ΚΡΙΣΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗΣ ΣΤΑ 50ΧΡΟΝΑ ΤΗΣ Γ΄ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
- 19.11.24 10:13
Είναι ένα παράδοξο, όσο και να το κάνεις: την στιγμή όπου ο ΣΥΡΙΖΑ – κάτι με τις εσωκομματικές διαδικασίες του που σαστίζουν τους μη-μυημένους, κάτι με την Κασσελακιάδα, κάτι με το παρελθόν και την προοπτική πρόσθετων διασπάσεων – περνάει σε φάση αυτοδιάλυσης, εκεί κατέληξε να διοργανώνονται συζητήσεις και δημόσιες προσεγγίσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γενικότερο ενδιαφέρον, δε. Είχαν προηγηθεί οι πρωτοβουλίες του Ινστιτούτου Τσίπρα για Ειρήνη και Βιώσιμη Ανάπτυξη και εν συνεχεία για τις προοπτικές της Οικονομίας/την ακρίβεια, υπήρξαν και οι διοργανώσεις του ETERON για τα 50χρονα Δημοκρατίας. τώρα λοιπόν είχαμε την εκδήλωση του ΕΝΑ με θέμα «1974-2024: Η εποχή της δημοκρατίας και το μέλλον της» (2ημερίδα, στην ΕΣΗΕΑ).
Από συζητήσεις για τις οικονομικές πολιτικές της περιόδου και τον παραγωγικό μετασχηματισμό μέχρι τις συνταγματικές προκλήσεις και τα ζητήματα δικαιωμάτων/αποκλεισμών, με αρκετά πολυπρισματική προσέγγιση κάθε φορά, οι απόψεις που διασταυρώθηκαν είχαν αξιόλογο ενδιαφέρον. Θαρρούμε όμως ότι η συνεδρία που ειδικότερα κάλυψε τα θέματα εκπροσώπησης, της μαζικής συμμετοχής, των κομμάτων/των κινημάτων/της κοινωνίας των πολιτών, υπήρξε η πλέον διαταρακτική της επανάπαυσης στην οποία έχει αφεθεί η δημόσια συζήτηση – παρ’ όλες τις διοργανώσεις της 50ετίας.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς
Τι εννοούμε; Στην συνεδρία αυτή, η ερευνήτρια του ΕΚΚΕ Μανίνα Κακεπάκη παρουσίασε στοιχεία που δείχνουν ότι η κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς, η οποία έχει καταγραφεί εμφατικά στις μετρήσεις το 2008 και πάντως το 2010, με δυσπιστία προς την Βουλή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το πολιτικό σύστημα, τα κόμματα, και με μόλις διασωζόμενη τότε την Δικαιοσύνη και την Αστυνομία (είδαμε, δε, τι ακολούθησε εν προκειμένω στη συνέχεια!) είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα – από την δεκαετία του ΄90. Απλώς, τότε, δεν συλλέγονταν τακτικά δημοσκοπικά στοιχεία γι αυτό το θέμα. Όμως φαινόμενα κυνισμού, κυρίως δε έλλειψη εμπιστοσύνης καταγράφονταν ήδη από τότε.
Η πανδημία, με το στοιχείο αναγκαστικής συσπείρωσης που έφερε στο προσκήνιο, βελτίωσε για ένα διάστημα μετά το 2020 την εικόνα από πλευράς εμπιστοσύνης. Όπως όμως δεν άργησε να φανεί, η δυσπιστία επανήλθε μετά το 2021 και η αίσθηση ελλείμματος εκπροσώπησης σταθερά ανεβαίνει. Ας σημειωθεί ότι ένας άλλος δείκτης, η σημασία που αποδίδεται στην δημοκρατία, παραμένει μεν σε υψηλά επίπεδα – όμως η ικανοποίηση από αυτήν (την δημοκρατία) διαμορφώνεται σαφώς χαμηλά.
Ταυτόχρονα, η διαφοροποίηση του δημογραφικού βαραίνει ουσιαστικά στην πλάστιγγα: παραδοσιακά, ο νεανικός πληθυσμός χαρακτηρίζεται από ενεργότερη συμμετοχή, τώρα όμως, οι μεγαλύτερες ηλικίες που παλιότερα οδηγούσαν τα πράγματα έχουν πάει πίσω. Ενώ την ίδια στιγμή οι νεότερες γενιές δείχνονται αποστασιοποιημένες…
Πώς τα κόμματα «εποίκισαν» την κοινωνία
Στην δική του παρέμβαση, ο Κώστας Ελευθερίου/συντονιστής του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του ΕΝΑ ανέδειξε την διαφοροποίηση μεταξύ περιόδων της Μεταπολίτευσης. Με την πρώτη φάση (που έφθανε μέχρι το 1989), να συνδυάζεται με ισχυρή πολιτικοποίηση της κοινωνίας, αλλά και με δημιουργία μαζικών κομμάτων (σημειωτέον ότι μαζική συμμετοχή υπήρξε ΚΑΙ στην Δεξιά, με την ΝΔ να καταλήγει να είναι ο μαζικότερος σχηματισμός). Πλην όμως, ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα πράγματα κατέληξε να «εποικίζουν» τα κόμματα την κοινωνία πολιτών στα πλαίσια μιας λογικής επιβολής. Οπότε, όταν στην συνέχεια διαμορφώθηκε στρατηγική «κυβερνητισμού» και κατάληψης του Κράτους από τα (όλο και πιο πολυσυλλεκτικά) κόμματα, με προϊούσα την αποϊδεολογικοποίηση, είχε διαμορφωθεί πλέον ένα σκηνικό που δεν ήταν δύσκολο να φέρει απονομιμοποίηση των κομμάτων στα χρόνια της κρίσης.
[Τόσο το φαινόμενο της pasokification, που καταγράφηκε μέχρι και ως διεθνής όρος με την ρευστοποίηση του ΠΑΣΟΚ, όσο και πιο πρόσφατα η αποσάθρωση του ΣΥΡΙΖΑ μετά την διέλευσή του από τις ευθύνες της εξουσίας, αποτυπώνουν την κατάληξη αυτής της εξέλιξης. Μένει να δούμε, τώρα-τώρα, τι θα συμβεί με τις διεργασίες στο εσωτερικό της ΝΔ και την ανάπτυξη δυνάμεων «δεξιότερα της Δεξιάς»: η συζήτηση του ΕΝΑ είχε προηγηθεί της κίνησης και διαγραφής Σαμαρά, σημειωτέον].
Συνδικαλιστικό κίνημα: Η προβληματική συμμετοχή
Από την δική του πλευρά, ο Γιάννης Κουζής – με μακρά εμπειρία στις εργασιακές σχέσεις στο ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και ήδη καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο – κατέγραψε την μείζονα μεταβολή που είχε επέλθει τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, από τον ν.330/Λάσκαρη («κατά της πάλης των τάξεων») στον ν.1264/Κακλαμάνη «για ένα ακηδεμόνευτο συνδικαλιστικό κίνημα», με έκλειψη των σωματείων-σφραγίδων και με την διενέργεια γνήσιων εκλογών για την ΓΣΕΕ. Ωστόσο, όταν προέκυψε – στην πρώτη ήδη περίοδο ΠΑΣΟΚ – αντίθεση προς Πρόγραμμα Σταθεροποίησης, παρατηρήθηκαν πρακτικές περιορισμού της συνδικαλιστικής δράσης, μέχρι και με κινητοποίηση της Δικαιοσύνης.
Ασφαλώς τα πράγματα άλλαξαν άρδην τα χρόνια της κρίσης, με αποδιάρθρωση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και μέχρι με περιστολή των απεργιών. Για τον Γ. Κουζή, σήμερα η προβληματικότητα της συνδικαλιστικής δράσης καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα ίδια τα συνδικάτα δεν δίνουν στοιχεία ως προς τον αριθμό των μελών τους. Στην Ελλάδα παρατηρείται χαμηλό ποσοστό συνδικαλιστικής συμμετοχής, και τούτο σε περιβάλλον ήδη χαμηλής μισθωτής εργασίας (65% του εργατικού δυναμικού, έναντι 85-87% στις χώρες ΕΕ). Πέραν τούτου, υπάρχει και ακραία ανισοκατανομή της συνδικαλιστικής συμμετοχής στον δημόσιο τομέα (γύρω στο 60%) και στον ιδιωτικό (ένα αληθινά αποκαρδιωτικό 10%…).
Προβληματίζει επιπλέον ιδιαίτερα η παρατηρούμενη εσωστρέφεια του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και η υστέρηση επαφής του με τα διεθνή δρώμενα όπου οι εξελίξεις είναι και ταχύρρυθμες και σημαντικές. [Αν, μάλιστα, θυμηθεί κανείς την έκκληση/πρόσκληση ΣΕΒ για «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» με συνεργασία των κοινωνικών εταίρων, τότε αυτή η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος προβληματίζει ακόμη εντονότερα].
Εν τω μεταξύ, η κινηματική διάσταση…
Τέλος, ο ερευνητής και συγγραφέας Δημήτρης Παπανικολόπουλος (δρ. Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας) στάθηκε διεξοδικά στην παρουσία των κινημάτων σε όλη αυτήν την περίοδο. Θύμισε, ξεκινώντας, ότι η ίδια η κατάρρευση της Χούντας – ή μάλλον και αυτοκατάλυσή της… – προήλθε εν μέρει από τον φόβο μιας ενδεχόμενης κινηματικής εκδήλωσης, από τον «φόβο των επιστράτων»: η επιστράτευση που κηρύχθηκε στις ημέρες της εισβολής στην Κύπρο έφερε υπό τα όπλα μια μεγάλη ομάδα νέων, πράγμα που ανησύχησε το καθεστώς (ήταν και οι ημέρες της Επανάστασης των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία, ήδη τον Απρίλιο του 1974…). Οι ημέρες του Πολυτεχνείου κληροδότησαν στην Μεταπολίτευση μια κινηματική ένταση, που οδήγησε εν πολλοίς την πολιτική στα πρώτα χρόνια της.
Εκείνο όμως που ακολούθησε, με την «ανάθεση» του δυναμισμού των κινημάτων στα κόμματα – στο ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του ΄80, στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012-15 – αυτά αλλοίωσαν την ίδια την λειτουργία των κινημάτων. Υπερεπαναστατικότητα, καταστροφολογία, σταδιακή απομάκρυνση της νεολαίας έφεραν και εδώ μιαν (διαφορετική) κρίση εκπροσώπησης. Παράλληλα άλλαξαν και οι τρόποι πολιτικοποίησης. Μπορεί επί χρόνια να διατηρήθηκε ένας ισχυρός αναρχικός χώρος, όμως αποκομμένος από το υπόλοιπο πολιτικό σκηνικό: εδώ, δε, η καταστολή έπαιξε βαθμιαία τον αποστρατευτικό ρόλο της. Ενώ, σε άλλο επίπεδο, οι ίδιες οι κινητοποιήσεις τα χρόνια της κρίσης έφεραν κόπωση – «χάθηκαν μεροκάματα».
Πλην όμως, ο Δ. Παπανικολόπουλος διετύπωσε την άποψη ότι «η ριζοσπαστικότητα δεν χάνεται», απλώς η κινητοποίηση μετατίθεται πλέον στα social media (όπου, σημειωτέον, σταδιακά προσέρχονται οι μεγαλύτερες ηλικίες, με έναν νέο «ηλικιακό ακτιβισμό» και με φαινόμενα διαφορετικού bonding).
Γι αυτόν, δεν είναι σωστό να παραμελείται το γεγονός ότι π.χ. ο γυναικείoς πληθυσμός όπου παρατηρείται ισχυρή διαδικτυακή κινητοποίηση και η LGBTQ+ ουδέποτε στην ιστορία βρέθηκαν σε καλύτερη θέση. Ενώ και ο προβληματισμός γύρω από τα περιβαλλοντικά/οικολογικά ζητήματα καταγράφει κατά καιρούς αιχμή.