ΠΩΣ Η ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΠΑΨΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΧΡΕΩΜΕΝΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ
- 22.05.24 12:25
Μετά τις Ευρωεκλογές θα ανοίξει μια πολύ έντονη συζήτηση στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βιωσιμότητα του χρέους πολλών ευρωπαϊκών χωρών, ενώ ακόμα και έντεκα από τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βρεθούν αντιμέτωπα με την απειλή της ενεργοποίησης της διαδικασίας «υπερβολικού ελλείμματος», που σημαίνει υποχρέωση λήψης περιοριστικών μέτρων για να κλείσουν οι δημοσιονομικές «τρύπες». Η Ελλάδα θα παρακολουθεί αυτή τη συζήτηση στα αρμόδια όργανα, αλλά δεν αναμένεται να συμπεριληφθεί στη λίστα των χωρών εκείνων των οποίων οι δημοσιονομικές επιδόσεις θα τεθούν στο μικροσκόπιο. Αν η βιωσιμότητα του χρέους κρίνεται από το κλάσμα «χρέος προς ΑΕΠ», η Ελλάδα, όντας η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρώπη και κατέχοντας ένα από τα χειρότερα ποσοστά στον πλανήτη, έχει πλέον την πολυτέλεια να επικεντρώσει τις πολιτικές της στον παρονομαστή του κλάσματος (το ΑΕΠ), καθώς στον αριθμητή όλα φαντάζουν τακτοποιημένα.
Τηρώντας τη σχετική υποχρέωση, το οικονομικό επιτελείο κατέθεσε στο τέλος Απριλίου το πρόγραμμα σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δημοσιεύοντας εκτιμήσεις και προβλέψεις για τα έτη 2024 και 2025. Ας σταθούμε στην πρόβλεψη για την εξέλιξη της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ: υποχώρηση στο 152,7% φέτος (με μείωση 9,2 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το 161,9% του 2023) και 146,3% το 2025, με περαιτέρω μείωση κατά 6,3 ποσοστιαίες μονάδες. Πού στηρίζεται αυτή η πρόβλεψη; Στο ότι θα παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ στις δύο αυτές χρονιές (ουσιαστικά η ίδια δημοσιονομική επίδοση με το 2023, αφού κλείσαμε τελικώς στο 1,9%) και στο ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι της τάξεως του 2,5% και του 2,6% για τις δύο χρονιές, με πληθωρισμό στο 2,6% για φέτος και στο 2% για του χρόνου. Οι προβλέψεις για την εξέλιξη του χρέους μετά το 2025 θα δημοσιευτούν το φθινόπωρο. Ωστόσο, οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί (ελεγκτικοί οίκοι όπως πρόσφατα η S&P, το ΔΝΤ κ.τ.λ.) βλέπουν ότι η Ελλάδα είναι ικανή μέχρι το τέλος του 2028 να ρίξει την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ κάτω από το 130%. Τι σημαίνει αυτό; Ότι θα πάψει να είναι (και με διαφορά) η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία χρέους στην Ευρώπη. Το πιθανότερο είναι ότι αυτό θα συμβεί μέσα στο 2026. Γιατί; Διότι η Ιταλία, που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη 2η θέση, με αναλογία 137,3% στο τέλος του 2023 (περίπου 25 μονάδες χαμηλότερα συγκριτικά με την Ελλάδα, που ήταν στο 161,9% στο τέλος της περσινής χρονιάς) προβλέπεται ότι θα έχει αύξηση και φέτος και του χρόνου, εξαιτίας των υψηλών ελλειμμάτων και της χαμηλής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα το τέλος του 2025 να τη βρίσκει με αναλογία χρέους προς ΑΕΠ στο 141%. Αυτομάτως, η διαφορά με την Ελλάδα θα πέσει μέσα σε μια διετία στις 5,3 ποσοστιαίες μονάδες από 25 μονάδες σήμερα. Εκτός απροόπτου, και υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα παραμείνει εντός στόχων όσον αφορά στις δημοσιονομικές δεσμεύσεις, το 2026 θα είναι η χρονιά αλλαγής σκυτάλης, με την Ιταλία να καταλαμβάνει την 1η θέση ως η χώρα με το μεγαλύτερο χρέος αναλογικά με το ΑΕΠ.
Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που εξασφαλίζουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αισιοδοξεί για την πορεία του χρέους της και να εστιάζει περισσότερο στις πολιτικές ενίσχυσης της ανάπτυξης.
- Η ετήσια δαπάνη για τους τόκους έχει ουσιαστικά «κλειδώσει» στα επίπεδα των 5 δισ. ευρώ ετησίως. Παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια παραμένουν υψηλά, επηρεάζοντας και τις αποδόσεις των ομολόγων, το γεγονός ότι το ελληνικό χρέος έχει σταθερό επιτόκιο επιτρέπει στον αρμόδιο ΟΔΔΗΧ να διαβεβαιώνει τις αγορές ότι μπορεί να κρατήσει αμετάβλητο το κονδύλι των τόκων για πολλά χρόνια. Σε αυτό συμβάλλουν και τα συμβόλαια αντιστάθμισης κινδύνου που έχουν συναφθεί (swaps), αλλά και οι δυνατότητες πρόωρων αποπληρωμών χρέους, που ειδικά φέτος θα «στοχεύσουν» στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό, δηλαδή στα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου.
- Ήδη από το 2023 ο ΟΔΔΗΧ υλοποιεί πρόγραμμα μείωσης του χρέους, όχι μόνο αναλογικά με το ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτο ποσό. Αυτό εξασφαλίζεται και χάρη στα πρωτογενή πλεονάσματα που παράγει o προϋπολογισμός −σε ταμειακούς όρους καλύπτουν περίπου τη δαπάνη των τόκων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, παραμένει σταθερή−, αλλά και εξαιτίας της δυνατότητας να προγραμματίζονται πρόωρες αποπληρωμές χρέους με αξιοποίηση των ταμειακών διαθεσίμων. Ο προγραμματισμός προβλέπει πρόωρες αποπληρωμές ακόμα και μέχρι το 2031. Ήδη αποπληρώθηκε το ΔΝΤ, έχουν μειωθεί τα διμερή δάνεια του πρώτου μνημονίου στα 40 δισ. ευρώ, και δρομολογείται ταχεία μείωση του χρέους και στα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου.
- Με την αναδιάρθρωση του χρέους κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, η μέση περίοδος αποπληρωμής του ελληνικού χρέους είναι μια από τις μεγαλύτερες −αν όχι η μεγαλύτερη− σε ολόκληρη την Ευρώπη. Φτάνει ακόμη και στα 20 χρόνια, όταν σε υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες περιορίζεται ακόμη και κάτω από τα 7 χρόνια.
- Οι συνολικές ετήσιες χρηματοδοτικές δαπάνες της χώρας είναι σχεδόν οι μισές σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, καθώς περιορίζονται στο 5% του ΑΕΠ έναντι 10% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Είναι το αποτύπωμα των παραγόντων που προαναφέρθηκαν: υψηλό κομμάτι του χρέους στον δημόσιο τομέα, μεγάλη περίοδος αποπληρωμής, «κλειδωμένο» ποσό τόκων και υψηλά ταμειακά διαθέσιμα