Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟΥ: ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

Η πρόκληση του δημογραφικού: Πλαίσιο και στρατηγικές αντιμετώπισης
A couple is kissing and celebrating Olympiacos' conquest of the Conference Cup in Piraeus, Greece, on May 30, 2024. (Photo by Giorgos Arapekos/NurPhoto via Getty Images)
Τα δημογραφικά δεδομένα στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, υφίστανται βαθιά μεταβολή, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από τη γήρανση των πληθυσμών. Οι οικονομικές επιπτώσεις και οι κοινωνικές προεκτάσεις επιβάλλουν έναν μελλοντοστραφή και στοχευμένο διάλογο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων.

Η ένατη ετήσια συνάντηση του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Απρίλη στον αποκαλούμενο «ομφαλό της Γης», εγκαινίασε ένα νέο είδος μελλοντοστραφών και στοχευμένων συζητήσεων. Πρόκειται για τις λεγόμενες «μεγάλες συζητήσεις», στο πλαίσιο των οποίων οι συμμετέχοντες επιχείρησαν να χαρτογραφήσουν τις μεγάλες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η χώρα τα επόμενα χρόνια . H Οικονομική Επιθεώρηση παρουσιάζει τα βασικά συμπεράσματα της πρώτης εξ αυτών, η οποία ασχολήθηκε με το δημογραφικό. 

Βαθιές μεταβολές στα δημογραφικά δεδομένα 

Τα δημογραφικά δεδομένα τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, υφίστανται βαθιά μεταβολή, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από τη γήρανση των πληθυσμών. Αυτή η δημογραφική μεταβολή οφείλεται σε παράγοντες όπως η μείωση των ποσοστών γεννήσεων και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, και παρουσιάζει πολύπλευρες προκλήσεις σε όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς. 

Τα μειωμένα ποσοστά γεννήσεων που παρατηρούνται στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες οφείλονται σε πολύπλοκους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που έχουν καθορίσει τις προσωπικές επιλογές σχετικά με τη δημιουργία οικογένειας κατά τον τελευταίο μισό αιώνα. Ως εκ τούτου, η τάση αυτή έχει οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού των γυναικών που γίνονται μητέρες. Αντίθετα, η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης και η βελτίωση του καθημερινού βιοτικού επιπέδου συνέβαλαν στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Οι δύο αυτές εξελίξεις αναδεικνύουν τη διττή φύση της δημογραφικής γήρανσης, η οποία διαμορφώνεται τόσο από την κοινωνική όσο και από την τεχνολογική πρόοδο.

Από οικονομική σκοπιά, η γήρανση του πληθυσμού δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις, που εκδηλώνονται κυρίως με τη συρρίκνωση του ποσοστού του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, σε αντιδιαστολή με την αυξανόμενη εξάρτηση του μη ενεργού πληθυσμού από αυτόν. Αυτή η δημογραφική μετατόπιση αναμένεται να επηρεάσει τα δημοσιονομικά έσοδα, με την αναμενόμενη μείωση των φορολογικών εσόδων και των εισφορών λόγω της μείωσης των νεότερων ηλικιακών ομάδων. Ταυτόχρονα, προβλέπεται αύξηση των κοινωνικών δαπανών, ιδίως για την υγειονομική περίθαλψη, τη μακροχρόνια φροντίδα και τις συνταξιοδοτικές παροχές, καθώς η ζήτηση για τις υπηρεσίες αυτές κλιμακώνεται με τη γήρανση του πληθυσμού.

Πέρα από τις οικονομικές επιπτώσεις, οι κοινωνικές προεκτάσεις της δημογραφικής γήρανσης είναι εξίσου βαθιές. Οι διαρθρωτικές αλλαγές στη δυναμική της οικογένειας και των νοικοκυριών, λόγω της μείωσης των ποσοστών γεννήσεων και γάμων, προμηνύουν ένα μέλλον όπου ένα σημαντικό μέρος του ηλικιωμένου πληθυσμού θα ζει απομονωμένο, και θα χρειάζεται ουσιαστική υποστήριξη και βοήθεια. 

Προκλήσεις

Δημογραφικές αλλαγές, προβλέψεις, εργατικό δυναμικό 

Σε όλες τις χώρες του κόσμου, το φαινόμενο της γήρανσης βρίσκεται σε εξέλιξη. Στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, η προβλεπόμενη γήρανση του πληθυσμού είναι ταχύτερη σε σχέση με τις ανεπτυγμένες χώρες, στις οποίες η γήρανση του πληθυσμού έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό και συνεχίζεται. Για τον λόγο αυτό, στον ανεπτυγμένο κόσμο το πρώτο θέμα της οικονομικής και κοινωνικής ατζέντας είναι η χρηματοδότηση των συστημάτων συντάξεων, υγείας και μακροχρόνιας φροντίδας. Η ειδοποιός διαφορά με τις υπανάπτυκτες και τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι ότι οι χώρες αυτές γηράσκουν πριν προλάβουν να γίνουν πλούσιες, ενώ οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν προλάβει να γίνουν πλούσιες πριν γεράσουν. Επομένως, για τις αναπτυσσόμενες χώρες η γήρανση του πληθυσμού θα οδηγήσει σε αξεπέραστα προβλήματα χρηματοδότησης των κοινωνικών πολιτικών, εάν δεν ληφθούν εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα.  

Η ταχεία δημογραφική γήρανση που εξελίσσεται αντιστρόφως ανάλογα προς το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας είναι εμφανής στο Διάγραμμα 1. Οι χώρες ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες, με βάση την ταξινόμηση του ΟΗΕ, που βασίζεται στο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης: ανεπτυγμένες χώρες, αναπτυσσόμενες χώρες και υπανάπτυκτες χώρες. Διαπιστώνεται εκεί ότι, για το σύνολο των χωρών του κόσμου, το έτος 2000 η δομή του πληθυσμού είχε τη μορφή πυραμίδας, ενώ το 2050 θα μοιάζει με τετράγωνη κυψέλη. Όμως, για τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, ενώ το 2000 η δομή του πληθυσμού ήταν σαν μια εκτεταμένη πυραμίδα, το 2050 θα είναι σχεδόν όμοια με την κυψέλη των πιο ανεπτυγμένων χωρών του 2000, ενώ για τις αναπτυσσόμενες χώρες η δομή του πληθυσμού θα συγκλίνει προς αυτή των ανεπτυγμένων χωρών μέχρι το 2050.

Στην Ελλάδα, το δημογραφικό τοπίο έχει υποστεί σημαντικές μεταβολές τις τελευταίες δεκαετίες. Από το 2011 έως το 2021 η χώρα είχε μείωση του πληθυσμού κατά 441 χιλιάδες (-4,0%). Αυτό αποδίδεται εν μέρει στην αύξηση των εξερχόμενων μεταναστευτικών ροών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και στη μακρόχρονη μείωση του ρυθμού γεννήσεων από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, με το ποσοστό γεννήσεων να έχει πέσει κάτω από τα 1,5 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας.  

Παρά τις προσπάθειες να αντιστραφούν αυτές οι τάσεις, οι ρυθμοί γεννήσεων παραμένουν χαμηλοί, προκαλώντας ερωτηματικά σχετικά με τη βιωσιμότητα ορισμένων περιοχών της χώρας. Τέσσερις (4) στις 20 περιφερειακές ενότητες της ΕΕ με ακραία χαμηλά ποσοστά γονιμότητας είναι ελληνικές: η Ροδόπη, η Αλεξανδρούπολη, η Ευρυτανία και η Φθιώτιδα.

Η μείωση του πληθυσμού δεν αποτελεί ένα συγκυριακό φαινόμενο, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να ανατραπεί. Το ακριβώς αντίθετο: ο αριθμός των θανάτων θα συνεχίσει να αυξάνεται, αφού η επιμήκυνση της μέσης διάρκειας ζωής έχει διογκώσει τον αριθμό των ατόμων σε μεγάλες ηλικιακές ομάδες. Από την άλλη πλευρά του ισοζυγίου, οι γεννήσεις θα συνεχίσουν να μειώνονται –ακόμα και αν αυξηθεί ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα− διότι τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων τα τελευταία 40 χρόνια έχουν σχηματίσει μικρές γενιές νέων σε αναπαραγωγική ηλικία. Έτσι, οι σημερινοί εν δυνάμει γονείς είναι λίγοι και τα παιδιά τους δεν επαρκούν να αντισταθμίσουν τους αναμενόμενους θανάτους. 

Αυτή η δημογραφική μείωση εκδηλώνεται ανομοιόμορφα και στις ηλικιακές ομάδες. Αυτό έχει ως συνέπεια την αξιοσημείωτη ελάττωση του εργατικού δυναμικού. Η διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων, σε συνδυασμό με τα σταθερά χαμηλά ποσοστά γεννήσεων από τη δεκαετία του 1980, συμβάλλουν στη διαιώνιση των μικρότερων μεγεθών εργατικού δυναμικού. Για πάνω από 40 χρόνια, η Ελλάδα παραμένει κάτω από την «παγίδα των γεννήσεων», με λιγότερα από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα. Σήμερα, η διάμεση ηλικία του ελληνικού πληθυσμού είναι τα 45 έτη. 

Στην απροθυμία των Ελλήνων να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά συμβάλουν οι οικονομικοί περιορισμοί και οι πολιτιστικοί παράγοντες, με το 70% να αναφέρει την οικονομική δυσπραγία ως τον πλέον αποτρεπτικό παράγοντα. Η αντιμετώπιση αυτής της τάσης απαιτεί προληπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής κινήτρων για την ενθάρρυνση της δημιουργίας οικογενειών, καθώς και της ανατροφής και ολοκληρωμένης εκπαίδευσης των παιδιών και των νέων. 

Μια από τις θεμελιώδεις προκλήσεις είναι η συμφιλίωση αυτών των κοινωνικών φιλοδοξιών και οικονομικών ανασχέσεων με την επιτακτική ανάγκη να ανακοπεί η μείωση του πληθυσμού, είτε από μη γεννήσεις, είτε από διαρροή σπουδαστών και επαγγελματιών για άλλους τόπους. Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις, 7 στους 10 Έλληνες ηλικίας 17-39 ετών θα μετανάστευαν στο εξωτερικό για να βρουν καλύτερη δουλειά. Για πολλούς νέους, η δημιουργία οικογένειας θεωρείται μια υπέρβαρη βιοτική ευθύνη, που συχνά συνδυάζεται και με τις φιλοδοξίες καριέρας. Έτσι, πολλοί νέοι Έλληνες μετοικούν (με ή χωρίς οικογένεια) σε άλλες χώρες προς εύρεση εργασίας, η οποία δεν τους προσφέρεται στη χώρα τους ή δεν ανταμείβεται ικανοποιητικά.

Οι προβλέψεις δείχνουν μια συνέχιση αυτών των δημογραφικών μεταβολών, με τον πληθυσμό της Ελλάδας να αναμένεται να μειώνεται περαιτέρω σε 8,1 εκατ. μέχρι το 2100 − μείωση 24% σε σύγκριση με το 2021. Αυτές οι προβλέψεις υπερβαίνουν εκείνες της Ευρωζώνης, τοποθετώντας την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες που αντιμετωπίζουν τις πιο σημαντικές μειώσεις του πληθυσμού στην περιοχή. 

Σύστημα συντάξεων και υγειονομική περίθαλψη

Η γήρανση του πληθυσμού με τα παραπάνω στοιχεία αποτελεί μεγάλη πρόκληση για το σύστημα συντάξεων της Ελλάδας, με τον δημογραφικό δείκτη εξάρτησης του ηλικιωμένου πληθυσμού να προβλέπεται να επιδεινωθεί με την πάροδο του χρόνου. Σήμερα, για κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούν 1,7 εργαζόμενοι. Αυτή η τάση απειλεί τη βιωσιμότητα και την αξιοπρέπεια των συντάξεων, καθώς οι δημόσιες δαπάνες σε συντάξεις συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ το καθαρό ποσοστό αναπλήρωσης για τις συντάξεις γήρατος προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, οι επεμβάσεις πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού άξονα του συστήματος συντάξεων.

Η γήρανση του πληθυσμού έχει σημαντικές επιπτώσεις και στη ζήτηση και τις υπηρεσίες υγείας, απαιτώντας μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση των εξελίξεων. Ο τομέας της υγείας της Ελλάδας αντιμετωπίζει προκλήσεις σχετικά με τις υψηλές δαπάνες από την τσέπη του ασφαλισμένου, την ανεπάρκεια χρηματοδότησης για την πρόληψη και την πρωτογενή υγειονομική περίθαλψη, ενώ οι πόροι για το σύστημα υγείας συρρικνώνονται λόγω της μείωσης του ενεργού πληθυσμού. Οι πολιτικές πρέπει να εστιάσουν στη βελτίωση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και στην προαγωγή υψηλότερων προτύπων υγείας και διαβίωσης για όλους (πολιτικές υγιούς γήρανσης).

Προτάσεις

Οικογενειακές πολιτικές και ισότητα των φύλων

Για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού, οι πολιτικές πρέπει να στοχεύουν στην αύξηση της εργασιακής προσφοράς και της παραγωγικότητας, ιδίως μεταξύ ομάδων που είναι υπο-εκπροσωπημένες, όπως οι γυναίκες και οι νεότεροι εργαζόμενοι. Οι πολιτικές για την οικογένεια και την ισότητα των φύλων έχουν σημαντική επίδραση στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά, σχετικά με τον μέσο όρο της ΕΕ, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες σε οικογενειακές πολιτικές και τα μέτρα για την ισότητα των φύλων, που δημιουργούν εμπόδια στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Η αντιμετώπιση αυτής της ανισότητας απαιτεί την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών επεμβάσεων για την υποστήριξη των εργαζόμενων οικογενειών και την προώθηση της ισότητας των φύλων στον χώρο εργασίας. 

Εκπαίδευση και παραγωγικότητα

Η μετατόπιση των προτεραιοτήτων υπογραμμίζει την ανάγκη για ανοιχτές για όλους τους πολίτες και ολοκληρωμένες δομές υποστήριξης, που θα δίνουν τη δυνατότητα σε όλα τα άτομα, σχολικής και μετασχολικής ηλικίας, να επιδιώκουν τόσο την προσωπική όσο και την επαγγελματική τους ολοκλήρωση σε όλα τα επαγγέλματα που θεωρούνται αναγκαία για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.  

Όμως, και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί κόμβο εκπαίδευσης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η οικονομία μας εξακολουθεί να υστερεί στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και προϊόντων τεχνολογίας αιχμής. Ενώ ορισμένοι τομείς, όπως η μεταποίηση, επιδεικνύουν ανταγωνιστικότητα και υψηλότερη παραγωγικότητα, άλλοι υπολείπονται. Αυτό το χάσμα παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με το ποσοστό απασχόλησης με χαμηλότερη ειδίκευση σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, υπογραμμίζει την ανάγκη για στρατηγικές επενδύσεις και βιομηχανικές πολιτικές, που θα στοχεύουν στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και της καινοτομίας. 

Αναγνωρίζοντας τον πρωταρχικό ρόλο της εκπαίδευσης στην ενίσχυση του πνευματικού κεφαλαίου και στην ώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, η Ελλάδα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στις επενδύσεις στην έρευνα και στην καινοτομία, καθώς και στην προσέλκυση ερευνητών και ακαδημαϊκών υψηλής εξειδίκευσης από την Ελληνική Ομογένεια, με στόχο να καταστεί κόμβος εκπαίδευσης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η κατανομή πόρων, όπως αυτοί από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα πρέπει να επικεντρωθεί προς αυτόν τον σκοπό. 

Πολιτικές υγιούς και ενεργού γήρανσης 

Ένα τρίπτυχο πολιτικής για το εργατικό δυναμικό στις γηράσκουσες κοινωνίες και οικονομίες: 

  • Η «υγιής» γήρανση αφορά σε πολιτικές «πρόληψης», που βελτιώνουν και επιμηκύνουν τη διάρκεια ζωής για όλους, και όχι μόνο για τους ηλικιωμένους. 
  • Η «ενεργός» γήρανση αποτελεί συνέχεια και αποτέλεσμα της προηγούμενης διαδικασίας: άτομα σε καλή υγεία παρατείνουν τον χρόνο εργασίας πολύ πέραν του τυπικού ορίου συνταξιοδότησης. 
  • Η «έξυπνη» γήρανση αναφέρεται σε πολιτικές και πρακτικές που μειώνουν τα ψηφιακά και λοιπά χάσματα που νομοτελειακά προκύπτουν μεταξύ των γενεών.

Η υγιής γήρανση στοχεύει στην προώθηση και διατήρηση της καλής υγείας του πληθυσμού, ούτως ώστε να μην επιβαρύνεται το σύστημα υγείας, και, επιπλέον, οι πολίτες να παραμένουν στο εργατικό δυναμικό για μεγαλύτερο διάστημα. 

Οι πολιτικές ενεργού γήρανσης αποβλέπουν στην παράταση του εργασιακού βίου. Η συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη όχι μόνο επαναξιολόγησης των παραδοσιακών μοντέλων συνταξιοδότησης, αλλά και συμμετοχής στην εργασία. Εδώ, κρίνεται απαραίτητη η πρόβλεψη δημιουργίας των απαραίτητων πλαισίων προς διευκόλυνση της συμμετοχής στην εργασία για περισσότερα χρόνια. Η εξελισσόμενη δημογραφική ανισορροπία επιτάσσει την ανάγκη ολοκληρωμένων πολιτικών για την αντιμετώπιση τόσο των βραχυπρόθεσμων προκλήσεων της αγοράς εργασίας, όσο και των μακροπρόθεσμων αναγκών περίθαλψης, με τον αναπροσδιορισμό των ενεργών ηλικιών να αποτελεί μέρος της λύσης. 

Οι επιδόσεις της χώρας ως προς την απασχόληση συγκεκριμένων υπο-ομάδων του πληθυσμού είναι εξαιρετικά χαμηλές σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Παραδοσιακά, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών με τη χαμηλότερη απασχόληση μεταξύ των γυναικών, των νέων κάτω των 25 ετών, και των ατόμων άνω των 55 ετών. Στους παραπάνω τομείς, η υστέρηση της χώρας μας έναντι των περισσότερων χωρών της ΕΕ μετατρέπεται σε συγκριτικό πλεονέκτημα, παρέχοντας ένα ανέλπιστο εργαλείο διαχείρισης. Η αύξηση των ποσοστών απασχόλησης μεταξύ συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων θα αντισταθμίσει σε κάποιο βαθμό τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού. Κάτι τέτοιο όμως, πέρα των δομικών αλλαγών, απαιτεί και αλλαγή νοοτροπίας.

Πολιτική μετανάστευσης

Το ζήτημα των χαμηλών ποσοστών γεννήσεων και των υψηλών μεταναστευτικών εκροών επιδεινώνει τη δημογραφική μας ανισορροπία. Μέρος του σχεδίου αντιμετώπισης μπορεί να αποτελέσει η ενσωμάτωση των μεταναστών στην Ελλάδα, γεγονός που αποτελεί πρόκληση, αλλά και ευκαιρία για τη χώρα. 

Η Ευρώπη θα κληθεί σύντομα να υποδεχτεί εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες από την Αφρική. Οι λόγοι είναι πολυπαραγοντικοί και εντοπίζονται πρωτίστως στην κλιματική αλλαγή και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Παρόλο που η πλειονότητα της μετανάστευσης την Αφρική είναι εσωτερική, με 20 εκατ. ανθρώπους να εκτοπίζονται λόγω κλιματικής κρίσης, οι εξερχόμενες ροές ολοένα θα αυξάνονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αφρική θα έχει το 2050 τον νεότερο πληθυσμό στον κόσμο, θα αντιπροσωπεύει το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά μόλις το 6% της παγκόσμιας οικονομίας. 

Η μετανάστευση προς την Ευρώπη θα είναι αναπόφευκτη, και σηματοδοτεί την ανάγκη η ΕΕ να ανακατευθύνει την αναπτυξιακή χρηματοδότηση και τις επενδύσεις προς την αφρικανική ήπειρο, με την ανάπτυξη πακέτων όπως το «EU-Africa: Global Gateway Investment Package» ή το «Blue Dot Network», τα οποία είναι προγράμματα ενίσχυσης των επενδύσεων σε υποδομές στην Αφρική. Συνολικά, η στρατηγική ενδυνάμωση της αφρικανικής ηπείρου πρέπει να περνά από οκτώ άξονες:  

  1. επένδυση στις υποδομές και τα ενεργειακά δίκτυα,
  2. υποστήριξη ΜΜΕ,
  3. εκπαίδευση και κατάρτιση,
  4. αγροτική ανάπτυξη και ασφάλεια τροφίμων,
  5. πρόσβαση σε χρηματοδότηση και ανάπτυξη χρηματοπιστωτικών θεσμών,
  6. ενδυνάμωση των γυναικών και έμφυλη ισότητα,
  7. κλιματική προσαρμογή, και
  8. ανθεκτικοί θεσμοί και κράτος δικαίου. 

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι δεδομένο ότι χρειάζεται μια συνεκτική πολιτική μετανάστευσης, για να διασφαλιστεί η επιτυχής ένταξη των μεταναστών στην οικονομική και κοινωνική ζωή κάθε χώρας, πόσω μάλλον της Ελλάδας, που βρίσκεται σε γεωγραφικό σταυροδρόμι. Με το ζήτημα της δημογραφικής κρίσης να παραμονεύει, η Ελλάδα μπορεί να θέσει στόχους ενσωμάτωσης μεταναστών, καθώς και να ενισχύσει άμεσα την ελκυστικότητά της στους υψηλής εξειδίκευσης αλλοδαπούς. 

Η Ελλάδα, για να διατηρήσει τον πληθυσμό της το 2050 γύρω στα 10 εκατομμύρια, πρέπει να ενσωματώνει κατά μέσο όρο 30.000 μετανάστες ανά έτος. Αυτό μπορεί να συμβεί με νόμιμες οδούς και συμφωνίες για νόμιμη μετανάστευση. Επιπλέον, οι περιφερειακές ανισότητες στα ποσοστά γονιμότητας υπογραμμίζουν την ανάγκη για στοχευμένες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας. 

Η ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία θα μπορούσε ενδεχομένως να αντισταθμίσει τη μείωση του πληθυσμού, αλλά απαιτούνται συντονισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που σχετίζονται με την εκπαίδευση, την κατάρτιση και τις υποδομές. 

Επίλογος: «Αλλαγή υποδείγματος»

Το δημογραφικό έχει σήμερα καταστεί ένα από τα μεγάλα παγκόσμια ζητήματα, που απαιτούν επείγουσες ενέργειες, ενημέρωση των πολιτών και, κυρίως, στρατηγικό σχεδιασμό. Η κατανόηση της περίπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ της δημογραφικής εξέλιξης, της κλιματικής αλλαγής και της παγκοσμιοποίησης είναι επιτακτική ανάγκη για τις κοινωνίες, ιδίως εκείνες του δυτικού κόσμου, με στόχο να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το εξελισσόμενο τοπίο που διαμορφώνουν αυτά τα τρία μείζονα και αλληλοεπιδρώντα ζητήματα του πλανήτη.

Συγκεκριμένα η Ελλάδα αντιμετωπίζει ραγδαία γήρανση του πληθυσμού, με παράλληλους ανησυχητικούς οικονομικούς δείκτες. Αυτό καθιστά αναγκαία τη λήψη στρατηγικών μέτρων για τη διατήρηση της οικονομικής ζωτικότητας αλλά, βέβαια, και της κοινωνικής συνοχής. 

Η γήρανση του πληθυσμού, ο παροπλισμός λόγω ορίου ηλικίας μέρους του πληθυσμού, και το αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο υπογραμμίζουν την επιτακτική ανάγκη αναζωογόνησης της οικονομίας και προώθησης ενός περιβάλλοντος που ευνοεί την ευημερία όλων των πολιτών. Η Ελλάδα θα μπορέσει να αναπτυχθεί μέσω της δημογραφικής της μεταβολής προς ένα πιο βιώσιμο και ευήμερο μέλλον μόνο εάν αντιμετωπίσει αυτές τις πολύπλευρες προκλήσεις με μια πολύπλευρη προσέγγιση με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, τη δραστική ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και τις στρατηγικές μεταρρυθμίσεις. 

Επιπλέον, ένας ολοκληρωμένος στρατηγικός σχεδιασμός πρέπει να δίνει προτεραιότητα στην ποιοτική δημόσια εκπαίδευση και στην οικονομική ανάπτυξη, που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, ώστε να αποφεύγεται η φυγή από τη χώρα εξειδικευμένων επαγγελματιών, καθώς και σε πολιτικές μακροχρόνιου ορίζοντα για την προσέλκυση και τη διατήρηση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, στελεχών και ταλέντων από την αλλοδαπή.

Για την Ελλάδα, ο στόχος είναι η δημιουργία ενός βιώσιμου μέλλοντος για τις νέες γενιές, μέσω της υλοποίησης ενός πολυεπίπεδου και πολυπαραγοντικού προγράμματος αλλαγών, που θα συγκροτούν μία «αλλαγή υποδείγματος» στην οργάνωση και λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας της χώρας. 

Ο χρονικός ορίζοντας των παρεμβάσεων είναι μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Εάν δεν ξεκινήσουμε την «αλλαγή υποδείγματος» σύντομα, δεν θα αργήσουμε να ανακαλύψουμε ότι ξεκινήσαμε υπερβολικά αργά.

 

*Ειδικές ευχαριστίες για το παρόν κείμενο στον Μιλτιάδη Νεκτάριο





ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ