ΟΤΑΝ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ
- 13.01.25 09:56

Το πόσο κρίσιμο ρόλο έχει η ποιότητα της απονομής της Δικαιοσύνης για την λειτουργία των κοινωνιών – ακόμη και στα πιο πρακτικά/γειωμένα ζητήματα όπως της οικονομίας, των επενδύσεων κοκ – έχει εξηγηθεί και αναλυθεί ad nauseam: ήταν άλλωστε από τα κεντρικά θέματα που ανέσυρε με ιεραποστολικό ζήλο η αλήστου μνήμης Τρόικα, απ’ εκείνα που ακούραστα επαναφέρει ο ΟΟΣΑ, ούτε λείπει από τις προγραμματικές μεταρρυθμιστικές προθέσεις καμιάς Κυβέρνησης. Σε σημείο που η συζήτηση αυτή να καταλήγει σε μιθριδατισμό. Όλοι γνωρίζουν/αναγνωρίζουν ότι «κάτι» πρέπει να γίνει, συχνά αυτοθαυμάζονται όσοι προωθούν με πολιτική τυμπανοκρουσία τομές – παράδειγμα ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης, αν και αυτός περισσότερο απευθύνεται στα όλο και πιο συντηρητικά αντανακλαστικά μιας πιεσμένης κοινωνίας – όμως η μεγάλη εικόνα μένει ανάλλαγη.
Πρόσφατη εκδήλωση του Justice Watch/Παρατηρητηρίου Δικαιοσύνης – που δημιουργήθηκε προ μηνών από ομάδα νομικών της πράξης όπως ο Παναγιώτης Περάκης, ο Γιάννης Δρυλλεράκης, ο Τάκης Τσιμπούκης, η Αγγελική Νικολοπούλου, με πλαισίωση από εποπτικό/επιστημονικό συμβούλιο με Βασ. Μαρκή, Μαρία Γαβουνέλη, Λίλιαν Μήτρου, Αντ. Μεταξά, Βασ. Χειρδάρη αλλά και ανθρώπους στην έρευνα/τεκμηρίωση όπως ο Τάσος Τέλλογλου ή ο Γ. Γεωργίου – προσπάθησε να ρίξει φως σε φαινόμενα του χώρου της Δικαιοσύνης που αγγίζουν αμεσότερα την κοινωνία των πολιτών. Σε μια λογική επικεντρωμένη στην έννοια της ποιότητας της απονομής της δικαιοσύνης, «απέναντι» στην εύκολη μηντιακή αναφορά στο «δημόσιο αίσθημα» αλλά και την επανάπαυση του κλειστού συστήματος της Δικαιοσύνης σε λογική του «αναντίλεκτα». [Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: η διατύπωση δική μας, το Justice Watch είναι πιο διπλωματικό].
Η διοργάνωση λοιπόν του Justice Watch – διεξοδική παρουσίαση έχει κάνει ο Γ. Γούλας στον ιστότοπο NBDaily – έθεσε στο στόχαστρο έναν γνωστό-άγνωστο της πρακτικής της Ελληνικής Δικαιοσύνης: την τυπολατρία. Μια εύκολη πρακτική που καταλήγει να κενώνει από περιεχόμενο την ίδια την έννοια της δικαστικής προστασίας, καίριου θεμελιώδους δικαιώματος: για αυτό άλλωστε και προέκυψαν καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως η «Τσιώλης κατά Ελλάδος»/19.11.2024, για την απαίτηση από πλευράς ΣτΕ να προσκομίζουν για το παραδεκτό της προσφυγής οι προσφεύγοντες/αναιρεσίοντες νομολογία ή μη-ύπαρξη νομολογιακού προηγούμενου [και] «όταν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν έχουν δημοσιευθεί σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε προσβάσιμη βάση δεδομένων». Ενώ δηλαδή το ΕΔΔΑ δέχθηκε την περιοριστική λειτουργία των προϋποθέσεων παραδεκτού της άσκησης αναιρέσεως (σε μια λογική, θυμίζουμε, να ελαφρυνθεί ο φόρτος εργασίας του ΣτΕ και ως εκ τούτου να επισπευσθεί η εκδίκαση των υποθέσεων), θεώρησε την αυστηρή/ανελαστική εφαρμογή τους «υπερβολικά τυπολατρική» καθώς πάντα υπάρχει η αρχή του jura novit curia /το δικαστήριο γνωρίζει το ίδιο τον νόμο – συνεπώς και την νομολογία.
Λίγο παραδίπλα και η «Γεωργίου κατά Ελλάδος»/16.3.2023, στην πολύκροτη υπόθεση Γεωργίου/ΕΛΣΤΑΤ όπου ο Άρειος Πάγος είχε αποφύγει/παραλείψει να παραπέμψει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της ΕΕ, προσβάλλοντας έτσι το δικαίωμα σε δίκαια δίκη.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί η παρέμβαση στην εκδήλωση του Justice Watch, η οποία φιλοξενήθηκε στην αίθουσα τελετών του ΔΣΑ, από μέρους του Σπύρου Βλαχόπουλου, καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στο ΕΚΠΑ αλλά και με κεντρική συμμετοχή στις προσπάθειες διασφάλισης ποιότητας της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας: «να μην βλέπουμε τις αποφάσεις του ΕΣΣΑ ως προσβολή, αλλ’ ως ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι». Καθώς μιλούσε σε φόντο προβληματισμού κυρίως της διοικητικής Δικαιοσύνης και όχι της πολιτικής, με την δική της δυσανεξία στην όποια έξωθεν κριτική, είχε κάποιες πιθανότητες να ακουστεί.
Στην δική του παρέμβαση, ο Πρόεδρος του ΣτΕ Μιχάλης Πικραμένος – ο οποίος δεν παύει να έχει και την εμπειρία καθηγητή Διοικητικού στο ΑΠΘ και στην Εθνική Σχολή Δικαστών – επεδίωξε να υπενθυμίσει τις πραγματικές συνθήκες λειτουργίας της Δικαιοσύνης στην σημερινή Ελλάδα. Στάθηκε ιδιαίτερα στις οργανωτικές αδυναμίες – όπως η αναλογία δικαστών προς δικαστικούς υπαλλήλους που βρίσκεται στο 1:1 έναντι Ευρωπαϊκού μέσου όρου 1:3, πράγμα που επιβαρύνει τους ίδιους τους δικαστές – ενώ υπενθύμισε και το φάσμα των 25.000-30.000 εκκρεμών υποθέσεων του 2009-10 στο ΣτΕ, που κατορθώθηκε να περιοριστούν με θεσμούς όπως η πιλοτική δίκη. Χωρίς να το θέσει ευθέως έτσι, υπερασπίστηκε την προσέγγιση ότι η λειτουργία φίλτρου στις αναιρέσεις (και τις εφέσεις, άλλωστε) όπως συμβαίνει με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού είναι ορθολογική επιλογή και όχι «κόφτης», όπως θεωρούν πολλοί νομικοί της πράξης.
Στην διάσταση της τυπολατρίας επέμεινε τόσο ο Πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός που θεώρησε ότι η δυσανάλογη αυστηρότητα στην νομολογία μπορεί να καταλήγει σε αρνησιδικία και ότι «προτεραιότητα πρέπει να δίνεται στην προστασία των ουσιαστικών δικαιωμάτων των πολιτών και όχι στην τήρηση των τύπων», όσο και ο Πρόεδρος του Justice Watch Παναγιώτης Περάκης με την αιχμηρή παρατήρηση ότι «η συζήτηση για τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης δεν θα πρέπει να υποτιμά την ανάγκη ουσιαστικής απονομής». Όπως όταν οι πολίτες βλέπουν την ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια «να υπονομεύεται από δικονομικές και τυπικές προϋποθέσεις που δεν σχετίζονται με την ουσία της διαφοράς». Έμφαση επίσης δόθηκε στην ανάγκη της ουσιαστικής/επαρκούς αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, η οποία δεν εξασφαλίζεται από τις σχοινοτενείς και περίπλοκες διατυπώσεις – αν δεν ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Το γεγονός της μεγάλης προσέλευσης στην συζήτηση αυτή του Justice Watch , σε κλίμα που διεισδυτικά βετεράνος της δικηγορίας παραλλήλισε με προσέλευση του χώρου της Δικαιοσύνης στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης, δείχνει ότι το θέμα της τυπολατρίας δεν θα αφεθεί να κοιμηθεί. Ίσως.