Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΣΚΙΑΓΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Εκλογικό σύστημα και σκιαγμένοι πολιτικοί
Φωτ. Bertelli Fotografia / Unsplash
Καθώς μια από τις λιγοστές πολιτικά σοφές συνταγματικές πρόνοιες της Μεταπολίτευσης θέλει έναν ψηφιζόμενο εκλογικό νόμο να ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές (πλην αν «πιάσει» τις 200 έδρες), η όποια επιδέξια αλλαγή απλώς θα βαθύνει την προοπτική τρίδιπλων εκλογών, θα τρικλοποδιάσει το ενδεχόμενο αναζήτησης μορφών συγκυβέρνησης.

Αν πάει κανείς πίσω, στα ταραγμένα και έντονα πολιτικά χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ΄90, θα βρει χρήσιμα διδάγματα για την συζήτηση που τρέχει αυτόν τον καιρό για αλλαγή του εκλογικού νόμου – όσο κι αν ο κατεξοχήν αρμόδιος, ο πρωθυπουργός έχει διαψεύσει επανειλημμένα κάθε τέτοια πρόθεση.

Θυμίζουμε: μετά τις τριπλές εκλογές του 1989-1990-1990 βάσει του «νόμου Κουτσόγιωργα» που δυσχέρανε σχηματισμό κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ακόμη και με 46,89% της ΝΔ στις κάλπες, διαμορφώθηκε «νόμος Κούβελα», ακριβώς προκειμένου να αφοπλισθεί η θεωρούμενη  νάρκη της απλής (σχεδόν) αναλογικής. Όταν όμως πλησίαζε – το 1993, πλέον – εκ νέου η κάλπη και φαινόταν ολική επαναφορά του ΠΑΣΟΚ, ο ίδιος ο Σωτήρης Κούβελας (πολιτικός της παλαιάς σχολής…) είπε στον Μητσοτάκη «να του πάρει το κεφάλι» – ήταν η διατύπωση που κυκλοφόρησε – αλλά να αλλάξει τον εκλογικό νόμο. Ο οποίος κινδύνευε να εκδικηθεί την ΝΔ που τον είχε ψηφίσει.

Ο Μητσοτάκης – Κωνσταντίνος, ξαναθυμίζουμε – είχε τότε απορρίψει το ενδεχόμενο. Και είχε εξηγήσει σε περισσότερους (όχι δε μόνον φίλιους) παρατηρητές ότι η αλλαγή εκλογικού νόμου υπό συνθήκες διαφαινόμενης αδυναμίας και με άγχος αρπαγής εδρών θα έδειχνε «σκιαγμένο πολιτικό». Θεωρούσε, και το διεκήρυσσε, ότι μπορεί μεν ο Έλληνας ψηφοφόρος να ελκύεται από τους πολιτικούς του δήθεν – τους δήθεν κοινωνικούς, τους δήθεν λαϊκότροπους, τους δήθεν εθνικόφρονες (διαφανείς οι αναφορές για όποιον θυμάται την εποχή…) – όμως τον σκιαγμένο πολιτικό με τίποτε δεν τον υπολήπτεται. Τελικώς ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν έχασε την εξουσία τόσο από το όποιο εκλογικό σύστημα, όσο από τον Αντώνη Σαμαρά και την ψήφο Συμπιλίδη. Όμως η στάση – και η αιτιολόγησή της – έχει γράψει σε όσους την παρακολούθησαν.

Προσγείωση στο τώρα: Άνθισαν οι φήμες, πύκνωσαν οι αναλύσεις για αλλαγή του εκλογικού συστήματος «στο νήμα» (καλά, όχι ακριβώς: το αντανακλαστικό αυτοσυντήρησης κάνει κυβερνήσεις κλονιζόμενες, αλλά και βουλευτές αμφιβάλλοντες για την έδρα τους να σπρώχνουν την ώρα της κάλπης όσο τραβάει μακρύτερα…) όσο πλησιάζει η ΔΕΘ και η επιστροφή της πολιτικής στο προσκήνιο αλλά και οι διαρροές για το «μενού Μητσοτάκη» στην ως άνω ΔΕΘ. Πύκνωσαν μάλιστα και οι συζητήσεις για τις ποικίλες πατέντες για την (αγχώδη) διατήρηση όρθιου του τοτέμ της αυτοδυναμίας: μια με την εξάρτηση του μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα από την διαφορά του από το δεύτερο, ακόμη περισσότερο με την δυσχέρανση εισόδου κομμάτων στην Βουλή (με το ελάχιστο 3% να απειλείται να γίνει 5% – όλο και κάποιος θα θυμίσει ότι στην Τουρκία ισχύει … 10% ως όριο εισόδου), ώστε η παραμονή ανεκπροσώπητου μεγάλου ποσοστού ψήφων να χαμηλώνει τον πήχυ της αυτοδυναμίας.

Καθώς μια από τις λιγοστές πολιτικά σοφές συνταγματικές/αναθεωρητικές πρόνοιες της Μεταπολίτευσης θέλει έναν ψηφιζόμενο εκλογικό νόμο να ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές (πλην αν «πιάσει» τις 200 έδρες, πράγμα αδιανόητο για την μεταπολιτευτική πολιτική πρακτική), η όποια επιδέξια αλλαγή του εκλογικού νόμου απλώς θα βαθύνει την προοπτική τρίδιπλων εκλογών, θα τρικλοποδιάσει το ενδεχόμενο αναζήτησης μορφών συγκυβέρνησης – τα γνωστά.

Πλην όμως η αίσθηση της αλλαγής εκλογικού συστήματος υπό πίεση – η εικόνα του σκιαγμένου πολιτικού – κινδυνεύει να κάνει πολύ επίκαιρη την πολιτική εκτίμηση Μητσοτάκη. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

 Θα έχει ενδιαφέρον και υπ’ αυτό το πρίσμα η παρακολούθηση των επομένων εβδομάδων: και τότε η αυτοδυναμία ήταν το ζητούμενο, τα χρόνια του πλήρους δικομματισμού βέβαια .όμως τώρα η τοτεμική προσκύνηση της αυτοδυναμίας και η όξυνση των παθών έχει οδηγήσει τις διεργασίες σε άλλη πίστα. Και τις αντοχές των πρωταγωνιστών – Κυριάκου Μητσοτάκη, κυρίως – στο όριο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ