Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Τα πολιτικά αδιέξοδα της αντιπολίτευσης
Φωτ. Cate Gillon/Getty Images
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι αυτές οι αυτοδιοικητικές εκλογές, που διεξάγονται λίγο πριν συμπληρωθούν επτά χρόνια από την ανάληψη της ηγεσίας της ΝΔ από τον Μητσοτάκη, επιβεβαίωσαν το πολιτικό αδιέξοδο στον χώρο της αντιπολίτευσης.

Μετά από ένα δύσκολο καλοκαίρι για την κυβέρνηση, με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να δηλώνει ότι οι πρώτες 100 μέρες τού φάνηκαν σαν 1.000, η λογική  εξέλιξη θα ήταν ένα ηχηρό πολιτικό μήνυμα στις  αυτοδιοικητικές κάλπες. Ένα εκλογικό αποτέλεσμα, δηλαδή, το οποίο θα έθετε σε αμφισβήτηση την πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη και θα ενίσχυε τη θέση των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Άλλωστε, οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές θεωρητικά προσφέρονται για την έκφραση της όποιας δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση. Αρκεί, βέβαια, να υπάρχει πραγματική δυσαρέσκεια και να υπάρχουν και οι πολιτικές δυνάμεις που είναι σε θέση να την καρπωθούν.

Υπάρχουν, άραγε, αυτά τα δύο στοιχεία σήμερα; Ας ξεκινήσουμε από τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Είναι μεγαλύτερη σήμερα απ’ ό,τι ήταν πριν από ένα εξάμηνο, όταν ο Μητσοτάκης πετύχαινε τον πρωτοφανή εκλογικό θρίαμβο του 41%, ανεβάζοντας το ποσοστό της ΝΔ μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης και συντρίβοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους; Αν κοιτάξει κανείς λίγο πίσω και επιχειρήσει μια σύγκριση, θα διαπιστώσει ότι η δυσαρέσκεια έναντι της κυβέρνησης πριν από τον εκλογικό της θρίαμβο δεν ήταν λιγότερη από αυτή που παρατηρούμε σήμερα. Άλλωστε και τότε είχαν προηγηθεί μεγάλα πολιτικά γεγονότα −υποκλοπές, Τέμπη…− που δοκίμασαν τις αντοχές του επιτελικού κράτους και άφησαν ανοιχτές πληγές που ακόμη δεν έχουν κλείσει. Η κυβέρνηση, παρά ταύτα, επανεξελέγη πανηγυρικά για δύο βασικούς λόγους, οι οποίοι ισχύουν και σήμερα: καλή πορεία της οικονομίας και έλλειψη αξιόπιστων πολιτικών αντιπάλων. Και τα δύο αυτά πλεονεκτήματα, χάρη στα οποία κέρδισε ο Μητσοτάκης τον Ιούνιο τις εθνικές εκλογές, είναι ισχυρά και μετά τις πρώτες 100 μέρες της νέας κυβέρνησης, με όλα όσα συνέβησαν το τελευταίο διάστημα και ανέδειξαν και πάλι τις σοβαρές παθογένειες με τις οποίες είτε δεν προσπάθησε να αντιπαρατεθεί η κυβέρνηση της ΝΔ είτε δεν τα κατάφερε.

Ας έρθουμε, λοιπόν, στις πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να καρπωθούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Το αναμενόμενο θα ήταν να μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, εκτός των άλλων, και τα δύο αυτά κόμματα έχουν νέους και άφθαρτους αρχηγούς. Ο ένας εξελέγη πριν από δυο εβδομάδες και ο άλλος πριν από δύο χρόνια. Οι ίδιοι προσωπικά δεν έχουν ασκήσει εξουσία, άρα ακόμη κι αν τα κόμματά τους κουβαλάνε κυβερνητικές αμαρτίες, οι πολίτες θα ήταν λογικό να είναι πιο ανεκτικοί, και ίσως και πρόθυμοι, να τους δώσουν μια ευκαιρία. Αρκεί να πειστούν ότι την αξίζουν. Έχουν πειστεί;

Η απάντηση που προκύπτει από τις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι  ένα ξεκάθαρο «όχι»! Έχουμε μια κυβέρνηση ήδη κουρασμένη στο ξεκίνημα της δεύτερης τετραετίας, που πανηγυρίζει άλλη μια άνετη εκλογική επικράτηση, με μόνο αντίπαλο τον κακό της εαυτό και τους «αντάρτες» της. Και μια αντιπολίτευση αδύναμη, αμήχανη, κατακερματισμένη, που βαδίζει στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.

Μπορούν να συνεννοηθούν ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ έτσι ώστε να αποτελέσουν στο μέλλον έναν ενιαίο πόλο απέναντι στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη; Ο Στέφανος Κασσελάκης πετάει το γάντι στον Νίκο Ανδρουλάκη μιλώντας για την ανάγκη μιας «νέας, μεγάλης προοδευτικής παράταξης». Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, όμως, βάζει στόχο να είναι το δικό του κόμμα −μόνο του− ο άλλος πόλος εξουσίας στις επόμενες εθνικές εκλογές.

Η σχέση ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ ήταν επί πολλά χρόνια εχθρική. Τα μνημόνια άφησαν σε αυτή τη σχέση τόσο βαθιές πληγές, που η επούλωσή τους δεν φαίνεται ακόμη εφικτή ούτε με δυο νέες ηγεσίες. Το ΠΑΣΟΚ συκοφαντήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και έχασε μεγάλο μέρος της εκλογικής του βάσης που βρήκε καταφύγιο στο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Ο «επαναπατρισμός» αυτής της εκλογικής βάσης είναι ο βασικός στόχος του Ανδρουλάκη, ιδιαίτερα από την ώρα που ο Μητσοτάκης άρχισε να λεηλατεί το κεντρώο κομμάτι του ΠΑΣΟΚ, τόσο σε στελέχη όσο και σε ψήφους. Με αυτά τα δεδομένα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν πάψει μεν σήμερα να είναι πολιτικά εχθρικοί χώροι (άλλωστε, το «αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» στο οποίο το ΠΑΣΟΚ πρωταγωνιστούσε δεν έχει πια νόημα μετά τη στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ), παραμένουν όμως ανταγωνιστικοί. Η συνεννόησή τους μοιάζει αδύνατη σε αυτή τη φάση, γεγονός που διευκολύνει την πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη.

Είναι αλήθεια ότι στην πολιτική όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος. Επομένως, θα ήταν άστοχο και παρακινδυνευμένο να προβλέψει κανείς ότι έτσι θα κινηθούμε σε βάθος τετραετίας. Πάντως, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι αυτές οι αυτοδιοικητικές εκλογές, που διεξάγονται λίγο πριν συμπληρωθούν επτά χρόνια από την ανάληψη της ηγεσίας της ΝΔ από τον Μητσοτάκη, επιβεβαίωσαν το πολιτικό αδιέξοδο στον χώρο της αντιπολίτευσης. Από τον Ιανουάριο του 2016, που ο Μητσοτάκης έγινε αρχηγός της ΝΔ, μέχρι και σήμερα ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων παραμένει ο ίδιος επί επτά συναπτά έτη − ή βελτιώνεται υπέρ της ΝΔ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ