Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ: ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ

Μισός Αιώνας Δημοκρατίας: Τομές και Κρίσεις στους Θεσμούς
Φωτ. Tima Miroshnichenko / Unsplash
Η κοινωνία, η πολιτική, η οικονομία, η εκπαίδευση και οι ιδεολογίες της Μεταπολίτευσης τέθηκαν στο καλειδοσκόπιο του συνεδρίου «Μισός Αιώνας Δημοκρατίας: Συνέχειες, Κρίσεις, Προκλήσεις», που συνδιοργανώθηκε από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. 

Το «όλον» της Μεταπολίτευσης βρέθηκε στο καλειδοσκόπιο του συνεδρίου «Μισός Αιώνας Δημοκρατίας: Συνέχειες, Κρίσεις, Προκλήσεις», που συνδιοργανώθηκε από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. 

Η κοινωνία, η πολιτική, η οικονομία, η επικοινωνία, η ιστορία, οι εκλογικές συμπεριφορές, το Σύνταγμα, οι θεσμοί, τα δικαιώματα, η εκπαίδευση, οι ιδεολογίες ξεπρόβαλαν στις συζητήσεις του πληθυντικού συνεδρίου, με στόχο να φωτιστούν επιτεύγματα και αντιφάσεις της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας. 

Το πρώτο στρογγυλό τραπέζι, υπό τον συντονισμό της Βασιλικής Γεωργιάδου, Καθηγήτριας Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, έθεσε κατά κάποιο τρόπο τις βάσεις των συνεδριακών συζητήσεων που ακολούθησαν, μέσα από μια ψύχραιμη αποτίμηση των θεσμών της πεντηκονταετίας στην Ελλάδα. 

Στη ζωηρή συζήτηση έλαβαν μέρος οι εξής: Νίκος Αλιβιζάτος (Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ), Καλλιόπη Σπανού (Καθηγήτρια Διοικητικής Επιστήμης και Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), Δημήτρης Σωτηρόπουλος (Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών), Κωνσταντίνος Τσουκαλάς (Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας), Δημήτρης Χριστόπουλος (καθηγητής Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών).

Νίκος Αλιβιζάτος

«Πολυκομματισμός, καταρχήν σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου και μοντέρνα εκτελεστική εξουσία συνιστούν θεσμικές τομές του 1975»

Όπως εισαγωγικά σημείωσε ο Νίκος Αλιβιζάτος, η Ελλάδα, μετά από τριάντα χρόνια, εισήλθε στον αστερισμό του μεταπολεμικού συνταγματισμού, ενός συστήματος που είχε ήδη εγκαθιδρυθεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ο βασικός άξονας αυτής της νέας συνταγματικής συνθήκης ήταν ο πολυκομματισμός, ο οποίος θεωρείται ο πυρήνας του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Σημαντικό επίσης γεγονός, όπως υποστήριξε, ήταν ότι με τη Μεταπολίτευση εισήχθη ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπό την έννοια αυτή, με το τέλος των παρασυνταγματικών διατάξεων και των έκτακτων μέτρων που είχαν επιβληθεί στη διάρκεια του εμφυλίου, η Ελλάδα μπήκε σε μια νέα φάση, όπου τα δικαιώματα του ανθρώπου τέθηκαν στο επίκεντρο της συνταγματικής τάξης.

Ένα πρόσθετο, κρίσιμο στοιχείο της μεταπολιτευτικής εποχής, σύμφωνα με τον Αλιβιζάτο, υπήρξε η θεσμοθέτηση μιας σύγχρονης και ενισχυμένης εκτελεστικής εξουσίας. Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας θεσμοθετήθηκε μέσω των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου το 1975, οι οποίες αποτέλεσαν εργαλείο για όλες τις κυβερνήσεις από τότε και εντεύθεν, χωρίς να χρειάζεται η καταφυγή σε αναγκαστικούς νόμους όπως στο παρελθόν. Προς την ίδια κατεύθυνση, αναφέρθηκε στην κριτική που είχε δεχθεί τότε η ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία του Καραμανλή, κυρίως από την Αριστερά, την οποία τότε και ο ίδιος είχε επικρίνει. Εντούτοις, όπως σημείωσε, πρόκειται για μια μοντέρνα εκτελεστική εξουσία, παρομοιάζοντάς την με το μοντέλο του Ρούζβελτ στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη δεκαετία του 1930, όπου η κυβέρνηση παρεμβαίνει ταχύτατα μέσω νόμων και διαταγμάτων, πάντα υπό τον έλεγχο του Κοινοβουλίου.

Ακολούθως, παρατήρησε ότι η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απαίτησε αναθεώρηση του Συντάγματος, γεγονός μοναδικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Για την ακρίβεια, το άρθρο 28 του Συντάγματος προέβλεπε τη δυνατότητα συμμετοχής της Ελλάδας σε διεθνείς οργανισμούς με εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Ο καθηγητής χαρακτήρισε τη Μεταπολίτευση ως την περίοδο που εισήγαγε την έννοια του «ανοικτού συντάγματος», το οποίο μπορεί να εφαρμόζεται ακώλυτα τόσο από μια αριστερή κυβέρνηση όσο και από μια νεοφιλελεύθερη. Αυτό, σύμφωνα με τον Αλιβιζάτο, είναι χαρακτηριστικό της ευελιξίας του Συντάγματος του 1975.

Αναφερόμενος στη συνέχεια στα μεγάλα προβλήματα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, έμφαση έδωσε στην επικράτηση μιας ακραίας πλειοψηφικής λογικής στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Αν και η απλή αναλογική θα μπορούσε να μετριάσει αυτή την τάση, ο Αλιβιζάτος υποστήριξε ότι, στην Ελλάδα, η απλή αναλογική απέτυχε να προσφέρει λύσεις, όπως απέδειξαν οι εκλογές του 2023.

Επιπλέον σημείωσε ότι, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986, που ενίσχυσε τον πρωθυπουργοκεντρισμό, οι μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Η Δικαιοσύνη, όπως τόνισε, είναι «ο μεγάλος ασθενής» της ελληνικής κοινωνίας και αποτελεί τη σκοτεινότερη πλευρά του κράτους δικαίου στην Ελλάδα.

Στο ίδιο πλαίσιο, εξέφρασε τις ανησυχίες του για την απουσία θεσμικών αντιβάρων, καθώς και την ανάγκη να καταστεί η πολιτική ξανά ελκυστική. Αναφερόμενος στον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, σημείωσε ότι από το 1975 κανένας Πρόεδρος δεν έχει αναπέμψει στη Βουλή αντισυνταγματικούς νόμους, παρά τις πολλές ευκαιρίες. Υπογράμμισε, μάλιστα, το παράδειγμα του νόμου για τις υποκλοπές, τονίζοντας ότι η σημερινή Πρόεδρος, θα έπρεπε να είχε δράσει διαφορετικά.

Κλείνοντας, ο Αλιβιζάτος αναφέρθηκε στην άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη, τονίζοντας ότι αυτή η τάση διαφέρει από χώρα σε χώρα. Παράλληλα, επεσήμανε ότι όσο η Ευρώπη δεν προχωρά σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις, τόσο αυτά τα φαινόμενα, όπως η άνοδος της άκρας δεξιάς και οι θεσμικές διαβρώσεις, θα συνεχίζουν να επιδεινώνονται.

Καλλιόπη Σπανού

«Οι θεσμοί της Μεταπολίτευσης δεν υποστηρίχθηκαν επαρκώς, ενώ πολλές φορές αποτέλεσαν βορά πολιτικών σκοπιμοτήτων»

Στη συνέχεια, η Καλλιόπη Σπανού τόνισε ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποτέλεσε προάγγελο για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της σε αρκετά επίπεδα.

Η ίδια υποστήριξε με έμφαση ότι η κρίση αποτέλεσε το πιο σημαντικό γεγονός των τελευταίων δεκαετιών, το οποίο σημάδεψε την περίοδο αυτή. Αναφέρθηκε, ωστόσο, στις θετικές πτυχές της Μεταπολίτευσης, οι οποίες διακρίνονται σε δύο επίπεδα: τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής και τη διαμόρφωση ενός κράτους ως εργαλείου ανάπτυξης και ευημερίας.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 1975, σύμφωνα με την ίδια, υπήρξε κινητήρια δύναμη για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό, φέρνοντας αλλαγές όπως η προστασία του περιβάλλοντος και οι ανανεωτικές παρεμβάσεις στις σχέσεις κράτους-πολίτη. Ανέφερε ότι οι παρεμβάσεις αυτές πήγαν πολλές φορές πολύ μακρύτερα από τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος και της διοίκησης, δίνοντας ως παράδειγμα την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα το 1985.

Σημαντική ήταν η αναφορά της στις θεσμικές κατακτήσεις όπως οι πανελλαδικές εξετάσεις, η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, και ο έλεγχος των πελατειακών σχέσεων μέσω του ΑΣΕΠ. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στις Ανεξάρτητες Αρχές, τις οποίες χαρακτήρισε ως μια από τις μεγάλες θεσμικές κατακτήσεις. Παρά τον αρχικό σκεπτικισμό, οι Ανεξάρτητες Αρχές εδραιώθηκαν και πολλές φορές διέψευσαν τις αρνητικές προσδοκίες, όπως παρατήρησε.

Ακολούθως, η κ. Σπανού σημείωσε ότι παρατηρείται ένα φαινόμενο θεσμικού βολονταρισμού, όπου πολλές φορές οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις προχώρησαν ταχύτερα από την ίδια την κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διάταξη για το περιβάλλον, η οποία οπωσδήποτε δεν έλυσε τα προβλήματα, εντούτοις αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Αναφερόμενη στα προβλήματα, οι θεσμοί δεν υποστηρίχθηκαν επαρκώς, ενώ πολλές φορές αποτέλεσαν βορά πολιτικών σκοπιμοτήτων, όπως τόνισε. Η κ. Σπανού στάθηκε επίσης στο φαινόμενο του «ράβε-ξήλωνε» στους κανόνες δικαίου και τις δημόσιες πολιτικές, κάτι που προκαλεί μεγάλη ανασφάλεια δικαίου. Αυτή η αστάθεια, όπως υποστήριξε, υπονομεύει την έννοια της δεσμευτικότητας των κανόνων, αφού κανείς δεν μπορεί να τους λάβει στα σοβαρά. Κάνοντας ειδική μνεία στα αποτελέσματα του τελευταίου Ευρωβαρόμετρου, υπενθύμισε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση στα θέματα δικαιοσύνης και κράτους δικαίου.

Κλείνοντας, η κ. Σπανού τόνισε ότι η εμπιστοσύνη δεν είναι απλώς μια λέξη, αλλά συνοψίζει πολλές διαστάσεις της καθημερινής λειτουργίας του κράτους.

Δημήτρης Σωτηρόπουλος

«Υπάρχουν υποσυστήματα και θύλακες εντός του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας που δεν έχουν πλήρως εκδημοκρατιστεί»

Η εγκαθίδρυση δημοκρατικών θεσμών στη Μεταπολίτευση πέτυχε χάρη σε έναν συνδυασμό δομικών ευκαιριών και στρατηγικών δράσεων πολιτικών φορέων τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Νότια Ευρώπη. Αυτό ήταν το κεντρικό επιχείρημα της ανάλυσης που παρουσίασε ο καθηγητής Δημήτρης Σωτηρόπουλος.

Στην περίπτωση της Μεταπολίτευσης, η επιτυχία προήλθε από τη στρατηγική δράση των φορέων που υποστήριξαν τη δημοκρατική μετάβαση και την αποτροπή των δράσεων αυτών που θα μπορούσαν να την εμποδίσουν. Η Ελλάδα, όπως και η Ισπανία και η Πορτογαλία, γνώρισε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και αστικοποίησης, ενώ παρατηρήθηκε και μείωση του αναλφαβητισμού, ενισχύοντας τον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό. Ωστόσο, ο ίδιος υπογράμμισε ότι αυτά τα στοιχεία δεν αρκούσαν για τη δημοκρατική μετάβαση, εξηγώντας ότι στρατηγικοί δρώντες, όπως πολιτικοί ηγέτες με όραμα και σχέδιο, μεταξύ των οποίων ο Σουάρεζ στην Ισπανία, ο Καραμανλής στην Ελλάδα και ο Σοάρες στην Πορτογαλία, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Αυτοί οι πολιτικοί, μαζί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, επέδειξαν μετριοπάθεια και σύνεση, ειδικά σε χώρες με ζωντανές μνήμες εμφυλίων πολέμων, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία.

Περαιτέρω, τόνισε ότι οι πολίτες που κινητοποιήθηκαν και βγήκαν στους δρόμους ήταν επίσης στρατηγικοί δρώντες, καθώς με τη συλλογική τους δράση απονομιμοποίησαν πλήρως τις αυταρχικές λύσεις. Παράλληλα, άλλοι δρώντες, όπως οι ένοπλες δυνάμεις, οι τρομοκρατικές οργανώσεις και τα ριζοσπαστικά κόμματα, αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν με τις νέες συνθήκες.

Σε ό,τι αφορά τα προβλήματα, ο ίδιος αναφέρθηκε στην έννοια του «μερικού εκδημοκρατισμού», που εισήγαγε ο Philippe Schmitter πριν από τριάντα χρόνια, όταν εξέταζε τις νέες δημοκρατίες που δημιουργήθηκαν στη Νότια Ευρώπη μετά το 1975. Ο όρος αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία, παρόλο που η μετάβαση στη δημοκρατία είναι πετυχημένη και η δημοκρατία εδραιωμένη, υπάρχουν υποσυστήματα και θύλακες εντός του δημοκρατικού πολιτεύματος που δεν έχουν πλήρως εκδημοκρατιστεί. Τέτοια παραδείγματα μπορεί να εντοπίσει κανείς, μεταξύ άλλων, στη δημόσια διοίκηση, καθώς και στον έλεγχο της συγκέντρωσης του οικονομικού κεφαλαίου, όπως παρατήρησε.

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς

«Το μέλλον της ανθρωπότητας είναι μια σκιά η οποία κυκλοφορεί στην ομίχλη»

Ακολούθως, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς τόνισε ότι η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Ελλάδα έγινε ετεροχρονισμένα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί εδραιώθηκαν αμέσως μετά το 1945, με την κατάρρευση του ναζισμού. Σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, δημιουργήθηκε τότε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου στη βάση μιας ευρύτερης κοινωνικής συναίνεσης, που συνδέθηκε με έναν ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ της συντηρητικής παράταξης και της σοσιαλδημοκρατίας.

Αντίθετα, στην Ελλάδα η οικοδόμηση ενός συναινετικού κράτους δικαίου ξεκίνησε υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη είχε ήδη αρχίσει να παρακμάζει το μοντέλο του κοινωνικού κράτους. Στη Δυτική Ευρώπη, κατά τη δεκαετία του 1990, άρχισε να εμφανίζεται ένας νέος συμβιβασμός, όπου η σοσιαλδημοκρατία άρχισε να συντάσσεται με τις συντηρητικές δυνάμεις, αποδεχόμενη την ελεύθερη αγορά ως θεμελιώδη αρχή.

Στην Ελλάδα, αυτός ο συμβιβασμός άρχισε να διαμορφώνεται τη δεκαετία του 1990, καθώς τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά αποδέχτηκαν τα αναπτυξιακά οικονομικά ιδεολογήματα, με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος και του πλούτου, ενώ η ιδέα της προόδου άρχισε να φθίνει.

Στη συνέχεια στάθηκε στην παραπλανητική έννοια του “trickle-down effect”, δηλαδή της ιδέας ότι η αύξηση του πλούτου σε ένα επίπεδο θα ωφελήσει αυτόματα ολόκληρη την κοινωνία. Αυτό το οικονομικό ιδεολόγημα, το οποίο ο καθηγητής χαρακτήρισε ως το πιο παραπλανητικό της εποχής, κυριάρχησε στην κοινή συνείδηση και την πολιτική θεωρία, οδηγώντας σε μια σταδιακή ποσοτικοποίηση των πάντων.

Καθώς προχωράμε στη δεκαετία του 2010, ο Τσουκαλάς παρατήρησε ότι το σύστημα αυτό άρχισε να καταρρέει. Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οδήγησε σε στασιμοπληθωρισμό και στην ανακοπή της ανάπτυξης, ενώ προέκυψαν προβλήματα όπως οι μαζικές πληθυσμιακές μετακινήσεις λόγω τεράστιων οικονομικών ανισοτήτων, αλλά και η περιβαλλοντική κρίση.

Αναφερόμενος στην κρίση εμπιστοσύνης των θεσμών, ο Τσουκαλάς παρατήρησε ότι η διάλυση των συλλογικοτήτων αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες αυτής της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστήριξε, οι αλλαγές στο πεδίο της εργασίας έχουν αποδυναμώσει το στοιχείο της κοινής επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής. Κάτι τέτοιο κατά τον ίδιο έχει οδηγήσει στην επικράτηση του προσωπικού συμφέροντος, ενός νέου ατομικισμού, τον οποίο ο Τσουκαλάς συσχέτισε με τη διάσημη ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «δεν υπάρχουν κοινωνίες, υπάρχουν μόνο άτομα και οικογένειες».

Δημήτρης Χριστόπουλος

«Η Μεταπολίτευση κατάφερε να δημιουργήσει ένα ισχυρό θεσμικό κεκτημένο»

Ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος ξεκίνησε την εισήγησή του σημειώνοντας ότι η μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία συνοδεύτηκε με ένα κύμα προσδοκιών. Αυτή η περίοδος, που ξεκινά με τη Μεταπολίτευση, καλύπτει τις πρώτες κυβερνητικές θητείες του ΠΑΣΟΚ μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μετά τους κραδασμούς του 1989, σύμφωνα με τον Χριστόπουλο, η Ελλάδα μπαίνει σε μια περίοδο εδραίωσης και εκσυγχρονισμού, η οποία όμως ακολουθείται από μια φάση επανάπαυσης και αμεριμνησίας, που τελικά οδήγησε στην οικονομική κρίση. Αν και η χώρα βγήκε επίσημα από την κρίση το 2018, ο καθηγητής σημείωσε ότι η Ελλάδα σήμερα εξακολουθεί να βρίσκεται σε δεινή θέση, καθότι είναι προτελευταία σε όρους αγοραστικής δύναμης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με προβολές να δείχνουν ότι θα μπορούσε να καταλήξει τελευταία τα επόμενα χρόνια.

Ο Χριστόπουλος επεσήμανε, ακόμη, ότι κάθε δημοκρατία, όπως και κάθε πολίτευμα, γερνάει με τον χρόνο. Η Ελληνική Δημοκρατία έχει αντέξει και παραμένει ανθεκτική, αλλά, σύμφωνα με τον καθηγητή, αυτή η ανθεκτικότητα συνοδεύεται από εκφυλιστικές παρενέργειες.

Περαιτέρω, τόνισε ότι η Μεταπολίτευση ήταν μια διαδικασία διαρκούς πάλης για την εξισορρόπηση του λαού και του έθνους. Αναφέρθηκε στη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974, που αποτέλεσε το πρώτο βήμα συμφιλίωσης, με τη Δεξιά να παίζει κρίσιμο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. 

Στην πορεία της Μεταπολίτευσης, τρεις μεγάλες στιγμές συμπερίληψης ξεχωρίζουν: οι μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο τη δεκαετία του 1980, η αντιμετώπιση των γυναικών στην ελληνική πολιτεία ως ισότιμων πολιτών, καθώς και η απόφαση του νομοθέτη το 2010, κόντρα στο ρεύμα της εποχής, να δώσει ορατότητα στο μεταναστευτικό ζήτημα. Αυτές οι συνθήκες συμπεριληπτικής Δημοκρατίας έχουν δημιουργήσει ένα σοβαρό θεσμικό κεκτημένο, το οποίο, ακόμη και αν κάποιοι το βλέπουν ως απειλή, δεν μπορεί να ανατραπεί, όπως παρατήρησε. 

Σχετικά με τις αρρυθμίες που παρατηρούνται, σημείωσε ότι η Εκκλησία έμεινε εκτός των μεταρρυθμίσεων της Μεταπολίτευσης, με τον καταστατικό της χάρτη να παραμένει νόμος του κράτους – κάτι που, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ασύμβατο με ένα φιλελεύθερο πολίτευμα. Υπογράμμισε επίσης ότι η δικαιοσύνη δεν έχει υποστεί τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και ότι η κατάσταση των μειονοτήτων στην Ελλάδα παραμένει προβληματική. Τα συγκεκριμένα προβλήματα καθίστανται ακόμη πιο έντονα μέσα σ’ ένα περιβάλλον απουσίας αντιπολιτευτικών δυνάμεων οι οποίες, με συγκροτημένο πολιτικό λόγο, θα μπορούσαν να αμβλύνουν πολλές από τις παθογένειες που μας κατατρέχουν, όπως τελικώς σημείωσε.

* Ο Γιώργος Γούλας είναι δικηγόρος και αρχισυντάκτης του “NB Daily”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ