ΑΣ ΚΡΑΤΗΣΟΥΝ ΟΙ ΧΟΡΟΙ
- 22.10.25 09:16
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο τραγουδοποιός που για περισσότερες από έξι δεκαετίες έγινε, είτε το ήθελε είτε όχι, η φωνή μιας Ελλάδας που αναζητά τον εαυτό της, πέθανε την Τρίτη σε ηλικία 81 ετών, ή έτσι τουλάχιστον νομίζουν όσοι αγνοούν πως είναι αθάνατος.
Για τις γενιές που μεγάλωσαν μαζί του, υπήρξε κάτι περισσότερο από ακόμη ένας σημαντικός καλλιτέχνης, υπάρχουν άλλωστε τόσοι πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες εκεί έξω – ο Σαββόπουλος όμως ήταν ένας πασιφιστής στοχαστής με συνοδεία ορχήστρας, ένας αυτοδίδακτος ιστορικός ψυχαναλυόμενος επί σκηνής, που με το μουσικό χάρισμα και τη στιχουργική του φαντασία, μπόλιασε στον ελληνικό ήχο τη ροκ επανάσταση των 60s.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβριο 1944, επιχείρησε να σπουδάσει Νομική στη Θεσσαλονίκη, αλλά σύντομα κατέβηκε στην Αθήνα και εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο τολμώντας να ακολουθήσει στο «άγνωστο» τη μουσική. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι πρώτες του ηχογραφήσεις και η παρουσία του στις μπουάτ τον έκαναν αγαπητό στους φοιτητικούς κύκλους που διέδιδαν τα τραγούδια του στις κυριακάτικες εκδρομές.
Ο ΙΣΚΙΟΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΠΟΙ
Διαβάζοντας τη βιογραφία του Διονύση Σαββόπουλου, ορισμένοι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι.
Το 1966 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ, Το Φορτηγό, μια «αποκάλυψη» με επιρροές από ρεμπέτικο αλλά και… μπλουζ, ενώ μέσα στη Χούντα θα φυλακιζόταν για τις πεποιθήσεις του, παρότι οι αμφίσημοι στίχοι του συχνά περνούσαν κάτω από το ραντάρ της λογοκρισίας χωρίς να την υπηρετούν.
«Όταν φυσάει νοτιάς και έχει υγρασία, πονάνε τα πέλματά μου. Αυτό μου έμεινε από την ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Εγώ το πονάω εκείνο το παιδί στη Μπουμπουλίνας, αλλά μέσα σε εκείνο τον ζόφο μπορούσε και έγραφε τραγούδια στο μυαλό του. Τη “Θεία Μάνου”, τη “Θαλασσογραφία”, τη “Δημοσθένους λέξη” κ.ά. Βγήκαν όλα μετά, στο “Περιβόλι του Τρελού”. Φίλος δημοσιογράφος μού λέει, ολόκληρο long play φτιάξατε η Ασφάλεια κι εσύ!», είχε δηλώσει σε περσινή συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή»
Τα τραγούδια που ακολούθησαν, από «Το Περιβόλι του Τρελλού» έως το «Βρώμικο Ψωμί» – ακούγονταν «καθέτως» στις γειτονιές ανεξαρτήτως τάξεως, καθώς η μουσική του συνομιλούσε με παλαιότερους και συγκαιρινούς του – από τις οικείες συνθέσεις των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη μέχρι την σκωπτική ειρωνεία του Frank Zappa πέρα από τα σύνορα.
«Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: ο τύπος με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες» θα έγραφε στην αυτοβιογραφία του που πρόλαβε να εκδώσει λίγους μήνες πριν τον θάνατό του.
Κατά τη Μεταπολίτευση ο Σαββόπουλος έγινε σημείο αναφοράς, έβγαλε τα «Τραπεζάκια έξω» και τραγούδησε το εμβληματικό «Ας κρατήσουν οι χοροί», έναν ύμνο για τις παρέες, τη χαρά και την αντοχή. Είχε προηγηθεί το 1975 το ιστορικό «Σαν τον Καραγκιόζη» ενώ τη σεζόν 1986-1987 παρουσίασε τηλεοπτική εκπομπή με τίτλο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» δοκιμάζοντας αυτοσχεδιασμούς, παρουσιάζοντας νέους και καθιερωμένους καλλιτέχνες και παίζοντας απενοχοποιημένα με τα συντηρητικά όρια της εποχής.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο «Νιόνιος» δεν σταμάτησε να δοκιμάζει και να προκαλεί, ούτε δίστασε να τα βάλει με παλιούς συντρόφους του, δίνοντας την εντύπωση πως πάντα έλεγε με συνέπεια αυτό που σκεφτόταν χωρίς υπεκφυγές. Φιλοσοφώντας για τις δεκαετίες που μεσολάβησαν, τον ακούσαμε τρυφερά συμφιλιωμένο στον «Χρονοποιό», παραμονές της νέας χιλιετίας, να τραγουδά μελωδικά για τους νέους γονείς, αλλά και να μελαγχολεί κιθαρωδώντας για την «κοινή μας τελική ανωνυμία».
«Έφυγε» όρθιος, έχοντας δώσει συναυλία φέτος το καλοκαίρι στο Rockwave. «Το ευχαριστήθηκα πολύ στο ROCKWAVE του Βορρά στην Θεσσαλονίκη. Η ορχήστρα πετούσε σπίθες. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε. Αριστερά ήταν το Δίον, δεξιά η Βεργίνα, μπροστά το μαγικό βουνό. Στην κοιλάδα της Πύδνας παίξαμε. Με κάνατε να ξανανιώσω. Χίλια ευχαριστώ! Να είναι πάντα χρυσά τα καλοκαίρια σας».
Στο βιβλίο του, στις τελευταίες σελίδες, ευχαριστούσε ονομαστικά όλους τους μουσικούς, τους στιχουργούς και τους οικείους του με τη σειρά, όπως συνήθιζε να κάνει πάντα και στις συναυλίες τους για όσους έπαιζαν μαζί του στα τύμπανα, τα πνευστά και τα βιολιά, στα υπαίθρια θεατράκια του Παπάγου, ανάμεσα σε δέντρα και αηδόνια, αλλά και στις αίθουσες των ψηλοτάβανων Μεγάρων Μουσικής.
Θα καθυστερήσει σίγουρα μερικούς αιώνες η τελική ανωνυμία του.