ΡΩΣΙΑ – ΟΥΚΡΑΝΙΑ: ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΣΩΣΟΥΝ ΖΩΕΣ
- 21.03.23 13:15
Το κόστος του πολέμου μεγαλώνει, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με προσφυγική κρίση επικών διαστάσεων, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, ενώ τα συνολικά θύματα του πολέμου φτάνουν τις εκατοντάδες χιλιάδες. Τα σχέδια προμήθειας δυτικών τανκς στην Ουκρανία, όπως έχουν ήδη ανακοινωθεί, δείχνουν ότι οι ΗΠΑ, η Γερμανία και άλλες χώρες ετοιμάζονται για σαφώς πόλεμο μακρότερης διάρκειας. Όμως, μια τέτοια, πιο μακρόχρονη, σύγκρουση θα σημάνει τον θάνατο πολύ περισσότερων ανθρώπων. Οι ηγέτες της Δύσης θα διαπράξουν μέγα σφάλμα ματεύσεων προκειμένου να τερματιστούν οι εχθροπραξίες – και τούτο ενώ θα συνεχίζουν να στηρίζουν την Ουκρανία.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει πει ότι ευνοεί μεν την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, όμως μόνο αφότου η Ουκρανία θα έχει ανακτήσει σημαντικά εδάφη. Επιδιώκει να ανακτήσει όχι μόνον τα εδάφη τα οποία η Ουκρανία έχασε το 2022, αλλά και όσα είχε χάσει το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και έκανε κατοχή σε τμήματα της περιοχής του Ντονμπάς.
ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Οι "Ματιές στον Κόσμο" αποτελούν μια σταθερή στήλη της Οικονομικής Επιθεώρησης για τις πολιτικές και…
Διάκειμαι θετικά ως προς την επιθυμία της Ουκρανίας να συνεχίσει τον αγώνα μέχρις ότου εκδιώξει τις ρωσικές δυνάμεις απ’ όλο το έδαφός της. Αντιλαμβάνομαι ότι οι Ουκρανοί ηγέτες ανησυχούν μήπως η έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών υποσκάψει το ηθικό των στρατευμάτων τους, τη στιγμή που μάχονται με τόση γενναιότητα. Ο αγώνας τους είναι δίκαιος. Όμως οι στόχοι τους στην πολεμική αυτή αναμέτρηση δεν είναι ρεαλιστικοί. Τα δυτικά τανκς αποτελούν σύμβολο δέσμευσης και, τελικώς, θα βελτιώσουν τη δυνατότητα των Ουκρανών να προσβάλουν τις οχυρές θέσεις των Ρώσων, όμως δεν αποτελούν παράγοντα που θα αλλάξει το πολεμικό παιχνίδι.
Υπάρχει μια θετική πιθανότητα, τα τανκς να ωθήσουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν να σκεφτεί σοβαρά την έναρξη διαπραγματεύσεων. Πλην όμως εξακολουθεί να ισχύει ότι δεν μπορεί να υποχωρήσει χωρίς να έχει κάτι να δείξει για τον πόλεμο, όσο κι αν ο πόλεμος αυτός είναι απαράδεκτος. Με δεδομένο το πόσα έχει επενδύσει σ’ αυτή την πολεμική επιχείρηση, μια ενδεχόμενη αποτυχία –ακόμα περισσότερο μια ευρύτερη απώλεια εδάφους, όπως της Κριμαίας, ή των άλλων εδαφών που είχε καταλάβει το 2014 η Ρωσία– θα κινδύνευε να προκαλέσει εξέγερση από τις ελίτ της Ρωσίας, πράγμα που θα αποσταθεροποιούσε το ίδιο του το καθεστώς. Υπάρχει εξάλλου εδώ και μια βαθύτερα προσωπική σταυροφορία του Βλαντιμίρ Πούτιν, που πιθανόν τη θεωρεί κορύφωση της μακράς βασιλείας του.
Όμως ο πόλεμος δείχνει να είναι μη ρεαλιστικός και για τους Ουκρανούς, καθώς ο πρόεδρος Πούτιν δεν δείχνει να πρόκειται να βρεθεί μπροστά σε οικονομικό αδιέξοδο. Η Κίνα τον στηρίζει πολιτικά και αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Οι κυρώσεις, δε, δεν έπληξαν βαριά τη ρωσική οικονομία, όπως αρχικά αναμενόταν. Τα στρατεύματα Πούτιν ακόμα πληρώνονται τακτικά και ο ρωσικός στρατός έχει οχυρωθεί στο πεδίο.
Η Ουκρανία δεν μπορεί να πετύχει τους πιο φιλόδοξους στόχους της χωρίς ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της στήριξης που λαμβάνει από τη Δύση. Για τον λόγο αυτό δεν ζητά μόνον τανκς, αλλά και μαχητικά F-16, drones τύπου Gray Eagle, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς ATACMS και βόμβες διασποράς. Ίσως μια παρατεταμένη πολεμική αναμέτρηση να οδηγούσε στην ανακατάληψη της περιοχής του Ντονμπάς ̇ θα μπορούσε ωστόσο να οδηγήσει και σε νέες επιθέσεις κατά του Κιέβου. Πλην όμως για τη Δύση δεν διακυβεύονται τα ζωτικά εκείνα συμφέροντα που θα δικαιολογούσαν τους κινδύνους που συνεπάγεται μια κλιμάκωση, καθώς και το στρατιωτικό, πολιτικό και ανθρώπινο κόστος που θα προ- καλούσε η στήριξη των μεγαλύτερων στόχων της Ουκρανίας.
Στις ΗΠΑ το Κογκρέσο έχει ήδη ψηφίσει υπέρ της βοήθειας –στρατιωτικής, χρηματοδοτικής και με άλλου είδους συμπαράσταση– προς την Ουκρανία, που ξεπερνάει τα 100 δισ. δολάρια. Όμως η στήριξη της κοινής γνώμης προς παρόμοια μέτρα έχει αρχίσει να υποχωρεί. Δημοσκόπηση, που δημοσιοποιήθηκε τον Δεκέμβριο από τη δεξαμενή σκέψης Chicago Council, έδειξε ότι το ποσοστό των Αμερικανών που πιστεύουν ότι η Ουάσινγκτον θα ’πρεπε να στηρίζει την Ουκρανία «για όσο καιρό χρειαστεί» έχει περιοριστεί σε ένα 48%, σε υποχώρηση από το 58% τον Ιούλιο. Επιπλέον, δεν θα πάψουν να υπάρχουν οι διαφορές μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ για το μέχρι πού θα πρέπει να συνεχιστεί η στήριξη. Για όλους, πάντως, ο κίνδυνος κλιμάκωσης σε έναν ευρύτερο και καταστροφικότερο πόλεμο θα εξακολουθεί να υφίσταται όσο θα συνεχίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις.
Ένας συνεχιζόμενος πόλεμος είναι βέβαιο ότι θα καταναλώσει ευρωπαϊκούς πόρους οι οποίοι σπανίζουν. θα εμποδίσει εκατομμύρια προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια τους. θα εξασθενήσει το οικονομικό κλίμα. Μπορεί οι απειλές Πούτιν για χρήση πυρηνικών να είναι καταδικαστέες και να έχουν ιδιοτελή χαρακτήρα, πλην όμως μια υπεύθυνη προσέγγιση στο θέμα του πολέμου οδηγεί στο να λαμβάνεται στα σοβαρά το ενδεχόμενο ότι θα μπορούσε να καταλήξει στη χρήση πυρηνικών όπλων. Οι ενδεχόμενες, τότε, απώλειες θα είναι υπερβολικά μεγάλες. Γι’ αυτό και χρειάζεται μια πολύ πιο σοβαρή διπλωματική προσέγγιση, και τούτο ενώ θα συνεχίζουμε να πιέζουμε τη Ρωσία σε παγκόσμια κλίμακα.
Όσοι ευνοούν τη συνέχιση του πολέμου, ενδεχομένως πιστεύουν ότι υπάρχει μια στρατιωτική λύση –εναλλακτική ως προς τη διαπραγματευτική προσέγγιση– που θα μπορούσε να επιλύσει τη βαθύτερη διαφορά που υπάρχει μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Όμως, μια τέτοια εναλλακτική δεν υφίσταται. Ναι, θα ήταν ωραίο η Ουκρανία να ανακτήσει κάπως περισσότερα εδάφη. Όμως με ποιο κόστος θα συνέβαινε αυτό; Και με ποιο στρατηγικό όφελος; Και στην απίθανη ακόμα περίπτωση που η Ουκρανία θα στηριζόταν πλήρως από τη Δύση επί πολλά χρόνια και θα κατέληγε να διώξει τη Ρωσία απ’ όλα τα ουκρανικά εδάφη, και πάλι η Ρωσία κατά πάσα πιθανότητα θα επαναλάμβανε αργότερα πολεμικές επιχειρήσεις προκειμένου να διασώσει τα χαμένα της εδαφικά κέρδη – και τη φήμη της. Μια κίνηση για αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα θα μπορούσε βέβαια να αποτρέψει κάτι τέτοιο, πλην όμως θα ήταν εκπληκτικά ριψοκίνδυνη.
Το να επανεκκινήσει κανείς τη διπλωματική προσπάθεια θα απαιτούσε σκληρές διαπραγματεύσεις προκειμένου να πειστεί η Ουκρανία να υιοθετήσει πιο ρεαλιστική προσέγγιση ως προς τους πολεμικούς της στόχους. Τα δυτικά τανκς που δίνονται στην Ουκρανία θα δυσχεράνουν αυτή την προσέγγιση, πλην όμως την ίδια στιγμή θα ενισχύσουν και την ικανότητα της Δύσης –αλλά και το δικαίωμά της– να ασκήσει πίεση προς αυτή την κατεύθυνση.
Ήδη, άλλωστε, οι ΗΠΑ περιορίζουν κατά πολλούς τρόπους τη χρήση των όπλων τους από την Ουκρανία, για παράδειγμα με το να απαγορεύουν πλήγματα εντός Ρωσίας. Αν υπήρχε πιο ανοιχτή στάση της κοινής γνώμης για διαπραγματεύσεις έναντι των δυτικών ηγετών, τότε και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι θα διευκολυνόταν να τοποθετηθεί αναλόγως απέναντι στους ίδιους του τους πολίτες και τις υπηρεσίες ασφαλείας του. Η δυτική στήριξη, στο μεταξύ, θα πρέπει να συνεχιστεί παραλλήλως – η αποτροπή και η διπλωματική εκτόνωση μπορεί να λειτουργήσουν συμπληρωματικά.
ROBERT KAPLAN: Ο ΠΟΥΤΙΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑΛΙΝ
Την άποψη πως ο Πούτιν δεν έχει πολλά περιθώρια ελιγμών στον πόλεμο της Ουκρανίας εκφράζει…
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι αυταρχικός ηγέτης, που έχει πολλά να καταμαρτυρεί στο ΝΑΤΟ. Άγνωστο, λοιπόν, το κατά πόσον θα προσέλθει στις διαπραγματεύσεις με κάποια σοβαρότητα. Όμως ήδη η απόφαση να σταλούν τανκς μπορεί να τον ενθαρρύνει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ανησυχίες που διατυπώνονται, ότι μια συμφωνία βάσει διαπραγματεύσεων θα «λειτουργούσε ως ανταμοιβή» προς τον πρόεδρο Πούτιν, οπότε ενδεχομένως να ενθαρρυνόταν και η κινεζική επιθετικότητα έναντι της Ταϊβάν, είναι υπερβολικές. Αν οι διαπραγματεύσεις έρθουν τώρα να παγώσουν τις γραμμές του μετώπου εκεί που βρίσκονται σήμερα, ο Πούτιν θα έχει καταβάλει δυσανάλογα υψηλό τίμημα για πολύ περιορισμένα κέρδη. Οι ένοπλες δυνάμεις του έδειξαν μπροστά στην παγκόσμια κοινότητα την ανικανότητά τους. Η Ρωσία έχει πλέον καταστεί κράτος-παρίας και οι σχέσεις της με την Ευρώπη –σχέσεις που επί αιώνες ήταν οι σημαντικότερες– έχουν καταστραφεί. Οι κυρώσεις θα επιβραδύνουν τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας επί χρόνια, ακόμα κι αν οι κυρώσεις αυτές μετριαστούν τελικώς ως ανταπόδοση για παραχωρήσεις εκ μέρους του Κρεμλίνου.
Πολλοί από τους επικριτές της ιδέας για άσκηση διπλωματίας με κάποιον σαν τον πρόεδρο Πούτιν αντιτίθενται για λόγους αρχής. Πλην όμως οι δυτικές δυνάμεις τακτικά διαπραγματεύονται με αντιπάλους –και ορθώς– ακόμα και όταν πρόκειται για αντιπάλους άξιους καταφρόνησης. Το πράττουν αυτό οσάκις υπηρετείται έτσι το εθνικό τους συμφέρον, αλλά και όταν έτσι προλαμβάνεται η άσκηση βίας καθώς και ο ανθρώπινος πόνος.
Αρχικά, παρόμοιες διαπραγματεύσεις δεν θα επιχειρούσαν να δώσουν οριστική λύση στη σύγκρουση, σαφώς δε δεν θα προσπαθούσαν να αποτελέσουν απάντηση στις αιτιάσεις της Ρωσίας για το ΝΑΤΟ. Οι διπλωμάτες θα χρειαστεί, αρχικά, να στοχεύσουν χαμηλά, με σημείο εκκίνησης την παύση του πυρός και κάποια μέτρα διαφάνειας. Η ρύθμιση στην οποία κατέληξε τον Ιούλιο η διαμεσολάβηση για την απελευθέρωση των εξαγωγών ουκρανικών σιτηρών, δείχνει πως μπορεί να προχωρήσουν διαπραγματεύσεις επί συγκεκριμένων θεμάτων. Άμα μια κατάπαυση του πυρός αντέξει, τότε θα μπορούσε να ανοίξει και ο δρόμος για ευρύτερες διαπραγματεύσεις επί των βαθύτερων διαφωνιών. Ακόμα και μια προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών θα έδινε την ευκαιρία να πέσουν οι τόνοι, να σωθούν ζωές και να εξοικονομηθούν πόροι.
Πέραν τούτου, το άνοιγμα μιας συζήτησης θα έδινε την προσδοκία μεταπολεμικής ανασυγκρότησης. Εδώ ακριβώς θα προκύψει και η αληθινή νίκη της Ουκρανίας επί της Ρωσίας: στο να καταστεί μια ζωντανή δημοκρατία, σωστά ενταγμένη στην Ευρώπη. Αυτή όμως η διαδικασία είναι πιθανόν να ξεπεράσει σε ορίζοντα το 2030, δηλαδή να προσπεράσει κατά πολύ τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων αν αυτές συνεχιστούν, όπως δείχνουν τα προηγούμενα στη Βαλκανική, το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Οι διαπραγματεύσεις μπορεί να οδηγηθούν σε αποτυχία, όμως τα μέρη που θα χρειαστεί να εμπλακούν δεν το γνωρίζουν αυτό αν δεν το προσπαθήσουν πρώτα. Οι διαπραγματεύσεις μπορεί επίσης να πετύχουν αρχικά, αλλά να αποδώσουν μια ειρηνευτική συμφωνία που να καταρρεύσει μετά από λίγα χρόνια – όπως συνέβη με τις συμφωνίες του Μινσκ, οι οποίες σταμάτησαν τον πόλεμο του 2014. Όσο και αν θα ήταν όμως ατελής, μια τέτοια έκβαση θα ήταν προτιμότερη από πολλά ακόμα χρόνια πολέμου. Ένας ακόμα παγωμένος πόλεμος στον σημερινό κόσμο είναι προτιμότερος από έναν πόλεμο δίχως τέλος, που θα συνεχίσει να εκθέτει σε κίνδυνο Ευρώπη, Ουκρανία και –εντέλει– την υφήλιο ολόκληρη επί χρόνια.
Christopher Chivvis
Διευθυντής του American StateCraft Programme στο Ίδρυμα Κάρνεγκι, υπευθύνου των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών για την Ευρώπη το 2018-2021.
©The Economist
Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα απο ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com.