H ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
- 18.12.24 11:34
Μια χρονιά που ξεκινά με συγκρουσιακή ατμόσφαιρα εξαιτίας της εκλογής Πρόεδρου της Δημοκρατίας, σε ένα κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό, δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να είναι αδιάφορη. Eνδέχεται, μάλιστα, η συγκεκριμένη διαδικασία να παραγάγει γεγονότα μακροπρόθεσμων συνεπειών. Η συνταγματική αποσύνδεση της εκλογής ΠτΔ από την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες ελάχιστα μείωσε την ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση. Δεν βοηθάει και η συγκυρία. Η κυβέρνηση, παρότι στις δημοσκοπήσεις παρουσιάζει αξιοσημείωτη σταθερότητα έπειτα από έξι χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας, εμφανίζει ορατά σημάδια φθοράς. Και η αντιπολίτευση, διαιρεμένη και αδύναμη, βρίσκεται ταυτόχρονα σε πόλεμο μαζί της και σε εμφύλια συμπλοκή για την πρωτοκαθεδρία στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Η επιλογή ΠτΔ
Η επιλογή του προσώπου που θα υποδείξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα θα ήταν υπό άλλες συνθήκες μια διαδικασία που δεν θα τον προβλημάτιζε. Για πρώτη φορά ο/η ΠτΔ θα μπορεί να εκλεγεί στην τελική ψηφοφορία και με σχετική πλειοψηφία, δηλαδή με λιγότερες από 151 ψήφους, πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν χρειάζεται τη σύμπραξη κανενός άλλου κόμματος για οδηγήσει στο Προεδρικό Μέγαρο το πρόσωπο της επιλογής της. Το κύρος ενός/μιας ΠτΔ, που θα έχει την υποστήριξη ενός μόνο κόμματος και όχι ευρεία αποδοχή, θα μπορούσε να αφορά μόνο τον εγωισμό του υποψηφίου, αν υπήρχαν ισχυρές κομματικές δυνάμεις και αν δεν τραυματιζόταν σοβαρά και ο θεσμός. Με ορατό το ενδεχόμενο συνεργασιών, το οποίο για πρώτη φορά δεν απέρριψε ούτε ο Κ. Μητσοτάκης που μέχρι τώρα μιλούσε μόνο για αυτοδυναμία, ο ρόλος του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας ίσως χρειαστεί να μην είναι τυπικός και ίσως απαιτηθεί να καθοδηγήσει τα κόμματα στη διαδικασία σχηματισμού μιας ισχυρής κυβέρνησης.
Συνεπώς, αν το πρόσωπο θα είναι παραταξιακό ή ευρύτερης αποδοχής έχει μεγάλη σημασία, για τον πρόσθετο λόγο ότι θα δείξει και τις προθέσεις του πρωθυπουργού για το πώς θέλει να κυβερνήσει μέχρι τη λήξη της θητείας του. Διαφορετικά σήματα στέλνει ένα πρόσωπο ευρύτερα αποδεκτό και άλλα κάποιος εντός της ΝΔ ή σε σύνδεση μαζί της, ειδικά αν είναι πρόσωπο από τη συντηρητική πτέρυγα του κόμματος.
ΤΟ ΑΝ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΙ ΝΑ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΟ ΑΞΙΩΜΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΤΑΞΙΑΚΟ Η ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΗΜΑΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΛΟΓΟ ΟΤΙ ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ. ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ ΣΤΕΛΝΕΙ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΥΡΥΤΕΡΑ ΑΠΟΔΕΚΤΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΝΔ Η ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΑΖΙ ΤΗΣ, ΕΙΔΙΚΑ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΠΤΕΡΥΓΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ.
Αρκετοί εκτιμούν ότι, αν ο Κ. Μητσοτάκης αναδιπλωθεί στο κόμμα του, αυτό ίσως ερμηνευθεί από το εκλογικό σώμα ως ένδειξη αδυναμίας να επιβληθεί στη ΝΔ έπειτα από το μέτωπο που άνοιξε με τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά και την ορατή πλέον δυσαρέσκεια του Κώστα Καραμανλή. Με τα πέραν της ΝΔ κόμματα να βρίσκονται περίπου στο 20%, και μολονότι σε αυτή τη φάση δεν καταγράφονται δημοσκοπικές μετακινήσεις από τη ΝΔ προς αυτά, θα είναι μια δύσκολη προσπάθεια για τον πρωθυπουργό να κρατάει ταυτόχρονα ευχαριστημένο και το δεξιό και το κεντρώο ακροατήριό του. Η κριτική που δέχεται ότι θα επιχειρήσει διά του Προέδρου της Δημοκρατίας να λύσει τα εσωκομματικά του προβλήματα θα λειτουργήσει διαβρωτικά.
Πολύ περισσότερο στην περίπτωση που το πρόσωπο, το οποίο θα προτείνει για την Προεδρία της Δημοκρατίας ψηφιστεί μεν, αλλά όχι και από τους 155 βουλευτές της ΝΔ ή ακόμα και από λιγότερους από 151. Σε αυτή την περίπτωση θα δημιουργηθεί μεγάλο πολιτικό ζήτημα, διότι η κυβέρνηση, σε μια υψηλού συμβολισμού διαδικασία, θα κατηγορηθεί ότι οιονεί απώλεσε τη δεδηλωμένη. Όσο και αν προβληθεί ότι στη συγκεκριμένη ψηφοφορία οι βουλευτές δεν δεσμεύονται από την κομματική γραμμή και ψηφίζουν κατά συνείδηση, το πλήγμα θα είναι τεράστιο για την κυβέρνηση και θεωρείται βέβαιο ότι η αντιπολίτευση θα το εκμεταλλευτεί αναλόγως. Ήδη, ο Αλέξης Τσίπρας ανέδειξε πρώτος το ενδεχόμενο αυτό, ο οποίος με τις τελευταίες παρεμβάσεις του ορισμένοι πιστεύουν ότι, αν το επιτρέψουν οι συνθήκες, ίσως διεκδικήσει έναν ρόλο στον κεντροαριστερό χώρο.
Το ευρωπαϊκό περιβάλλον
Το θέμα γίνεται πιο περίπλοκο εξαιτίας της κρίσης στην οποία έχει εισέλθει η Ευρώπη, με τη Γαλλία και τη Γερμανία να βιώνουν η καθεμιά τα δικά της πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα να βρίσκεται σε εσωτερικό διχασμό, μην μπορώντας να αποφασίσει αν, και πόσο, θα πρέπει να πλησιάσει την Ακροδεξιά στο Ευρωκοινοβούλιο. Υπέρ της συνεργασίας με την Ακροδεξιά έχει ταχθεί ο Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος δέχεται έντονη κριτική ότι έχοντας δύο καπέλα, του προέδρου του κόμματος, στο οποίο μετέχουν και ευρωπαϊκές χώρες εκτός ΕΕ, και του επικεφαλής της Ευρωομάδας, μεταδίδει μπερδεμένα μηνύματα στον ευρύτερο συντηρητικό χώρο της Ευρώπης. Ήδη από βόρειες χώρες ζητείται ο διαχωρισμός των δύο θέσεων.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κρατάει όλο και λιγότερο τις ισορροπίες με τους «ασθενείς» ηγέτες της ΕΕ, όπως έδειξε και η σπουδή της, παρά τις εκπεφρασμένες αντιρρήσεις του Εμανουέλ Μακρόν αλλά και της Μαρίν Λεπέν, να υπογράψει εμπορική συμφωνία με τη Mercosur, δημιουργώντας έναν ενιαίο εμπορικό χώρο που αφορά 780 εκατ. ανθρώπους ολοκληρώνοντας 25 χρόνια σχετικών διαβουλεύσεων. Η επικείμενη εγκατάσταση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και οι απειλές του για την επιβολή δασμών, η στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ και στη συμμαχία των ΗΠΑ με την Ευρώπη, φαίνεται ότι θα βάλουν σε κίνηση διεργασίες που δεν είναι εύκολο να τις αντέξει η ΕΕ, εκτός και αν αποφασίσει να πάρει δύσκολες αποφάσεις για την άμυνα, την ασφάλεια και την ανταγωνιστικότητά της .
Τα προηγούμενα χρόνια ο Κ. Μητσοτάκης αναδείχτηκε σε σημαντική φιγούρα εντός του ΕΛΚ, ο οποίος γεφύρωνε διαφορές και κρατούσε ισορροπίες. Πρόσφατα, ανέλαβε πρωτοβουλία προκειμένου να ψηφιστεί η σοσιαλίστρια Ισπανίδα επίτροπος Τερέσα Ριμπέρα, εναντίον της οποίας είχαν στηλώσει τα πόδια οι δεξιοί της Ισπανίας, στους οποίους δόθηκε τελικά η δυνατότητα να απόσχουν από την ψηφοφορία. Απεφεύχθη έτσι η παραλυσία, στην οποία θα έριχνε την ΕΕ ένα κόμμα-μέλος του ΕΛΚ, αφού δεν θα μπορούσε να επικυρωθεί η Κομισιόν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Για τους παραπάνω λόγους ο πρωθυπουργός έχει κάθε λόγο να διατηρήσει κατά το δυνατόν αλώβητο το προφίλ του μετριοπαθούς κεντρώου πολιτικού που έχει καλλιεργήσει μέχρι σήμερα. Αυτό δεν θα γίνει με έναν δεξιό πρόεδρο, ψηφισμένο από μια ισχνή πλειοψηφία, επιλογή που θα στείλει μηνύματα εσωστρέφειας και αδυναμίας.
Συνεργασίες και εκλογικός νόμος
Σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη, ο Κ. Μητσοτάκης άνοιξε μόνος του το θέμα των συνεργασιών. «Αν ο ελληνικός λαός», δήλωσε, «κρίνει ότι πρέπει να είμαστε αυτοδύναμοι στις επόμενες εκλογές, τότε αυτή την εντολή θα μας δώσει. Αν πάλι κρίνει ότι θέλει κυβέρνηση συνεργασίας, πάλι θα σεβαστούμε την εντολή του». Η εμπειρία δείχνει ότι, όταν πλησιάζουν οι εκλογές, ο πρωθυπουργός ζητάει αυτοδυναμία και τίποτε άλλο, αλλά προφανώς αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να καταθέσει το αίτημα προς τον λαό με επιμονή δυόμισι χρόνια προτού τις προκηρύξει, εφόσον ο ίδιος τις τοποθετεί στο 2027.
Στην ίδια συνέντευξη επανέλαβε ότι δεν θα αλλάξει τον εκλογικό νόμο, διότι δεν θα πειραματιστεί για να διευκολύνει την αυτοδυναμία. Το θέμα της αλλαγής του εκλογικού νόμου επανέρχεται σταθερά στη δημόσια συζήτηση με διάφορες αφορμές. Η τελευταία αφορούσε τη δυνατότητα να δίνεται το μπόνους των εδρών και σε συνασπισμό κομμάτων, όχι μόνο σε ενιαίο κόμμα. Η συνοδευτική φιλολογία έλεγε ότι η κυβέρνηση δεν θα πάρει καμία πρωτοβουλία αλλαγής του εκλογικού νόμου, ωστόσο αν το ζητούσε το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, το οποίο έχει καταχωρηθεί στον Άρειο Πάγο ως μια μορφή συνασπισμού, θα έμπαινε στη συζήτηση. Από το Μέγαρο Μαξίμου δεν επιβεβαιώνουν ανάλογες προθέσεις, και μάλιστα όσοι γνωρίζουν τις σχετικές συζητήσεις μεταδίδουν ότι ο πρωθυπουργός δέχεται εισηγήσεις, εφόσον το αποφασίσει, να μην κάνει μικροπαρεμβάσεις, αλλά μια μεγάλη αλλαγή του εκλογικού νόμου. Θα είχε ενδιαφέρον να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση ριζικής μετατροπής του εκλογικού νόμου και εισαγωγής ακόμα πιο αντιπροσωπευτικού συστήματος, με την προϋπόθεση ότι στόχος θα είναι να μειωθεί η αποχή και να αυξηθεί το ενδιαφέρον και η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία, και όχι τα μικροκομματικά οφέλη.
Το ΠΑΣΟΚ και η στρατηγικη της αυτόνομης πορείας
Στη Χαριλάου Τρικούπη, πάντως, εκτιμούν ότι το πιθανότερο σενάριο είναι να μην αλλάξει ο εκλογικός νόμος, ενώ θα βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαδικασίες για τη συνταγματική αναθεώρηση και προσανατολίζονται στην ενοποίηση του κόμματος. Η Βουλή, γενικά, και η συνταγματική αναθεώρηση, ειδικά, θα αποτελέσουν τον έναν πυλώνα της αντιπολιτευτικής στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ. Ο άλλος είναι η κοινωνία. Το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης όχι ξαφνικά, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρεε και φυλλορροούσε σε συνεχόμενα επεισόδια, αλλά χωρίς να προλάβει να προετοιμαστεί γι’ αυτές τις ευθύνες. Προερχόμενο και το ίδιο από μια πρόσφατη εσωκομματική εκλογική διαδικασία, την οποία κατάφερε να χειριστεί προς όφελός του και να αυξήσει την απήχησή του, έγινε δημοσκοπικά δεύτερο κόμμα και στη συνέχεια και κοινοβουλευτικά. Η άνοδος το έφερε για ακόμα μία φορά ανάμεσα στα πυρά της ΝΔ που ονομάζει το ΠΑΣΟΚ «πράσινο ΣΥΡΙΖΑ» θέλοντας να του προσάψει λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, που όμως δεν τα έχει, και του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Σωκράτη Φάμελλο, μετά την αποχώρηση του Στέφανου Κασσελάκη και των υποστηρικτών του.
ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ Ο Ν. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ ΘΑ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙ ΝΑ ΑΝΑΔΕΙΧΘΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΠΗ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ. ΟΥΤΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΟΥΤΕ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕΙΣ ΕΧΕΙ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ. ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΙ ΕΥΚΟΛΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΗ ΠΙΕΣΗ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΑΝ ΘΑ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙ ΜΕ ΤΗ ΝΔ ΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΔΕΝ ΤΗΣ ΔΩΣΕΙ ΞΑΝΑ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΙΑ. Η ΠΙΕΣΗ ΔΕΝ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΠΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΘΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΙ ΝΑ ΕΓΚΛΩΒΙΣΕΙ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΣΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΖΗΤΗΜΑ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΠΡΟΒΑΛΕΙ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ.
Οι επιθέσεις που δέχεται το ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ θα μπορούσε να πει κανένας ότι το ωφελούν, υπό την έννοια ότι αναδεικνύεται ως ο κύριος αντίπαλος της ΝΔ. Το σκηνικό, ωστόσο, απέχει από το να ξαναγίνει διπολικό, και το μεγάλο στοίχημα του Νίκου Ανδρουλάκη είναι να ξεφύγει από τα μικρά ποσοστά και να δημιουργήσει τον εναλλακτικό πόλο εξουσίας. Τίποτα δεν θα είναι εύκολο, ακόμα και εσωτερικά ακόμα αν και κέρδισε για δεύτερη φορά την προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Η σπουδή του Θεόδωρου Μαργαρίτη, μέλους της Ανανεωτικής Αριστεράς, να προτείνει Πρόεδρο Δημοκρατίας, κόντρα στην επίσημη θέση της Χαριλάου Τρικούπη ότι η συζήτηση είναι πρόωρη, και η μετά από λίγες ημέρες ταύτισή του με την πρόταση του Αλέξη Χαρίτση, προέδρου της Νέας Αριστεράς, για το ίδιο πρόσωπο φανερώνουν διαύλους επικοινωνίας χώρων με άλλους σχεδιασμούς.
Ο Ν. Ανδρουλάκης επιμένει στην αυτόνομη πορεία του ΠΑΣΟΚ με ανοιχτές τις θύρες για τους ψηφοφόρους που έχουν δυσαρεστηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, αλλά χωρίς να βιάζεται να εντάξει στελέχη και βουλευτές στο κόμμα του. Ακόμα και όταν αποχωρούσαν ένας ένας βουλευτές από τον ΣΥΡΙΖΑ για να συγκροτήσουν το Κίνημα Δημοκρατίας, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν έσπευσε να αναζητήσει έναν ή δύο βουλευτές από τους ανεξάρτητους, ώστε να ανεβεί στη δεύτερη θέση, της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν και θα μπορούσε. Αυτή η στάση αρχών δεν επέτρεψε να κολλήσει πάνω του η ρετσινιά ότι ήταν και εκείνος, όπως και οι αποχωρήσαντες βουλευτές από τον ΣΥΡΙΖΑ, «μέρος του χυδαίου σχεδίου της διαπλοκής» να ρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως δήλωσε ο Σ. Φάμελλος, ο οποίος επιμένει ότι το κόμμα του είναι η πραγματική αξιωματική αντιπολίτευση.
Στο ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, όμως, δεν συμφωνούν όλοι με την αυτόνομη πορεία. Ορισμένοι διαχρονικά υποστηρίζουν τη συγκρότηση της μεγάλης Κεντροαριστεράς σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, τώρα και με τη Νέα Αριστερά. Η πρόταση Μαργαρίτη – Χαρίτση έδειξε ότι το σχέδιο αυτό παραμένει ζωντανό, έστω και χωρίς τη σύμπραξη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτό το σκηνικό τα συνέδρια του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ (πολιτικό και οργανωτικό), του ΣΥΡΙΖΑ (επανίδρυσης) και του Κινήματος Δημοκρατίας (ιδρυτικό) τους πρώτους μήνες του 2025 αποκτούν μεγάλο ενδιαφέρον.
Μέχρι τις εκλογές ο Ν. Ανδρουλάκης θα επιδιώξει να αναδειχθεί και από την κάλπη το ΠΑΣΟΚ αξιωματική αντιπολίτευση – για πιο ψηλά αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, αν και προβλέψεις για τόσο μακρύ χρονικό διάστημα είναι επισφαλείς. Ούτε συνεργασίες ούτε συγκολλήσεις έχει στο μυαλό του. Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις το ΠΑΣΟΚ στον χώρο του Κέντρου προηγείται σταθερά της ΝΔ τους τελευταίους μήνες και θα χρειαστεί να διευρύνει σημαντικά τη διαφορά και την απήχηση του, προκειμένου να διεκδικήσει με αξιώσεις την εξουσία. Το μόνο που ίσως δεν θα αντιμετωπίσει εύκολα είναι η αυξανόμενη πίεση να απαντήσει αν θα συγκυβερνήσει με τη ΝΔ αν ο λαός δεν της δώσει ξανά αυτοδυναμία. Η πίεση δεν προέρχεται κυρίως από την κυβέρνηση, που και αυτή θα προσπαθήσει να εγκλωβίσει το ΠΑΣΟΚ στο συγκεκριμένο ζήτημα προκειμένου να προβάλει τον κίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα, αλλά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
ΣΥΡΙΖΑ, Κασσελάκης και Νέα Αριστερά
Ο Σ. Φάμελλος ερμήνευσε την πρώτη κατ’ ιδίαν συνάντηση Μητσοτάκη – Ανδρουλάκη, το καλό κλίμα στο οποίο διεξήχθη και το ενδεχόμενο να συμφωνήσουν τα δύο κόμματα σε κοινό υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ως πρόβα μελλοντικής συγκυβέρνησης και μίλησε για «αντιπολίτευση που χορεύει τάνγκο», «μια συναινετική, ανώδυνη αντιπολίτευση». Είχε προηγηθεί η δήλωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ βγαίνοντας από το γραφείο του πρωθυπουργού ότι η συναίνεση θέλει δύο, όπως το τάνγκο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως φαίνεται, βάζει στο στόχαστρο το ΠΑΣΟΚ και ανεβάζει την ένταση στην προσπάθειά του να ανακάμψει και να επαναπατρίσει ψηφοφόρους που του γύρισαν την πλάτη και στράφηκαν προς τη Χαριλάου Τρικούπη. Η άμεση επιδίωξη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ είναι να καταγραφεί διψήφιο ποσοστό στις δημοσκοπήσεις της προσεχούς περιόδου, ώστε να φανεί ότι το κόμμα έχει ακόμη δυνάμεις, αν και προς το παρόν δεν καταγράφεται τέτοιο ρεύμα. Τα εμπόδια που έχει να αντιμετωπίσει, εκτός από το να πείσει ξανά την κοινωνία ότι μπορεί να εμπιστευτεί τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι η εσωκομματική αντιπολίτευση από τον Παύλο Πολάκη, ο οποίος έλαβε στις εκλογές 43,51% −«το μισό κόμμα», όπως δήλωσε−, ο ανταγωνισμός στον ίδιο χώρο από τον Στέφανο Κασσελάκη, που σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται ότι μπαίνει στη Βουλή, και από τη Νέα Αριστερά, η οποία έχει μικρότερη απήχηση.
Θα μπορούσε η προεδρική εκλογή να φέρει κοντά ή ακόμα και να βοηθήσει στην επανασυγκόλληση τουλάχιστον του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς; Στον ορίζοντα δεν υπάρχουν τέτοια σημάδια, ακόμα και αν τελικά καταλήξουν στον ίδιο υποψήφιο. Η ένταση του «διαζυγίου» ήταν τόσο μεγάλη και οι μνήμες τόσο νωπές, που κάθε τέτοια συζήτηση πέφτει στο κενό. Ούτε ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι σε θέση να γεφυρώσει αυτό το χάσμα, καθώς και οι δικές του σχέσεις με τα στελέχη της Νέας Αριστεράς δεν είναι πλέον αυτές που ήταν όσο βρίσκονταν στο ίδιο κόμμα. Όπως και να έχει η σκιά του Αλ. Τσίπρα πέφτει βαριά πάνω σε αυτόν τον χώρο, ειδικά επειδή, όπως δήλωσε, δεν είναι οπαδός του αναχωρητισμού.
Η προκήρυξη εκλογών, βέβαια, μπορεί να αλλάξει τα πάντα, όταν νυν βουλευτές βρεθούν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο της μη επανεκλογής τους. Όσο και αν ο πρωθυπουργός επιμένει ότι θα φτάσει μέχρι τη λήξη της θητείας του, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα φοβούνται και θα προετοιμάζονται για τυχόν εκλογικό αιφνιδιασμό. Τα σενάρια αφορούν και την επόμενη χρονιά, αλλά κυρίως το 2026, για πολλούς λόγους που έχουν να κάνουν με διάφορες πτυχές της κυβερνητικής φθοράς, αλλά και για έναν ακόμα: το δεύτερο εξάμηνο του 2027, η Ελλάδα αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΕ και ίσως, σκέπτονται στα κομματικά επιτελεία, να θελήσει ο πρωθυπουργός να καθαρίσει το τοπίο νωρίτερα.