ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
- 15.09.25 10:26

Η αιματηρή εξέγερση στο Νεπάλ, με 72 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες, έπειτα από την απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει την πρόσβαση σε 26 πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης είναι η πιο πρόσφατη, και ίσως πιο χαρακτηριστική ένδειξη, ότι ο ψηφιακός κόσμος εξελίσσεται πλέον σε νέο πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε δομές κρατικής εξουσίας και πολίτες. Όταν η φωνή φιμώνεται στο διαδίκτυο, η οργή μεταφέρεται στους δρόμους. Και σε καθεστώτα με αυταρχικές τάσεις, εύθραυστη οικονομία και βαθιές κοινωνικές ανισότητες, αυτή η θυμική συσσώρευση μπορεί να γίνει η σπίθα που πυροδοτεί την αποσταθεροποίηση.
Όταν η κυβέρνηση του Νεπάλ ανακοίνωσε την απαγόρευση πρόσβασης σε δημοφιλείς πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, μεταξύ των οποίων το Facebook και το Χ, λόγω της μη συμμόρφωσής τους με την υποχρέωση εγγραφής στο Υπουργείο Επικοινωνιών και Τεχνολογίας Πληροφορικής της χώρας, παρότι η απαγόρευση δεν διήρκεσε πολύ, ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει μαζικές κινητοποιήσεις: χιλιάδες νέοι ξεχύθηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας, εκφράζοντας την οργή τους απέναντι στην κυβερνητική καταστολή.
Οι διαδηλώσεις εξελίχθηκαν σε αιματηρές συγκρούσεις, με την αστυνομία να κάνει εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων και σφαιρών καουτσούκ, προσπαθώντας να αποτρέψει την είσοδο διαδηλωτών στο κοινοβούλιο. Η κατάσταση κορυφώθηκε όταν ο πρωθυπουργός Κ.Π. Σάρμα Όλι υπέβαλε την παραίτησή του, κυβερνητικά κτίρια –συμπεριλαμβανομένου του κοινοβουλίου– παραδόθηκαν στις φλόγες, και κατέβηκε ο στρατός για να επαναφέρει την τάξη σε ένα πλέον ακυβέρνητο κράτος. Επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας, το διεθνές αεροδρόμιο της χώρας έκλεισε, και ένα γενικευμένο χάος επικράτησε σε ολόκληρη τη χώρα.
Καταγγέλλοντας την ανισότητα
Στο περιθώριο αυτών των αναταραχών, η στάση της νεολαίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η νέα γενιά στο Νεπάλ είναι έντονα ενεργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χρησιμοποιώντας τα συχνά ως εργαλείο διαμαρτυρίας και αντίστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η καμπάνια #nepokid, η οποία κατήγγειλε τον προκλητικό τρόπο ζωής των παιδιών πολιτικών, φέρνοντας στο προσκήνιο ζητήματα διαφθοράς και κοινωνικής ανισότητας.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, υπερασπίστηκε (στην αρχή τουλάχιστον) την απαγόρευση, επικαλούμενη την ανάγκη αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης, της ρητορικής μίσους και της διαδικτυακής απάτης. Δεν είναι η πρώτη φορά που προχωρά σε τέτοιες ενέργειες· μόλις δύο χρόνια πριν, είχε απαγορεύσει τη λειτουργία του TikTok, με την άρση της απαγόρευσης να έρχεται περίπου έναν χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 2024.
Για να κατανοήσουμε πλήρως το πλαίσιο, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες του πολιτικού σκηνικού. Τον Ιούλιο του 2024, ο Όλι ανέλαβε για τέταρτη φορά καθήκοντα πρωθυπουργού -ως ο 14ος στη σειρά- μετά την κατάργηση της μοναρχίας το 2008. Τα πρόσφατα γεγονότα οδήγησαν στην παραίτηση δύο υπουργών, οι οποίοι επικαλέστηκαν ηθικούς λόγους για την αποχώρησή τους. Εν μέσω του χάους, η σύζυγος ενός πρώην αξιωματούχου κάηκε ζωντανή όταν το σπίτι της πυρπολήθηκε και δεν κατάφερε να διαφύγει.
Η κρίση αυτή επαναφέρει ένα καίριο ερώτημα: Πώς διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή σε μια εποχή όπου η δημόσια σφαίρα έχει μεταφερθεί στο διαδίκτυο;
Η νέα «δημόσια σφαίρα» και ο φόβος της εξουσίας
Παρά τη σκοτεινή τους πλευρά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναδιαμορφώσει τη δημόσια σφαίρα του 21ου αιώνα. Ο πολιτικός και κοινωνικός διάλογος έχει μεταφερθεί από τις πλατείες και τα έντυπα, στην οθόνη ενός smartphone.
Ο γερμανός διανοούμενος Γιούργκεν Χάμπερμας που θεμελίωσε θεωρητικά την έννοια της δημόσιας σφαίρας, την περιέγραψε ως χώρο ελεύθερης κριτικής σκέψης και δημόσιου λόγου, θεμελιώδη για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Παράλληλα, όμως, επισήμανε την παρακμή της, κυρίως λόγω της εμπορευματοποίησης από τα ΜΜΕ. Σήμερα, η δημόσια σφαίρα έχει μεταβεί στο ψηφιακό πεδίο. Ένα πεδίο που προσφέρει τεράστιες δυνατότητες έκφρασης, αλλά και σημαντικές προκλήσεις.
Στις δημοκρατίες της Δύσης, οι απειλές προέρχονται συχνά από οικονομικά συμφέροντα και την εμπορική εκμετάλλευση του λόγου. Στην Ανατολή και την Ασία, όμως, η δημόσια σφαίρα φιμώνεται από τις κυβερνήσεις.
Καθεστώτα όπως του Νεπάλ, της Κίνας, ή του Ιράν, ασκούν περιοριστικές πρακτικές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε μια προσπάθεια ελέγχου και καταστολής. Για εκατομμύρια χρήστες στις χώρες αυτές, όμως αποτελούν μέσο ενημέρωσης, χώρο ψυχαγωγίας, εμπορικών συναλλαγών καθώς και πλατφόρμα πολιτικής δράσης. Όταν η πρόσβαση σε αυτά περιορίζεται ή απαγορεύεται, η παρέμβαση αυτή αγγίζει τον πυρήνα της καθημερινής ζωής, εμποδίζοντας την επικοινωνία. Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για μια τεχνολογική οπισθοδρόμηση. Πρόκειται για συλλογικό τραύμα.
Ελευθερία ή επιτήρηση;
Η ιστορία έχει δείξει ότι τα ψηφιακά μέσα μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλείο κοινωνικής αφύπνισης. Κατά την Αραβική Άνοιξη του 2011, οι πλατφόρμες όπως το Twitter και το Facebook αποτέλεσαν τα μέσα συντονισμού, ενημέρωσης και κινητοποίησης απέναντι σε καταπιεστικά καθεστώτα. Δεν ήταν τα παραδοσιακά ΜΜΕ που ηγήθηκαν των εξεγέρσεων· ήταν οι ίδιοι οι πολίτες που βρήκαν φωνή στο διαδίκτυο.
Ωστόσο, σήμερα, ένα νέο παράδοξο αναδύεται: οι ίδιες πλατφόρμες που προώθησαν την ελευθερία, λειτουργούν πλέον υπό τον έλεγχο γιγάντιων τεχνολογικών εταιρειών, οι οποίες μετατρέπουν τον χρήστη σε προϊόν. Ο ψηφιακός λόγος διέπεται από πολύπλοκα, συχνά αδιαφανή, ρυθμιστικά πλαίσια, με αλγορίθμους που διαμορφώνουν την πληροφορία και περιορίζουν την πρόσβαση.
Η κοινωνία που αντιδρά στον κρατικό αυταρχισμό, βρίσκεται ταυτόχρονα «παγιδευμένη» στα δίκτυα επιτήρησης των ιδιωτικών συμφερόντων.
Ο συγγραφέας George Orwell στο μυθιστόρημα 1984, έγραφε: «Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον· και όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν». Το όραμά του για μια κοινωνία απόλυτου ελέγχου μοιάζει σήμερα λιγότερο δυστοπική. Αντίστοιχα, ο γάλλος φιλόσοφος Michel Foucault, αναλύοντας τις σύγχρονες δομές εξουσίας, εισήγαγε την έννοια της πειθαρχικής κοινωνίας που λειτουργεί μέσω της επιτήρησης.
Στη σημερινή ψηφιακή εποχή, η εξουσία δεν περιορίζεται σε κυβερνητικά σχήματα. Αναπνέει μέσα στον αλγόριθμο, διαμορφώνει τις τάσεις, τα συναισθήματα και, συχνά, την ίδια την κοινή γνώμη. Ο πολίτης που αγωνίζεται για ψηφιακή ελευθερία απέναντι στο κράτος, καταλήγει – άλλοτε συνειδητά, άλλοτε ασυνείδητα- να παραχωρεί την ιδιωτικότητά του στα χέρια εταιρειών που παρακολουθούν, καταγράφουν και διαχειρίζονται κάθε του κίνηση.
Ενώ ο πολίτης παλεύει για ψηφιακή ελευθερία απέναντι στο κράτος, την ίδια στιγμή παραδίδεται αδιαμαρτύρητα στα δίκτυα επιτήρησης των ιδιωτικών εταιρειών.
Πεδίο μάχης
Αν η δημόσια σφαίρα του 21ου αιώνα είναι πλέον ψηφιακή, τότε κάθε παρέμβαση σε αυτήν –είτε κρατική είτε εταιρική– αποκτά πολιτική σημασία. Θίγει άμεσα τις θεμελιώδεις λειτουργίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της κοινωνικής συνοχής.
Το Νεπάλ δεν είναι μια μακρινή εξαίρεση. Είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά τις εντάσεις μιας νέας εποχής. Εκεί όπου η τεχνολογία υπόσχεται ελευθερία, ελλοχεύει η εξάρτηση. Εκεί όπου η ελευθερία του λόγου εξυψώνεται ως αρχή, η ασφάλεια εμφανίζεται ως περιοριστικός αντίλογος.
Ίσως το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά αν μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε με κριτική σκέψη. Αν η νέα δημόσια σφαίρα σταματήσει να διασφαλίζει τη δημοκρατία, θα εκφυλιστεί σε πεδίο ιδιωτικών συμφερόντων και κρατικού ελέγχου.
Ο αγώνας για τη διαδικτυακή ελευθερία του λόγου δεν είναι μόνο πολιτικός. Είναι βαθιά υπαρξιακός. Αφορά το ποιοι είμαστε όταν κανείς δεν μας βλέπει και το ποιοι γινόμαστε όταν όλοι μας παρατηρούν.