Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΝΑΙ Η ΟΧΙ ΣΤΟΝ «ΧΡΥΣΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΝΟΝΑ» ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ;

Ναι ή όχι στον «χρυσό δημοσιονομικό κανόνα» στο Σύνταγμα;
Φωτ. Evans/Three Lions/Getty Images
Είδαμε τι συνέβη στην Ελλάδα όταν, σε συνθήκες απόλυτης ύφεσης, επιχειρήσαμε να μαζέψουμε τα ελλείμματα με περιοριστικά μέτρα ρίχνοντας ολοένα και περισσότερο λάδι στη φωτιά. Και ίσως αυτό απαντάει σε όποιον θα ήθελε να ανοίξει ξανά η συζήτηση για συνταγματικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς...

Το ελληνικό κοινοβούλιο ψηφίζει το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, ένα σύστημα κανόνων που ουσιαστικά ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας. H εισηγητική έκθεση μας στέλνει πίσω στον χρόνο. Για την ακρίβεια, στα δύσκολα χρόνια της μνημονιακής περιόδου, τότε που η ουσιαστικά χρεοκοπημένη Ελλάδα, υπό το βάρος των τεράστιων ελλειμμάτων και του υπέρογκου χρέους, έβαζε στο τραπέζι ακόμα και την ενσωμάτωση «χρυσού δημοσιονομικού κανόνα» στο Σύνταγμά της, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η χώρα δεν θα βρεθεί ξανά στο μέλλον αντιμέτωπη με κρίσεις τέτοιας έκτασης και διάρκειας. Δεν αποκλείεται η παρούσα συγκυρία −έχει ανοίξει η δημόσια συζήτηση για την επιλογή των άρθρων του Συντάγματος που θα αναθεωρηθούν από τον επόμενη Βουλή− να επανέφερε σκέψεις που γίνονταν προ 12-13 ετών: «Μήπως να το εξετάζαμε το θέμα; Μήπως τώρα που η εποχή των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων έχει περάσει στην ιστορία, να διασφαλιστεί στο μέγιστο βαθμό η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής ανεξάρτητα από το ποιος θα κυβερνά τη χώρα;». 

Να ρισκάρουμε μια πρόβλεψη; Είναι τόσο μεγάλη η συζήτηση που πρέπει να ανοίξει για να αλλάξουν τα άρθρα 16 (περί ανώτατης εκπαίδευσης), 103 (περί μονιμότητας δημοσίων υπαλλήλων) ή ακόμη και 86 (ποινικής ευθύνης υπουργών) και 24 (για το περιβάλλον και τη χωροταξία), που δύσκολα θα δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για να προστεθεί ακόμη ένας «πονοκέφαλος» τέτοιου μεγέθους. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μας χωρίζουν μερικές εβδομάδες από τότε που η Γερμανία −η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης− προσπαθούσε να βρει τρόπους απαλλαγής από τον «δημοσιονομικό ζουρλομανδύα» −όπως χαρακτηριζόταν ανοικτά και δημόσια η δική τους συνταγματική υποχρέωση− προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Άλλωστε, και το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων που θα ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία δεν αφήνει και πολλά περιθώρια στην παρούσα και στις επόμενες κυβερνήσεις για… δημοσιονομικούς ακτιβισμούς.

Τι θα προβλέπει λοιπόν ο νέος νόμος, ο οποίος τροποποιεί το πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων για πρώτη φορά μετά το 2014 (σ.σ τότε εν μέσω μνημονίων ενσωματώναμε στο εθνικό δίκαιο τους κανόνες του προηγούμενου Συμφώνου Σταθερότητας); Αντιγράφουμε από την ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών:

Tροποποιούνται οι γενικές αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης ενσωματώνοντας τον κανόνα καθαρών δαπανών, όπως προβλέπεται στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης. Οι δαπάνες του κράτους και των φορέων γενικής κυβέρνησης δεν θα πρέπει να αυξάνονται ταχύτερα από έναν συγκεκριμένο ρυθμό μεταβολής, όπως αυτός προσδιορίζεται στο τετραετές Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο, ανεξαρτήτως της πορείας των δημοσίων εσόδων που δεν συνδέονται με συγκεκριμένα ενεργητικά μέτρα πολιτικής.

Eπιπλέον, ισχύουν οι επιπρόσθετες προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα που πρέπει να παραμένει χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ και η δημοσιονομική θέση του πρωτογενούς ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης που πρέπει να είναι πλεονασματική.

Με βάση το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, εισάγονται οι περιπτώσεις επιτρεπτών αποκλίσεων από τον κανόνα των καθαρών δαπανών (γενική και εθνική ρήτρα διαφυγής).

Τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη; Καταρχήν ότι μετατοπίζεται το κέντρο βάρους. Αντί να ξεκινάει και να τελειώνει η συζήτηση για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, θα επικεντρώνεται στη μεταβολή του δείκτη «καθαρών δαπανών». Το σύνολο των δαπανών του κράτους και των φορέων γενικής κυβέρνησης −συμπεριλαμβανομένων των ΟΤΕ και των Ασφαλιστικών Ταμείων, καθώς και των νομικών προσώπων του δημοσίου− θα πρέπει να μεταβάλλονται μέχρι ένα όριο, το οποίο θα συμφωνείται κάθε φορά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (σ.σ δεν λαμβάνονται υπόψη οι τόκοι, οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από Ευρωπαϊκά Προγράμματα και οι έκτακτες δαπάνες που συνδέονται με φυσικές καταστροφές). Μια πολύ καλή γεύση για το πώς λειτουργεί ο κανόνας των δαπανών πήραμε μετά το κλείσιμο του 2024. Η μεταβολή του δείκτη καθαρών δαπανών ήταν πολύ μικρότερη από το όριο που είχε συμφωνηθεί. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα «μαξιλάρι» προς αξιοποίηση κατά τη διάρκεια της επόμενης τριετίας. Κάνουμε λιγότερες δαπάνες μέσα σε μια χρονιά; Μπορούμε αυτές να τις μεταφέρουμε στις επόμενες υπό μια προϋπόθεση: ότι το επιπλέον δεν θα ξεπερνά το 0,3% του ΑΕΠ. Να πώς προέκυψε ο δημοσιονομικός χώρος για να χρηματοδοτηθεί τον Νοέμβριο η επιστροφή του ενοικίου και η καταβολή μόνιμης οικονομικής ενίσχυσης 250 ευρώ ετησίως σε χαμηλοσυνταξιούχους και άτομα με αναπηρία.

Αυτό το νέο πλαίσιο έχει τα καλά και τα κακά του συγκριτικά με το προηγούμενο που έβαζε στο επίκεντρο τον δείκτη των πρωτογενών δαπανών. Για παράδειγμα, με τον δείκτη των πρωτογενών δαπανών, σε μια καλή χρονιά που τα έσοδα ξεπερνούσαν κατά πολύ τα έξοδα, η κυβέρνηση μπορούσε να χρηματοδοτήσει μέτρα οικονομικής στήριξης. Τώρα αυτό δεν γίνεται. Τα επιπλέον έσοδα πρέπει ή να αποταμιεύονται ή να διατίθενται για την αποπληρωμή χρέους. Με το νέο σύστημα, ακόμη και αν υπάρχουν υψηλά πλεονάσματα, χρήματα για μέτρα στήριξης θα δοθούν μόνο αν το επιτρέπει ο κανόνας των πρωτογενών δαπανών. Πάμε όμως να δούμε τι γίνεται σε περιόδους ύφεσης. Εκεί, το λογικό είναι ότι τα έσοδα θα υποχωρήσουν και το κράτος δεν θα παράγει πλεονάσματα. Θα μπορεί όμως να αυξήσει τις δαπάνες μέχρι του επιτρεπόμενου ορίου ακριβώς για να στηρίξει την οικονομία στη δύσκολη στιγμή. Με λίγα λόγια, το όποιο «περίσσευμα» υπάρχει από τη μεταβολή του δείκτη καθαρών δαπανών μπορεί να διατεθεί για τη χρηματοδότηση μέτρων στήριξης. Τη θέλεις αυτή την ευελιξία στα δύσκολα. Είδαμε τι συνέβη στην Ελλάδα όταν, σε συνθήκες απόλυτης ύφεσης, επιχειρήσαμε να μαζέψουμε τα ελλείμματα με περιοριστικά μέτρα ρίχνοντας ολοένα και περισσότερο λάδι στη φωτιά. Και ίσως αυτό απαντάει σε όποιον θα ήθελε να ανοίξει ξανά η συζήτηση για συνταγματικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ