Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΠΟΣΟ ΕΥΚΟΛΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ ΟΙ ΠΡΩΗΝ;

Πόσο εύκολα μπορούν να επιστρέψουν οι πρώην;
Φωτ. Φωτ. George Stroud/Daily Express/Hulton Archive/Getty Images
Αντώνης Σαμαράς και Αλέξης Τσίπρας φέρονται σήμερα διατεθειμένοι να επιστρέψουν στην πρώτη γραμμή με δικούς τους πολιτικούς σχηματισμούς. Για να πετύχουν τι ακριβώς;

Η περίοδος των μνημονίων υπήρξε καθοριστική στο πολιτικό σκηνικό τόσο για κόμματα όσο και για πρόσωπα, σφραγίζοντας τις πολιτικές εξελίξεις προς δυο βασικές κατευθύνσεις: η μία ήταν η υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στις δύο μεγάλες παρατάξεις που κυβέρνησαν τον τόπο μετά το ’74 (Κεντροδεξιά ΝΔ- Κεντροαριστερά ΠΑΣΟΚ) μπροστά στην απειλή της χρεοκοπίας. Η άλλη ήταν η ανάδειξη στη διακυβέρνηση της χώρας μιας ετερόκλητης συμμαχίας Αριστεράς – Δεξιάς (ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ), η οποία εμφανίστηκε ως «η πρώτη φορά Αριστερά».

Και οι δύο αυτές πολιτικές εξελίξεις, που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το νέο πολιτικό τοπίο, ακόμα και στη μετα-μνημονιακή περίοδο, είχαν ως βασικούς πρωταγωνιστές δύο πρώην πρωθυπουργούς: τον Αντώνη Σαμαρά και τον Αλέξη Τσίπρα. Ο πρώτος ηγήθηκε της συμμαχικής κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, ο δεύτερος της συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Και οι δύο φέρονται σήμερα διατεθειμένοι να επιστρέψουν στην πρώτη γραμμή με δικούς τους πολιτικούς σχηματισμούς. Για να πετύχουν τι ακριβώς;

Τα σενάρια δίνουν και παίρνουν − κάποιοι τους παροτρύνουν να το κάνουν κι άλλοι τους αποθαρρύνουν. Στο ερώτημα αν υπάρχει πολιτικό κενό το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να καλυφθεί από νέα κόμματα οι ερευνητές της κοινής γνώμης απαντούν με χρησμούς του τύπου «σε περίοδο ρευστότητας του πολιτικού σκηνικού, πάντα υπάρχουν κάποια κενά, το θέμα είναι αν υπάρχουν κατάλληλα πρόσωπα να τα καλύψουν».

Ο τελευταίος πρώην πρωθυπουργός που επιχείρησε να επιστρέψει στην πρώτη γραμμή με δικό του κόμμα ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου. Το έκανε διασπώντας το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και το μόνο που πέτυχε ήταν να το οδηγήσει στο χαμηλότερο ποσοστό της ιστορίας του, χωρίς, ωστόσο, ο ίδιος με το ΚΙΔΗΣΟ να καταφέρει να μπει στη Βουλή.

Σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές, το ρίσκο όμως της δημιουργίας νέων κομμάτων από πρώην πρωθυπουργούς παραμένει υψηλό. Ασφαλώς, η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, ασχέτως αν η συγκυρία φέρνει και τους δύο −Σαμαρά και Τσίπρα− μπροστά στα ίδια διλήμματα.

Ο Σαμαράς δεν ανήκει πλέον στην Κ.Ο. της ΝΔ μετά τη διαγραφή του από το κόμμα. Ασκεί δριμεία κριτική στην ηγεσία, υποστηρίζει ότι η σημερινή ΝΔ έχει ξεφύγει από τις αρχές και αξίες πάνω στις οποίες στηρίχτηκε και τις οποίες οφείλει να υπηρετεί. Ουσιαστικά λέει ότι αυτό που κατά την άποψή του πρέπει να συμβεί είναι να ξαναβρεί η ΝΔ τον δρόμο της − όχι να δημιουργηθεί ένα άλλο κόμμα για να την αντικαταστήσει. Άρα, με βάση μια στοιχειώδη ανάλυση των λεγομένων του, το συμπέρασμα στο οποίο οδηγείται κανείς είναι ότι ο Σαμαράς, εάν κάνει κόμμα, θα έχει ως βασικό του μέλημα την άσκηση πίεσης προς τη ΝΔ, ώστε να ακολουθήσει τη δική του πολιτική γραμμή, από τα εθνικά θέματα μέχρι τα κοινωνικά θέματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο Τσίπρας είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση. Ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ −είναι και βουλευτής του− στηρίζει ή «αδειάζει» τους διαδόχους του στην ηγεσία με βάση αυτό που θεωρεί ο ίδιος ότι τον βολεύει σε κάθε διαφορετική περίοδο, και φυσικά δεν συζητά το ενδεχόμενο να επιστρέψει ως αρχηγός στο κόμμα που με την ηγεσία του οδήγησε αρχικά στην εξουσία, εν συνεχεία σε ταπεινωτική ήττα και τώρα βρίσκεται ένα βήμα πριν τη διάλυση. Αυτό που επιθυμεί ο Τσίπρας είναι να κλείσει τον κύκλο του ο ΣΥΡΙΖΑ και να ιδρύσει ο ίδιος ένα νέο κόμμα που δεν θα θυμίζει καν ΣΥΡΙΖΑ.

Συμπέρασμα: οι δύο πρώην πρωθυπουργοί φλερτάρουν με την ιδέα νέων −δικών τους− κομμάτων, με εντελώς διαφορετικούς στόχους: ο Σαμαράς στοχεύει στην απομάκρυνση του Κυριάκου Μητσοτάκη και στην…προσαρμογή της ΝΔ στα δικά του «πιστεύω». Ο Τσίπρας, από την άλλη, ελάχιστα ενδιαφέρεται για τον Σωκράτη Φάμελλο κι ακόμα λιγότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Θέλει κόμμα για να ανασυνθέσει υπό τη δική του ηγεσία έναν ευρύτερο πολιτικό χώρο, αυτόν με τον οποίον δεν ήθελε να έχει σχέσεις την εποχή που επέλεξε ως κυβερνητικό του εταίρο (δύο φορές) τον Πάνο Καμμένο.

Με άλλα λόγια: ο Σαμαράς θέλει κόμμα για να επαναφέρει στο προσκήνιο τις γνωστές του πολιτικές θέσεις. Ο Τσίπρας θέλει κόμμα για να αλλάξει πολιτικές θέσεις και να σβήσει ένα σημαντικό κομμάτι του πρόσφατου παρελθόντος του.

Αντί επιλόγου, παρουσιάζει ενδιαφέρον η εκτίμηση πολιτικού αρχηγού μικρού κόμματος σε σχέση με τις πολιτικές βλέψεις των δύο πρώην πρωθυπουργών: «Έτσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, ο μεν Σαμαράς θα κάνει κόμμα για να διατηρήσει την πολιτική του επιρροή, ο δε Τσίπρας θα λέει ότι θα κάνει, προκειμένου να παρατείνει τη δική του πολιτική επιρροή. Ο πρώτος χωρίς δικό του κόμμα θα χάσει την επιρροή του, ο δεύτερος με δικό του κόμμα θα έχει πολύ μικρότερη επιρροή από αυτή που διαθέτει σήμερα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ