Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΤΣΙΠΡΑΣ ΚΑΙ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΤΟ «ΑΝΤΙ-»

Τσίπρας και Μητσοτάκης, αντιμέτωποι με το «αντι-»
Φωτ. Jakub Zerdzicki / Pexels
Μπορεί η κληρονομιά Ανδρέα Παπανδρέου και μιας εποχής όπου η πραγματικότητα ήταν πολιτικοϊδεολογικά ελκυστική να λειτουργεί ακόμη, αλλά δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής.

Με την σειρά παρουσίας τους στην ΔΕΘ – την παραδοσιακή επαναφορά της πολιτικής, όση πολιτική έχει απομείνει δηλαδή –  Αλέξης Τσίπρας (στο συνέδριο του ECONOMIST, σε συνεργασία με το Power Game των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ και με θέμα «Η Ν.Α. Ευρώπη ως γέφυρα συνεργασίας και ανάπτυξης») και Κυριάκος Μητσοτάκης (στο άνοιγμα της 89ης ΔΕΘ, φέτος χωρίς τιμώμενη χώρα» άρα συγκεντρωμένη στα δικά μας, όπου και οι παραδοσιακές εξαγγελίες μέτρων οικονομικής πολιτικής, «μακριά από επιδοματικές λογικές, με έμφαση στην μείωση φόρων»), θα συνομιλήσουν κατά έναν διόλου συνηθισμένο τρόπο. Ο πρώτος με την επάνοδό του στην κυρίως σκηνή της πολιτικής να συζητείται, αλλά για την ώρα να γίνονται μόνον νύξεις όπως π.χ. με την συνέντευξη στην Monde ή με τις συζητήσεις για το κυοφορούμενο βιβλίο του. ο δεύτερος με την ανάγκη διαχείρισης του γεγονότος ότι βρίσκεται στο μέσον δεύτερης θητείας, με δημοσκοπική έντονη προσγείωση αλλά και με πύκνωση ενός περιβάλλοντος αμφισβητήσεως, όπου Politico ή Washington Post φωτίζουν μέτωπα από ΟΠΕΚΕΠΕ μέχρι ξορκίσματος των ΜΚΟ που ασχολούνται με το Μεταναστευτικό.

Βεβαίως, όπως παρατηρούσε σημαντικός πολιτικός των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, «το τι λένε οι ξένοι λίγο ενδιαφέρει τον ψηφοφόρο, ό,τι και να φοβούνται ή να ελπίζουν οι πολιτικοί». Μόνη ουσιαστική η πρόσληψη του όποιου πολιτικού μηνύματος θα περάσει από το φίλτρο της δικής μας κοινής γνώμης – με ό,τι συναπαρτίζει το φίλτρο αυτό! Την δεδομένη στιγμή, δε, όχι αφηρημένα και διαχρονικά.

Όπως λοιπόν σημειώθηκε από πολλούς στο κλείσιμο του καλοκαιριού, μια παγίδα που περιμένει τους δυο που θα «ανοίξουν την αυλαία» στην Θεσσαλονίκη είναι να μείνουν στο παρελθόν. Μια παγίδα που την λατρεύουν οι πολιτικοί μας – το «μας» καλύπτει την διαχρονία της Μεταπολίτευσης – καθώς επιτρέπει ισχυρές αλληλοκαταγγελίες, ωραίες επανερμηνείες, το γνωστά. Χρήσιμο λοιπόν ο Τσίπρας να ξετυλίξει «την αλήθεια του» για τα γεγονότα του 2015 όπως έκανε και στην Monde και όπως υπόσχεται στο βιβλίο του, αν μη τι άλλο γιατί έτσι θα δείξει πώς πιστεύει ότι στάθηκε απέναντι στις προκλήσεις της πολιτικής των Μνημονίων, αλλά και του Προσφυγικού – και πώς τις διαχειρίστηκε. Χρήσιμο όμως και ο Μητσοτάκης να ξαναδεί (και να ξαναεξηγήσει…) τι πήγε να προσφέρει ως επαναφορά στην πολυύμνητη κανονικότητα, μετά και πέρα από τις κρίσεις: της πανδημίας, ύστερα της γεωπολιτικής, του πληθωρισμού, τώρα-τώρα πάλι της γεωπολιτικής. Όμως και οι δυο τους, αν μείνουν εκεί, απλώς θα χαρίσουν υλικό σε οπαδούς και αντιπάλους για ένα ακόμη γύρο αντεγκλήσεων. Όμως… μήπως θα οδηγήσει και σε κάτι σαν περαιτέρω αποστασιοποίηση από την ουσία της πολιτικής; Δηλαδή… σε αποχή από την κάλπη, ιδίως των νεότερων ηλικιών που ήδη κούνησαν το μαντήλι στην πολιτική;

* * *

Ακόμη χειρότερη, όμως, θα ήταν η άλλη διάσταση της εμμονής στο παρελθόν. Εννοούμε στο αγκάλιασμα με το «αντι-».

Ο ΣΥΡΙΖΑ χτίστηκε και έφθασε στην εξουσία και την άσκησε την εξουσία με το αντι-Μνημόνιο. Γνωστό κι αυτό. Αυτή όμως είναι η μισή πραγματικότητα: η άλλη μισή είναι ότι επεδίωξε να εκφράσει τους «μακράν της εξουσίας» , λίγο όπως το ΠΑΣΟΚ της πρώτης του δεκαετίας στα πολιτικά πράγματα – αλλά ΚΑΙ ότι δέχθηκε/αποφάσισε να δει κατάματα τις δουλειές της άσκησης εξουσίας μέσα σε δεδομένα πλαίσια (Αυτό το τελευταίο κλήθηκε να πληρώσει πολιτικά ως κωλοτούμπα, λέξη-έννοια που έγινε και διεθνής, πάντως Ευρωπαϊκή έκφραση της πολιτικής προσγείωσης, ως κolotoumba). Η τοποθέτηση Τσίπρα στην Monde δείχνει ότι αυτό, το έχει ενσωματώσει στην πολιτική του ανάγνωση. Πολύτιμο και ελευθερωτικό για να πάει παραπέρα.

Η Νέα Δημοκρατία – εκδοχής Κυριάκου Μητσοτάκη – διεκδίκησε την εξουσία και άσκησε την διακυβέρνηση μέχρι και την δεύτερη εκλογή/επανεκλογή με βασικό όπλο την αντι-ΣΥΡΙΖΑ στράτευση. Και εδώ, δεν είναι αυτή όλη η πραγματικότητα: δεν επρόκειτο μόνον για αντιστροφή της έως το 2019 διαχείρισης. Η προσέγγιση στην οικονομία για παράδειγμα, καθώς και η επιδοματική πολιτική δεν έδειξε να εγκαταλείπεται (τα -Pass άψευστη τούτου μαρτυρία) όσο κι αν η έμφαση προβολής δινόταν πλέονστην μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, ούτε το ενεργό φορολογικό βάρος συγκράτησε (βοηθούντος του πληθωρισμού, με επίσης σημαντική την συνεισφορά της ψηφιοποίησης/της ΑΑΔΕ).

Όμως … προσοχή! Το περιβάλλον της ΔΕΘ, ως ευκαιρία ξεκαθαρίσματος προθέσεων ενώπιον της κοινής γνώμης, δεν αποτελεί ευκαιρία/υποχρέωση κατάθεσης προγράμματος ή συνεκτικού πλαισίου πολιτικής. Μπορεί η κληρονομιά Ανδρέα Παπανδρέου και μιας εποχής όπου η πραγματικότητα ήταν πολιτικοϊδεολογικά ελκυστική να λειτουργεί ακόμη, αλλά δεν αποτελεί εγγύηση επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής. Όσο δε κι αν – πάντως μετά το κακότυχο εκ του αποτελέσματος «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» – έγινε αντιληπτό ότι η γείωση στις αντοχές της οικονομίας είναι εξίσου απαραίτητη όσο κι η ανταπόκριση στις προσδοκίες της κοινωνίας (άρα, στα ζητούμενα της πολιτικής), έχουμε πλέον βρεθεί σε ένα άλλο άκρο: το εκφράζουν οι αναφορές σε μέτρα «κοστολογημένα» («πλήρως» ή «απολύτως»: φθάσαμε μέχρι να προτείνεται έλεγχος από κάποιο ανεξάρτητο σώμα, τύπου Δημοσιονομικού Συμβουλίου ή κάποιου αντίστοιχου).

Αν την απαίτηση για κοστολόγηση των προτεινόμενων προγραμματικών προθέσεών της βρίσκει απέναντί της κάθε διεκδικητής της εξουσίας – δηλαδή κάθε αντιπολιτευόμενος – ο όποιος κυβερνητικός λόγος έχει να αναμετρηθεί με ένα άλλο, εξίσου δυσάρεστο: πρόκειται για την απαίτηση «παροχών», μια διατύπωση που πηγαίνει αρκετά πίσω, ακόμη και πριν την Μεταπολίτευση. Πρόκειται για μια υποτιμητική της πολιτικής λειτουργίας πρόσληψη της πολιτικής: οι «παροχές» παραπέμπουν σε κάτι σαν δώρο, σαν ρεγάλο από την πολιτική τάξη (εδώ: την Κυβέρνηση) προς τον λαό. Έννοια αντίστοιχα προσβλητική με το τάξιμο. Ενώ – προφανώς – πρόκειται για μέτρα οικονομικής πολιτικής, για προσαρμογές ή για αλλαγή προτεραιοτήτων.

Αν, λοιπόν, όχι προγραμματική πρόφαση αλλ’ ούτε και λόγος περί παροχών, τότε τι; Καιρός είναι η ΔΕΘ να αποτελέσει ευκαιρία μιας ανοιχτής και ειλικρινούς κατάθεσης στίγματος. Προθέσεων ως προς την κατεύθυνση της πολιτικής. «Πού θα το πάμε το καράβι», αλλά και «πώς». 

Γιατί, αν μείνει στο προσκήνιο μόνο το «αντι-», και μάλιστα της εύκολης εκδοχής – ποιος δεν θα προσέτρεχε σήμερα σε ένα «αντι-νοοτροπία ΟΠΕΚΕΠΕ»; ποιος δεν θα εναντιωθεί σε μια πρόταση πολιτικής που θα ξέφευγε από τον δημοσιονομικό κανόνα (προσαρμοσμένο!) της Ευρωζώνης; – τότε ο πολιτικός λόγος κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά στην δυσπιστία του ακροατηρίου (για να δούμε δημοσκοπικά, μιας και είναι του συρμού: στην αύξηση της «γκρίζας ζώνης», των αναποφάσιστων, ή ακόμη-ακόμη των «αφήστε με ήσυχο!»).

Η αποκήρυξη των μεθοδεύσεων τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ είναι απλή, εντέλει. Το πώς τώρα θα γίνει το εκκαθάριση της κόπρου του Αυγεία, όχι διακηρυκτικά και δήθεν τιμωρητικά, σίγουρα χωρίς να καούν τα χλωρά μαζί με τα ξερά, κι ακόμη περισσότερο πώς θα γίνει η – πραγματική, όχι επικοινωνιακή! – διαπραγμάτευση για το νέο-νέο σύστημα αγροτικών ενισχύσεων της νέας ΚΑΠ, αυτή είναι η πρόκληση! Αντίστοιχα, πώς θα γίνει η μετάβαση στην νέα εποχή μετά-το-Ταμείο-Ανάκαμψης, με ποιού είδους διαπραγματευτικό προσωπικό αντί των χειριστών spreadsheets και των τεχνικών της επικοινωνίας, ή ακόμη πώς θα αντιμετωπισθεί το μείζον ζήτημα της ανακύκλωσης, να αληθινές προκλήσεις για να δοθεί σήμα σε περιβάλλον ΔΕΘ!

* * *

Η παγίδευση του πολιτικού λόγου στο «αντι-» είναι ακόμη πιο επικίνδυνη αν δεν σταθεί κανείς μόνο στα οικονομικά, άντε και στα κοινωνικά (Υγεία/ΕΣΥ, Παιδεία/ιδιωτικά ΑΕΙ, συνταξιοδοτικό, ενεργειακά περιβαλλοντικά), αλλά προχωρήσει και στο ναρκοπέδιο της εξωτερικής πολιτικής. Πού, στην περίοδο που περνούμε και στην προοπτική που ανοίγεται για τους επόμενους μήνες μπροστά μας, αποτελεί ισχυρό πειρασμό. 

Είδαμε βέβαια ότι το συνέδριο ECONOMIST καλεί ήδη σε ανάλυση των προοπτικών Ν.Α. Ευρώπης (και μάλιστα ως «γέφυρας συνεργασίας και ανάπτυξης»), πράγμα ολισθηρό εκεί που βρισκόμαστε – με την Εγγύς Ανατολή σε ανάφλεξη, με την κατάσταση στην Γάζα σε ακραία φρίκη, με τους αναθεωρητισμούς στα πάνω τους. Με τις ΑΟΖ σε σύγκρουση χαρτών-και-βλέπουμε, με το ίχνος των ενεργειακών πολυεθνικών να είναι παρόν και αμφιλεγόμενο μαζί. Με τους «διαδρόμους» τύπου IMEC μετά τον BRI σε αντιπαλότητα, με τα καλώδια και τις διοδεύσεις τους αντιστοίχως.

Εκεί, μια προσέγγιση βασιζόμενη σε «αντι-» θα κινδύνευε να είναι εξίσου εύκολη, όσο και επικίνδυνα αποσταθεροποιητική. Η Ελλάδα σπανίως έχει βρεθεί σε κρισιμότερο σταυροδρόμι. Όχι στα λόγια, δε, Η ανατίναξη ενός μίνιμουμ συναίνεσης στο εσωτερικό πολιτικό/κομματικό σκηνικό θα ήταν δύσκολα επανορθώσιμη: αλλά και παλιν, ο πειρασμός του εύκολου «αντι-» είναι μεγάλος. Το πραγματικό ζητούμενο είναι ποιος/πώς/με ποιους θα προσγειώσει βαθμιαία σε θέσεις (και σε ανοίγματα, και σε προσεγγίσεις) συμβατές με το σήμερα. Τα περιθώρια ανέκαθεν στενά – για προσωπικές πολιτικές και για εκφώνηση «εύκολων» σεναρίων δεν έχουν απλώς στενέψει. Είναι ανύπαρκτα. Ενώ η απασφαλισμένη βόμβα της σχέσης με το Ισραήλ προσθέτει κινδύνους.  Η δε παραμονή σε μια λογική αγοράς εξοπλιστικών συστημάτων – έναντι – ελπιζόμενης – προστασίας έχει εξαντλήσει  τα όριά της … και το βλέπουμε. Ποιος/πώς/με ποιους θα κάνει κινήσεις διορθωτικές και όχι επικοινωνιακές;

* * *

Εδώ, ο αναγνώστης αυτού του σημειώματος θα μπορούσε να διερωτηθεί – ευλόγως – γιατί δεν κάνουμε αναφορά στον ένα (τουλάχιστον) άλλο πόλο της ΔΕΘ: το ΠΑΣΟΚ. Όχι, δε, τόσο για τα θεσμικά – Αξιωματική Αντιπολίτευση κοκ – όσο επειδή τον τελευταίο καιρό το ως άνω ΠΑΣΟΚ έχει κοπιάσει προκειμένου να χτίσει ένα προγραμματικό οικοδόμημα, με άξιους ανθρώπους και με φόντο παρελθόντος συν, με συνειδητή στόχευση την απόδειξη κυβερνησιμότητας (προηγείται άλλωστε και η 3η του Σεπτέμβρη, κατά τα κομματικά θέσμια). Με Τάσο Γιαννίτση να έχει προσφέρει input, Νίκο Χριστοδουλάκη, Άννα Διαμαντοπούλου, Γιάννη Μανιάτη ακόμη και Σταύρο Μπένο να συμπαρατάσσονται, η προσέγγιση «υπόσχεται».

Μάλιστα – αν καταλάβαμε καλά – το ΠΑΣΟΚ έχει κάνει την επιλογή να παρουσιάσει Μαύρη Βίβλο (η εκδοχή ΠΑΣΟΚ για το «αντι-») αποδόμησης της Κυβέρνησης σε θέματα όπως η ακρίβεια,  η κρίση της κατοικίας κοκ. αλλά και Λευκή Βίβλος για θέματα όπως το κοινωνικό κράτος, τα εργασιακά, την περιφερειακή ανάπτυξη αλλά και το δημογραφικό, σε μια προγραμματική λογική.

Παρ’ όλη αυτήν προεργασία, όμως, «κάτι» από το ΠΑΣΟΚ δείχνει να διστάζει να βγει μπροστά. Για αυτό και μείναμε σ’ αυτό το σημείωμα στις βασικές προκλήσεις του «ανοίγματος» της ΔΕΘ, από το δίπολο Τσίπρα – Μητσοτάκη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ