνη των συλλειτουργών της Δικαιοσύνης (ευγενικός τρόπος για να αναφερθεί και στους δικαστές αλλά και στους δικηγόρους) για τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Από την άλλη, μιλώντας σε ειδικό κοινό (διοργάνωση της Νομικής Βιβλιοθήκης γαρ), ο Μ. Πικραμένος αναφέρθηκε στις «καθυστερήσεις που αμαυρώνουν την σημαντική δουλειά που γίνεται και καθιστούν λιγότερο ορατές τις πολύτιμες αποφάσεις που εκδίδονται». 

Θαρρούμε ότι υπάρχουν τουλάχιστον άλλα δυο σημεία της εισήγησής του που αξίζει να συγκρατηθούν: το ένα είναι ότι «οι κανόνες δικαίου δεν λένε πάντα την αλήθεια [καθώς] συχνά θεσπίζονται πράγματα που τελικά δεν εφαρμόζονται ή παρακάμπτονται»: αυτό, όσο γίνεται – και… γίνεται! – αισθητό από τον μέσο πολίτη υπονομεύει την ίδια την λειτουργία του νόμου. Το άλλο αφορά τον ρόλο των εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, με αφορμή την ανακοίνωση ότι αλγόριθμος πλέον θα ορίζει τον εισηγητή επιθέσεων στο ΣτΕ: πέρα από τα θετικά σχόλια αυτής καθεαυτής της οργανωτικής απόφασης , ο Μιχ. Πικραμένος είπε και κάτι πιο μακροπρόθεσμο, ότι «ο δικαστής παραμένει εκείνος που καθορίζει το εύρος αυτών των εργαλείων στην δουλειά του». Άρα, ας ξεφοβίζει η τεχνητή νοημοσύνη, αλλ’ ας συναισθάνεται και την ευθύνη ο χρήστης.

Αυτού του είδους οι τοποθετήσεις από την κορυφή της Δικαιοσύνης ηχούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο, απ’ ό,τι π.χ. η αναφορά – από την κορυφή του άλλου κλάδου της Δικαιοσύνης, τον Άρειο Πάγο – στο διαβόητο «αναντίλεκτο» των συμπερασμάτων που οδήγησαν στην αρχειοθέτηση της υπόθεσης των υποκλοπών (μαζί και με την «απαρέγκλιτη τήρηση της διαδικασίας» που ακολούθησε εν προκειμένω η Εισαγγελέας του ΕΥΠ, διαδικασίας που «δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας για τις διατάξεις παρακολούθησης».  Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι άλλο το ένα περιβάλλον, άλλο το άλλο: όμως η Δικαιοσύνη από την κοινή γνώμη προσλαμβάνεται ενιαία…

Με αυτή την τοποθέτηση Μιχ. Πικραμένου ως φόντο, θυμόμασταν παλιότερα παρόμοιες ανησυχίες που εξέφραζε στα πλαίσια της «Κίνησης Πολιτών για μια ανοιχτή κοινωνία» του Θόδωρου Παπαλεξόπουλου ο Στέφανος Ματθίας (Πρόεδρος Αρείου Πάγου 1996-2022) , που είχε κάνει καμπάνια για αποκατάσταση του ουσιαστικού σεβασμού προς την Δικαιοσύνη δια της διεκδίκησης του αυτοσεβασμού της. Είχε λοιπόν τώρα-τώρα ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την τοποθέτηση της Ελένης Ξανθάκη (μέλους της Επιτροπής Νομοπαρασκευαστικής Διαδικασίας στην Προεδρία της Κυβέρνησης, Καθηγήτρια όμως Νομικής στο UCL όπου διδάσκει την σωστή νομοθέτηση άρα με την διεθνή πρακτική στο ραντάρ της) σχετικά με το άλλο μείζον ζήτημα: το ζήτημα της ποιότητας του νομοθετικού έργου. Που και αυτό μιας και αναφερθήκαμε στην Κίνηση Πολιτών, τον Στέφανο Ματθία και τον Θόδωρο Παπαλεξόπουλο, είχε αναδειχθεί ως βασικό αγκάθι στην πραγματικότητα της πολυνομίας/κακονομίας.

Ως εκ της θέσεώς της, η Ελένη Ξανθάκη δεν θα μπορούσε παρά να υπερασπιστεί τον ρόλο του Επιτελικού Κράτους (το οποίο γιόρτασε τα 5 χρόνια του ως «φιλοδοξία και έμπνευση») στην αντιμετώπιση των κυριότερων προβλημάτων της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας στην Ελληνική μας πραγματικότητα. Μιλώντας στον Γιώργο Γούλα του NBDaily, αναφέρθηκε στο «επάγγελμα του νομοτέχνη ως ειδικού κλάδου των επιτελικών στελεχών του Δημοσίου» αναγνωρίζοντας όμως παρευθύς ότι «οι νομοτέχνες εισπράττουν μικρότερη [κοινωνική] εκτίμηση για το έργο τους» – και τούτο γιατί; Επειδή, όσοι στέκονταν έως τώρα στην νομοθέτηση «ακολουθούσαν την συχνά λαθεμένη πεπατημένη, επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε λέξεις και εκφράσεις, αντί να εστιάζουν στην αποτελεσματικότητα των νομοσχεδίων». Αποτέλεσμα «Η ταυτοποίηση της σχέσης εμπιστοσύνης πολίτη-Κράτους με την κακή νομοθέτηση…»

Αντλώντας όμως από την διεθνή εμπειρία της, η Ελένη Ξανθάκη δεν διστάζει να καταγράψει και ότι «ζούμε σε μια εποχή παγκόσμιας αμφισβήτησης της εξουσίας και, ως εκ τούτου της νομοθεσίας». Πράγμα που σημαίνει ότι «υπάρχει δυσπιστία και αρνητική στάση απέναντι στην νομοθεσία: η νομοθεσία δεν είναι πλέον ιερό κείμενο, ούτε προκαλεί δέος στους πολίτες απλώς με την ύπαρξή της».

Μόνον όταν οι πολίτες διαπιστώνουν ότι τα νομοθετικά κείμενα εφαρμόζονται στην πράξη, μόνον τότε θα πάψουν να δυσπιστούν. Και – ακόμη περισσότερο – «θα πειστούν ότι νομοθέτηση επιβάλλεται μόνον εκεί που υπάρχει ανάγκη». Πράγμα που ασφαλώς δεν είναι συμβατό με την εθνική πρακτική της νομοθέτησης δια τροπολογιών – την γενική Ελληνική νομοθετική νοοτροπία «που παραμένει προσκολλημένη στην χρήση του νόμου ως πανάκεια για κάθε πιθανό πρόβλημα».

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ