Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΚΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ

Το φάσμα της αποδεκτής γνώμης
Φωτ. PYMCA/Avalon/Getty Images
Πόσο εύκολα στ’ αλήθεια το αίτημα για αλήθεια και διαφάνεια στιγματίζεται από τα λαλίστατα κυβερνητικά χείλη ως αντισυστημισμός, με στόχο να υπονομευθεί η αξίωση εγκυρότητάς του, το συνταγματικό δικαίωμα της συνάθροισης ως αποσταθεροποίηση και διχασμός, οι εκφορείς της άλλης άποψης ως συνωμοσιολόγοι, ψεκασμένοι ή αγανακτισμένοι, ως όντα που φωνασκούν και κάνουν θόρυβο, χωρίς στην πραγματικότητα να εκφράζουν κάποιο επιχείρημα;

Κάθε ουσιαστική συζήτηση, συμπεριλαμβανομένης προφανώς και της δημόσιας συζήτησης, έχει δύο αλληλένδετες προϋποθέσεις, οι οποίες δεν μπορούν οι ίδιες να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης. Η πρώτη είναι η αποδοχή, από μέρους του κάθε συμμετέχοντα, του ενδεχομένου το επιχείρημά του να αποδειχθεί πιο αδύναμο από εκείνο του συνομιλητή του, με αποτέλεσμα να πειστεί αντί να πείσει. Για να το πούμε διαφορετικά, κάθε αληθινός συζητητής προσέρχεται στη συζήτηση γνωρίζοντας ότι μπορεί να μην έχει δίκιο. Αλλιώς δεν συζητά, αλλά κάνει μονόλογο. Η δεύτερη, συναφής και συνεπαγόμενη, είναι ότι όλοι οι συμμετέχοντες θα πρέπει να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, να απολαμβάνουν της αναγνώρισης του ίδιου στάτους, ειδάλλως η συζήτηση είναι εξαρχής υπονομευμένη από ιεραρχικές και εξουσιαστικές παρεμβολές. Για να το πούμε απλά, κάθε αληθινός συζητητής αναγνωρίζει στον συνδαιτυμόνα του την ίδια έλλογη δυνατότητα που έχει και ο ίδιος. Αλλιώς δεν συζητά, αλλά επιβάλλει. 

Μια από τις υποθέσεις εργασίας που κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος την τελευταία περίοδο, είναι ότι ένας από τους θεμελιώδεις μετασχηματισμούς που υφίστανται τα τελευταία χρόνια οι δημοκρατίες μας, υπό την πίεση της ανόδου του τραμπισμού, της επιστροφής της ακροδεξιάς ρητορικής και της εδραίωσης ενός αγοραίου συναλλακτισμού που επεκτείνεται σαν ιός σε κάθε τομέα της κοινωνικής δραστηριότητας, έχει να κάνει με τον δραστικό περιορισμό των δύο αυτών προϋποθέσεων. Όλα συμβαίνουν ως εάν ο δημόσιος χώρος, που θα έπρεπε να ενθαρρύνει και να προσφέρεται για μια σκληρή, πλην όμως ουσιαστική, αντιπαράθεση απόψεων στο πλαίσιο της οποίας οι συμμετέχοντες αναλαμβάνουν το ρίσκο η θέση και η άποψή τους να ηττηθεί πολιτικά, να υφίσταται μια συντονισμένη και γενικευμένη επίθεση, με στόχο τη δραστική συρρίκνωσή του, μέσα από πρακτικές υποβάθμισης του στάτους του συνομιλητή και περιορισμού του φάσματος της αποδεκτής γνώμης που δύναται να εκφραστεί. Αντί για μια γόνιμη πρόκληση σε μια αναμέτρηση, ο συνομιλητής και η άποψή του αντιμετωπίζονται, γενικώς και αδιακρίτως, με μια έντονη δυσανασχέτηση, αν όχι εχθρότητα. 

Για όσους είναι εξοικειωμένοι με την κριτική θεωρία, εν ευρεία εννοία, οι δύο προαναφερθείσες πρακτικές είναι μάλλον γνώριμες. «Ο έξυπνος τρόπος για να κρατήσετε τους ανθρώπους παθητικούς και υπάκουους είναι να περιορίσετε αυστηρά το φάσμα της αποδεκτής γνώμης, αλλά να επιτρέψετε πολύ ζωντανή συζήτηση μέσα σε αυτό το φάσμα», έγραφε ήδη τη δεκαετία του ’90 ο Νόαμ Τσόμσκι σε ένα από τα γνωστότερα βιβλία του, και προσέθετε: «Αυτό δίνει στους ανθρώπους την αίσθηση ότι υπάρχει ελεύθερη σκέψη, ενώ όλη την ώρα οι προϋποθέσεις του συστήματος ενισχύονται από τα όρια που τίθενται στο εύρος της συζήτησης». Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, την ίδια περίπου περίοδο, ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ στηλίτευε τη σταθερή τάση της εξουσίας να παρακάμπτει την κριτική, παραπέμποντας τα υποκείμενα της εκφοράς της στο ζωικό βασίλειο, τα μέλη του οποίου μπορούν να εκφράσουν θορύβους και κραυγές δυσφορίας ή ευχαρίστησης, όχι όμως έλλογα επιχειρήματα όπως οι άνθρωποι.

Από την απειλή της διακοπής της αμερικανικής ομοσπονδιακής χρηματοδότησης σε κολέγια, σχολεία και πανεπιστήμια που επιτρέπουν τις «παράνομες» διαδηλώσεις, όπως σπεύδει να χαρακτηρίσει α πριόρι ο Τραμπ συλλήβδην τις αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες, μέχρι το «you are not allowed to speak unless you bow to the king» −σε ελεύθερη μετάφραση− του αντιπροέδρου Βανς προς τον Ουκρανό ηγέτη Ζελένσκι, που υπονομεύει εξαρχής κάθε πλαίσιο ισοτιμίας της συζήτησης, τα μοτίβα αυτά αποκτούν σήμερα μια ανησυχητική πυκνότητα και μια γενικευμένη εφαρμογή σε πεδία και πτυχές που δεν παρατηρούσαμε μέχρι πρότινος. 

Αλλά και στα καθ’ ημάς, πόσο εύκολα στ’ αλήθεια το αίτημα για αλήθεια και διαφάνεια στιγματίζεται από τα λαλίστατα κυβερνητικά χείλη ως αντισυστημισμός, με στόχο να υπονομευθεί η αξίωση εγκυρότητάς του, το συνταγματικό δικαίωμα της συνάθροισης ως αποσταθεροποίηση και διχασμός, οι εκφορείς της άλλης άποψης ως συνωμοσιολόγοι, ψεκασμένοι ή αγανακτισμένοι, ως όντα που φωνασκούν και κάνουν θόρυβο, χωρίς στην πραγματικότητα να εκφράζουν κάποιο επιχείρημα; Πόσο καλό κάνει άραγε σε μια ήδη ταλαιπωρημένη, από τα χρόνια της κρίσης, δημόσια σφαίρα, και στους θεσμούς που με κόπο την υποστηλώνουν, ο συνεχής περιορισμός του φάσματος της αποδεκτής γνώμης και των νομιμοποιημένων ομιλητών; Η απάντηση είναι, νομίζω, μάλλον προφανής. Και εξαιρετικά επίπονη…



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ