WHICH SIDE ARE YOU ON, BOYS?
- 09.11.23 14:54
Έχει άραγε η ιστορία πλευρές; Το ερώτημα δεν είναι θεωρητικό ή ακαδημαϊκό, αλλά απολύτως πρακτικό. Εσχάτως, οι φράσεις «σωστή» ή/και «λάθος πλευρά της ιστορίας» κατακλύζουν μονότονα τον δημόσιο διάλογο. Χρησιμοποιούνται δε για την επίρρωση θέσεων και στάσεων με κομβικές κοινωνικές, πολιτικές και διεθνείς συνέπειες. Δεν είναι λίγο, άλλωστε, να έχεις την ιστορία με το μέρος σου· να υποβαστάζει τις επιλογές σου και, με συγχρονισμένο βηματισμό, να περπατά μαζί σου, γεμίζοντας τα στήθη σου με έναν αέρα σιγουριάς και ακαταμάχητης αυτοπεποίθησης. Ποια είναι, όμως, ακριβώς η ιδέα που μετακενώνει η φράση; Επιχειρώντας μια πιο προσεκτική ανάγνωση, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η «σωστή πλευρά της ιστορίας» μπορεί να σχετίζεται με δύο, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, προσεγγίσεις.
Σύμφωνα με την πρώτη, η «σωστή πλευρά της ιστορίας» αναφέρεται σε εκείνη την πλευρά που τελικά επικράτησε σε μια σύγκρουση. Αυτό βεβαίως μπορεί να το κρίνει κανείς μόνο αναδρομικά, ex post. Είμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας σημαίνει εν προκειμένω ότι είμαστε με τους νικητές, τους τωρινούς ή τους μελλοντικούς, σύμφωνα με την εκτίμησή μας· με τους Συμμάχους και όχι με τη ναζιστική Γερμανία, που συνετρίβη μετά την απόβαση στη Νορμανδία· με την καπιταλιστική Δύση και όχι με την κομμουνιστική Ανατολή, που κατέρρευσε το 1989.
Στην πραγματικότητα, όμως, μια τέτοια προσέγγιση καταλήγει αναπόφευκτα σε μια ελεγεία της νίκης με κάθε κόστος, σε μια αποθέωση της realpolitik, που λένε οι Γερμανοί. Πρέπει πάση θυσία να είμαστε με τους νικητές, ανεξαρτήτως της αξιακής θέσης που αυτοί λαμβάνουν στην εκάστοτε σύγκρουση. Το γεγονός, όμως, ότι μια συγκεκριμένη πλευρά επικράτησε, δεν την κάνει άνευ ετέρου και «σωστή». Ήταν οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες, που τον 16ο και τον 17ο αιώνα εξαφάνισαν από προσώπου γης τους ιθαγενείς του Νέου Κόσμου, στη «σωστή πλευρά της ιστορίας»; Πράγματι νίκησαν. Αλλά ήταν στη «σωστή πλευρά»;
Η δεύτερη ερμηνεία είναι αρκετά διαφορετική. Εδώ «η σωστή πλευρά της ιστορίας» είναι η πλευρά που έχει το δίκιο με το μέρος της· που, ακόμα και αν χάσει προσωρινά μια μάχη, θα έχει πάντοτε το ηθικό πλεονέκτημα και γι’ αυτό θα είναι εκείνη που στο τέλος θα επικρατήσει. Η μαρξιστική προέλευση του ανωτέρω επιχειρήματος και οι αναφορές της σε μια φιλοσοφία της ιστορίας που άνθισε στον Μεσοπόλεμο είναι πράγματα λίγο πολύ γνωστά. Η κομμουνιστική υπόθεση αποτελούσε, υποτίθεται, την αναπόφευκτη και ταυτόχρονη πραγμάτωση της ιστορίας και της δικαιοσύνης. Το νέο, ωστόσο, στοιχείο που προστίθεται σήμερα είναι ότι η δομή της επιχειρήματος επιστρατεύεται, σε ευρεία μάλιστα κλίμακα, από τη φιλελεύθερη Κεντροδεξιά.
Το πρόβλημα της εν λόγω προσέγγισης δεν είναι μόνο ο ντετερμινιστικός της χαρακτήρας· το γεγονός ότι, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχει κανένας ύστατος κριτής που κατευθύνει την ιστορία και φροντίζει αυτή να παραμείνει στη «σωστή» της πορεία. Είναι επίσης −αν όχι κυρίως− ότι το δίκιο δεν διακρίνεται πάντοτε από το άδικο με τον ίδιο τρόπο που διακρίνεται το άσπρο από το μαύρο. Αντιθέτως, ο ασπρόμαυρος «χρωματισμός» της δικαιοσύνης δημιουργεί ορισμένες φορές τεχνητά διλήμματα, τα οποία ούτε μας επιτρέπουν να τοποθετηθούμε νηφάλια ούτε ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ποιος είναι, για παράδειγμα, στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», ο Νετανιάχου ή η Χαμάς; Αν επιλέξει κανείς τον πρώτο, οι φονικές επιδρομές στην Τζενίν και τη Ναμπλούς τους περασμένους μήνες, τα χιλιάδες ανήλικα θύματα των αντεπιθέσεων στη Γάζα και η ανθρωπιστική κρίση συνιστούν αναγκαίες «παράπλευρες απώλειες» για την επικράτηση ενός υπέρτερου σκοπού. Αν επιλέξει κανείς τη δεύτερη, ο τρόμος, η ωμή βία και ο θάνατος που έσπειρε η 7η Οκτωβρίου στο Τελ Αβίβ κανονικοποιούνται και κατόπιν αποθεώνονται. Μια διπλή άρνηση −ένα «ούτε ούτε»− θα ήταν σαφώς πιο χρήσιμη και πιο εποικοδομητική. Θα απέτρεπε δε περίεργες ακροβασίες, όπως εκείνη της πρόσφατης κυβερνητικής αποχής από το σημαντικό ψήφισμα του ΟΗΕ.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα· ένα βαθύτερο ίχνος. Η ιδέα της «σωστής πλευράς της ιστορίας» είναι, στην πραγματικότητα, αναπόσπαστη από την οπτική των δυτικών, από την παγκόσμια ηγεμονία που διατηρούσε απρόσκοπτα η Δύση μέχρι πρόσφατα και την ιδέα της ηθικής, πολιτισμικής και πολιτικής ανωτερότητάς της. Δύσκολα θα έβρισκε κανείς κάποιον Iνδό ή Kινέζο πολιτικό ή στοχαστή να υποστηρίζει χωρίς καμία επιφύλαξη ότι βρίσκεται στη «σωστή πλευρά της ιστορίας».
Ακόμη όμως και ένας παθιασμένος θιασώτης της Ευρώπης (και της Δύσης γενικότερα), όπως ο Τίμοθι Γκάρτον Ας, δεν διστάζει να φωτίσει τους τεράστιους κινδύνους μιας τέτοιας οπτικής: «Αποθεώνοντας την πολυστρωματική κληρονομιά της Ευρώπης, διατρέχουμε πάντα τον κίνδυνο να εγκλωβιστούμε σε αυθαίρετα γενικευτικούς ισχυρισμούς για τη μοναδικότητα και την εγγενή ανωτερότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τόσο η Κίνα όσο και η Ινδία μπορούν να υποδείξουν μνημεία πολιτισμού εξίσου παλιά και πολυστρωματικά όσο εκείνα της Ευρώπης […] Δεν χρειάζεται […] να επιμείνουμε στη μοναδικότητα, πόσο δε μάλλον στην εγγενή ανωτερότητα του δικού μας κομματιού του ανθρώπινου πολιτισμού. Εκείνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να αποφασίσουμε τι αξίζει στη δική μας κληρονομιά −τι πρέπει να απορρίψουμε και τι να ασπαστούμε, να διαφυλάξουμε και να βελτιώσουμε−, όπως θα κάνουν και οι Κινέζοι και οι Ινδοί με τη δική τους». Όλα τα άλλα, θα προσθέταμε, δεν είναι παρά αυτοεκπληρούμενες ασκήσεις ιστορικής δικαίωσης.