Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΠΑΝΟΣ: “ΥΠΟΘΕΣΗ ΟΛΩΝ Η ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑΣ”

Βασίλης Ράπανος: “Υπόθεση όλων η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας”
Ο Βασίλης Ράπανος, πρόεδρος Alpha Bank και Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών απαντά στις ερωτήσεις της Οικονομικής Επιθεώρησης

Μιας και βρισκόμαστε σε ημέρες Ποσειδωνίων, ας ξεκινήσουμε με αυτό: Πώς βλέπουν οι ελληνικές τράπεζες, και σίγουρα η Alpha, τις προοπτικές της ελληνικής ναυτιλίας και τον ρόλο τους έναντί της;

Η Alpha Bank είναι νομίζω η κατ’ εξοχήν τράπεζα της ελληνικής ναυτιλίας. Έχουμε στηρίξει την ελληνική ναυτιλία σε δύσκολες καταστάσεις, συνεχίζουμε να τη στηρίζουμε και θεωρούμε ότι και υπό τις παρούσες συνθήκες είναι ένας πολύ καλός πελάτης, καθώς με την άνοδο των ναύλων σχεδόν στις περισσότερες κατηγορίες των ναυτιλιακών εργασιών θεωρώ ότι η ναυτιλία θα πάει καλά τα επόμενα χρόνια· επομένως, και οι φόβοι τους οποίους ορισμένοι μπορεί να εκφράζουν για την πορεία της ναυτιλίας δεν νομίζω ότι δικαιώνονται.

Η μεγάλη κυκλικότητα που χαρακτηρίζει αυτόν τον κλάδο σε σχέση με άλλους δεν είναι επαρκής για να σας ψυχράνει ως τραπεζίτη;

Όχι, διότι πιστεύουμε κιόλας ότι η ενεργειακή κρίση δεν θα τελειώσει γρήγορα. Επιπλέον, εκείνο που φαίνεται είναι ότι με τον πόλεμο της Ουκρανίας οι χώρες θα προσπαθήσουν να βρουν εναλλακτικές πηγές πέρα από τη Ρωσία. Δεν υπάρχει η παραγωγική ικανότητα, όμως, για να καλυφθεί το κενό που αφήνει η Ρωσία. Μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί οι επενδύσεις σε εξόρυξη πετρελαίου γιατί θεωρούσαμε ότι έχουμε τις ανανεώσιμες πηγές και τέτοια. Τώρα ξαφνικά φαίνεται ότι έχουμε ανάγκη τις παραδοσιακές πηγές, τα ορυκτά καύσιμα. Άρα η ναυτιλία σε αυτούς τους τομείς, αλλά και η επάνοδος σε κάποιους ρυθμούς βιώσιμης ανάπτυξης, τα επόμενα χρόνια μάλλον θετική συνέπεια θα έχει, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον της ναυτιλίας.

Άρα η ναυτιλία νομίζω φαίνεται να έχει καλές προοπτικές. Η Alpha Bank αλλά και όλες οι τράπεζες έχουμε παραδοσιακά μια πολύ καλή σχέση με την ελληνική εμπορική ναυτιλία: τη χρηματοδοτούμε και θα συνεχίσουμε να τη στηρίζουμε στην προσπάθειά της.

Δεν είναι πολύ ανταγωνιστικές οι ξένες τράπεζες στον τομέα της ναυτιλίας;

Γι’ αυτό ακριβώς είπα ότι εμείς αυτή τη στιγμή χρηματοδοτούμε, δεν μένουμε πίσω. Και γι’ αυτό η επενδυτική βαθμίδα είναι πάρα πολύ σημαντική, ώστε όταν θα έχει φύγει η κατ’ εξαίρεση μεταχείριση από την ΕΚΤ να έχουμε φθηνή χρηματοδότηση για να μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε και τη ναυτιλία και τους εξαγωγείς μας.

Κόκκινα δάνεια

Πώς εξελίσσεται το πρόβλημα των κόκκινων δανείων για τις τράπεζες;

Τα τελευταία χρόνια όλες έκαναν τεράστια προσπάθεια να μειώσουν δραστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και με τη βοήθεια του σχεδίου «Ηρακλής» το πέτυχαν. Τα δάνεια αυτά, βέβαια, παραμένουν στην ελληνική οικονομία, πλην όμως πιστεύω ότι οι νέοι διαχειριστές τους θα προσπαθήσουν να βρουν λύσεις χωρίς να προκύψει ευρύτερο κοινωνικό πρόβλημα. Έτσι οι τράπεζες έχουν αρχίσει να γίνονται και πάλι… τράπεζες, κάτι που φαίνεται και από το ότι διαφημίζουν και πάλι επιθετικά τα προϊόντα τους – ακόμα και καταναλωτικά δάνεια. Αυτό νομίζω είναι ένα δείγμα μιας κανονικότητας που επανέρχεται, σταδιακά αλλά σταθερά, στο τραπεζικό μας σύστημα.

Μήπως όμως αυτό που κουβαλάει ο «Ηρακλής», δηλαδή η εγγύηση του Δημοσίου, είναι βραδυφλεγής βόμβα;

Γι’ αυτό ακριβώς όλες οι τράπεζες προσπάθησαν και κατάφεραν να εξυγιάνουν σε μεγάλο βαθμό τα χαρτοφυλάκιά τους, ώστε οι όποιοι φόβοι να μην επαληθευτούν. Πλέον εποπτικές Αρχές και οίκοι αξιολόγησης αναβαθμίζουν τις τράπεζες και πουθενά δεν υπάρχουν «αρνητικές προοπτικές» στις αξιολογήσεις. Άρα δεν διαφαίνεται να υπάρχει κίνδυνος να καταπέσουν οι εγγυήσεις…

Τον περάσαμε δηλαδή τον κάβο;

Τον περνάμε. Οι αβεβαιότητες είναι μεγάλες και απρόοπτα μπορεί να συμβούν ανά πάσα στιγμή. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι κατευθυνόμαστε προς ομαλότερες συνθήκες και άρα οι φόβοι δεν θα επαληθευτούν. 

Άρα το σχέδιο «Ηρακλής» αποδείχθηκε ορθή επιλογή, έναντι της πρότασης για δημιουργία «bad bank».

Ας είμαστε ειλικρινείς, υπάρχει «bad bank» στην Ελλάδα: Όλες οι παλιές χρεοκοπημένες τράπεζες έχουν περιέλθει προς εκκαθάριση στον αρμόδιο φορέα της Τράπεζας της Ελλάδος. Πόσα χρόνια διαρκεί, όμως, η διαδικασία; Αντιθέτως, με τον «Ηρακλή» η διαδικασία προχώρησε γρήγορα. Καθώς οι διαχειριστές είναι ιδιώτες και ξένοι, έχουν μεγαλύτερη ευελιξία να προχωρούν σε ρευστοποιήσεις ή ρυθμίσεις δανειακών υποχρεώσεων.

Επενδυτική βαθμίδα

Αφού, λοιπόν, οι τράπεζες έγιναν και πάλι… τράπεζες, άρα προσφέρουν στην οικονομία τη χρηματοδότηση που απαιτείται.

Οι τράπεζες διαθέτουν ρευστότητα για χρηματοδοτήσεις. Πλέον, όμως, υπάρχει η ανησυχία για την αύξηση των επιτοκίων διεθνώς, ενώ και η

ΕΚΤ κάποια στιγμή θα σταματήσει να δανείζει την Ελλάδα κατ’ εξαίρεση. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό η Ελλάδα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής της ικανότητας. Είναι κάτι που αφορά τους πάντες – μικρούς, μεσαίους και μεγαλύτερους. Κι από αυτή την άποψη χρειάζεται συνετή δημοσιονομική πολιτική, ώστε να περάσει στις αγορές το μήνυμα ότι δεν θα επιστρέψουμε στα παλιά.

 Πάντως οι αγορές δείχνουν να μην συμφωνούν. Το επιτόκιο για τα ελληνικά ομόλογα ξεπέρασε το 3,5% στη δεκαετία και κυρίως μεγαλώνει η απόστασή του από το αντίστοιχο γερμανικό – το περιώνυμο spread. Θα μπορούσε αυτό να αντιμετωπιστεί με συνετή δημοσιονομική πολιτική; Πώς κάνεις συνετή δημοσιονομική πολιτική μέσα στην κρίση;

Στην πρώτη περίοδο της πανδημίας, υπό τον φόβο μιας παρατεταμένης ύφεσης, ίσως δώσαμε περισσότερα από ό,τι θα έπρεπε και κυρίως τα χρήματα δεν πήγαν μόνο σε όσους τα είχαν ανάγκη. Αυτό μας φέρνει σε μια παρατήρηση που θυμάμαι να κάνω και πριν από 20 χρόνια σε συνέντευξή μου στην Οικονομική Επιθεώρηση, πλην όμως, παρά τη δεκαετή περίοδο των Μνημονίων που μεσολάβησε, δεν έχει γίνει κάτι ως προς την αξιολόγηση των δαπανών – ασχοληθήκαμε μόνο με τον περιορισμό τους. Αν φύγουμε από την κεντρική κυβέρνηση, όπου ο έλεγχος είναι αυστηρότερος, και πάμε στη γενική κυβέρνηση, εκεί τα πράγματα είναι πολύ χαλαρά. Πάρτε ως παράδειγμα τα νοσοκομεία – δημοσιεύουν ισολογισμούς; Αξιολογείται η αποδοτικότητά τους ή έστω συγκρίνονται οι επιδόσεις τους; Οι Δήμοι δημοσιεύουν όλοι ισολογισμούς; Δανείζονται μόνο για επενδύσεις;

Άρα, μεσοπρόθεσμα η συνετή δημοσιονομική πολιτική συνεπάγεται και την αξιοποίηση των σύγχρονων εργαλείων για να κάνεις πολύ πιο αποδοτικές τις υπηρεσίες που προσφέρεις. Αν ανατρέξετε σε στοιχεία του ΟΟΣΑ, θα δείτε ότι η ικανοποίηση των πολιτών από το σύστημα υγείας, από το σύστημα παιδείας, είναι η χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών. Μια απόδειξη ότι ξοδεύουμε αρκετά χρήματα αλλά όχι ορθολογικά. Αυτά έχουν μπει στο τραπέζι και ελπίζω κάποτε να αρχίσουν να γίνονται.

Όπως, για παράδειγμα, η κυοφορούμενη αλλαγή το Ελεγκτικό Συνέδριο να μην προχωρά μόνο σε έλεγχο νομιμότητας αλλά και σκοπιμότητας των δαπανών;

Ναι, σαφώς – έχω αρθρογραφήσει εδώ και πολλά χρόνια υπέρ της πρότασης. Πλην όμως υπάρχει το πρόβλημα ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο με τη σημερινή του μορφή λειτουργεί ως δικαστήριο. Χρειάζεται να στελεχωθεί με προσωπικό εκπαιδευμένο να κάνει αυτής της μορφής τον έλεγχο. Το θετικό είναι ότι ήδη στα πανεπιστήμιά μας υπάρχουν μεταπτυχιακά προγράμματα ελεγκτικής δημοσίου τομέα και άρα σύντομα θα έχουμε νέους ανθρώπους με την κατάλληλη τεχνογνωσία. Πρόκειται λοιπόν για μια σημαντική αλλαγή, η οποία θα πρέπει να γίνει μεθοδικά και συστηματικά.

Επιχειρηματικά δάνεια

Υποστηρίξατε ότι οι τράπεζες διαθέτουν ρευστότητα και έχουν αυξήσει τις χορηγήσεις. Αυτό ισχύει και για τα επιχειρηματικά δάνεια;

Είναι βέβαιο ότι, εάν θέλουμε η χώρα να μπει σε μια σταθερή τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, χρειαζόμαστε επενδύσεις. Δεν νομίζω, όμως, ότι υπάρχει σοβαρό επενδυτικό σχέδιο που να ήρθε σε ελληνική τράπεζα και να μην χρηματοδοτήθηκε.

Σοβαρό;

Τεκμηριωμένο! Μπορεί να έχουν απορριφθεί αιτήσεις δανειοδότησης αλλά, όπως δείχνουν και τα στοιχεία του SAFE, της έρευνας που κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ακόμα και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το ποσοστό απόρριψης των δανείων στην Ελλάδα είναι περί του 12%. Ποσοστό μεγαλύτερο από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών κρατών (περί του 7%), αλλά σίγουρα δεν πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό απόρριψης αιτήσεων. Η αλήθεια είναι ότι για επενδυτικά σχέδια δεν έχουμε ιδιαίτερα μεγάλη ζήτηση για χρηματοδότηση. Επιπλέον, οι μεγάλες επιχειρήσεις, όταν θέλουν να χρηματοδοτήσουν έργα τους, αντλούν κεφάλαια απευθείας από την αγορά. Νέα εργαλεία χρηματοδότησης υποκαθιστούν σταδιακά τον παραδοσιακό τρόπο, μέσω των τραπεζών. 

Άρα υποστηρίζετε ότι δεν υπάρχει έλλειμμα χρηματοδότησης αλλά έλλειμμα επιχειρηματικότητας ή μάλλον διάθεσης για προώθηση επιχειρηματικών σχεδίων;

Ακριβώς, ακριβώς. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα προσφέρει σε πολλές επιχειρήσεις τη δυνατότητα να δανειστούν με ευνοϊκούς όρους. Δεν ξέρω, όμως, κατά πόσο θα ωφεληθούν και οι μικρές επιχειρήσεις, καθώς οι διαδικασίες παραμένουν «βαριές». Γίνεται μια προσπάθεια από την πλευρά του Υπουργείου και των ευρωπαϊκών Αρχών προκειμένου να απλοποιηθούν οι διαδικασίες αλλά μένει να το δούμε στην πράξη. Οι τράπεζες, όμως, είναι όλες έτοιμες να χρηματοδοτήσουν επενδυτικά σχέδια του RRF.

Μήπως τελικά δεν απορρίπτονται πολλές αιτήσεις επειδή έχουν εκ των προτέρων «αυτοπειθαρχηθεί» οι επιχειρηματίες και κυριαρχεί η λογική «πού να μπλέξω τώρα;», είτε πρόκειται για τραπεζικό δανεισμό είτε για τους πόρους του RRF;

Στην περίοδο της κρίσης, όταν είχε περισταλεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η τραπεζική χρηματοδότηση, όντως πολλές μικρότερες επιχειρήσεις έδειχναν μια διστακτικότητα να καταθέσουν αίτηση για δανεισμό, φοβούμενες ότι θα απορριφθεί.

Τα χρόνια των Μνημονίων

Μια που υπενθυμίσατε την περίοδο της κρίσης: Εκ των υστέρων, ποιες βλέπετε να υπήρξαν οι ευθύνες των τραπεζών;

Οι τράπεζες στην Ελλάδα δεν προκάλεσαν την κρίση αλλά υπήρξαν θύματα της κρίσης. Γεγονός είναι ότι πριν από το 2010 υπήρχε μια χαλαρότητα στις δανειοδοτήσεις. Για παράδειγμα, μέχρι το 2006 δεν υπήρχε ο Λευκός Τειρεσίας. Δηλαδή μπορούσατε, έχοντας ήδη κάνα-δυο δάνεια, να πάτε να ζητήσετε ένα ακόμα, να σας ρωτήσουν «χρωστάτε αλλού;», να πείτε «όχι» και να μην μπορούν να το ελέγξουν. Παρά τις αδυναμίες αυτές, όμως, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν το 2009 μόλις 4,5%. Την περίοδο εκείνη Έλληνες εφοπλιστές έφερναν τα χρήματά τους σε ελληνικές τράπεζες για να τα προστατέψουν από τους κολοσσούς που κατέρρεαν.

 Μετά, όμως, ήρθε η δημοσιονομική κρίση και παρέσυρε τις τράπεζες…

Ναι. Και είναι χρήσιμο να μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο «κάηκαν» όσοι είχαν επενδύσει σε ελληνικές τράπεζες. Με τις ανακεφαλαιοποιήσεις πολλοί έχασαν, μεταξύ των οποίων και πολλοί συνταξιούχοι που είχαν τοποθετήσει τα περίφημα εφάπαξ τους σε τραπεζικές μετοχές. Γι’ αυτό σήμερα έχει σημασία οι τράπεζες να πείσουν ότι έχουν επιστρέψει σε πορεία κερδοφορίας και κάποια στιγμή θα αρχίσουν και πάλι να δίνουν μέρισμα. Θα ήταν ένα σημαντικό μήνυμα για την οικονομία συνολικά…

Και βέβαια εκτός από τις απώλειες των μετόχων, σοβαρή ανησυχία προέκυψε και για τους καταθέτες…

Αυτό είναι επίσης κάτι που είναι χρήσιμο να μην ξεχνάμε: Τα λεφτά με τα οποία δίνουμε δάνεια δεν είναι των καπιταλιστών αλλά των καταθετών. Σκέψου να έχεις, ας πούμε, 10.000 ευρώ καταθέσεις και να τα πάρω εγώ για να τα δώσω δάνειο, χωρίς να εξετάσω αν μπορεί να αποπληρωθεί. Αυτά όμως είναι θέματα που η ελληνική κοινωνία δεν κατανοεί. Κι εκεί νομίζω ο ρόλος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών θα μπορούσε να είναι σημαντικός, με δράσεις ενημέρωσης στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.

Κατά τη διάρκεια των δύσκολων αυτών χρόνων, ποια υπήρξε η επικοινωνία των τραπεζών με τους δανειστές;

Από την αρχή της κρίσης αλλά μέχρι και σήμερα ως Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ) έχουμε τακτική επικοινωνία (τουλάχιστον ανά τρίμηνο) με εκπροσώπους των Θεσμών, προκειμένου να τους ενημερώσουμε για τα προβλήματα και τις καθυστερήσεις που υπάρχουν. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιθυμούν η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας να λαμβάνει υπόψη και την πορεία των τραπεζών – άρα είμαστε κι εμείς ένα μέρος της αξιολόγησης.

Ελληνική Ένωση Τραπεζών

Αναφερθήκατε στην ΕΕΤ, της οποίας είστε πρόεδρος. Έχετε κάποιο σχέδιο ανανέωσης;

Στην ΕΕΤ θεωρούμε ότι το μοντέλο με το οποίο λειτουργούσαμε τόσα χρόνια πρέπει να αλλάξει. Γι’ αυτό πήραμε τη McKinsey ως σύμβουλο, μας έκανε μία σειρά από προτάσεις και ήδη τις υλοποιούμε στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε (ομάδες εργασίες, επιτροπές κ.λπ.). Προχωράμε, επίσης, στην αλλαγή του τρόπου διοίκησης εσωτερικά: αντί για γενικό γραμματέα θα έχουμε γενικό διευθυντή. Η διαφορά είναι ότι ο γενικός διευθυντής θα επιλέγεται με καθαρά τραπεζικά κριτήρια, θα είναι μάνατζερ και θα ορίζεται για αόριστο χρόνο (ενώ τώρα ο γ.γ. ορίζεται για δύο χρόνια). Θέλουμε να του δώσουμε τη δυνατότητα να έχει βάθος χρόνου για να εκπονήσουμε μια νέα στρατηγική ώστε και η ίδια η ΕΕΤ να κάνει πολύ πιο αισθητή την παρουσία της.

 Σε ποιος τομείς;

Αναφερθήκαμε ήδη στο θέμα της καλύτερης ενημέρωσης του κόσμου, στο financial literacy. Εκεί καλούμαστε να παίξουμε πιο ενεργό ρόλο. Θέλουμε, επίσης, να αναδείξουμε το κοινωνικό πρόσωπο των τραπεζών. Χρηματοδοτούμε από πολιτιστικές δραστηριότητες (συναυλίες, εκθέσεις, εκδόσεις κ.λπ.) μέχρι προγράμματα υγειονομικής υποστήριξης ακριτικών περιοχών (τα τελευταία χρόνια επισκεφθήκαμε εκ μέρους της Alpha Bank τα μικρά νησιά του Αιγαίου, δωρίζοντας φάρμακα, καρδιογράφους, απινιδωτές κ.ά.) και από σύγχρονα εργαλεία του Δημοσίου (π.χ. ηλεκτρονικές πλατφόρμες) μέχρι την αστυνομία και την πυροσβεστική (την προηγούμενη εβδομάδα η Alpha Bank έδωσε 6 πυροσβεστικά οχήματα και μόλις χθες η ΕΕΤ έδωσε 1 εκατ. ευρώ στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας για αγορά μέσων κατάσβεσης).

Την ίδια στιγμή, όμως, πληθαίνουν οι καταγγελίες για παράλληλες χρεώσεις, παρόμοιους όρους συναλλαγών κ.λπ. Μήπως όλα τα παραπάνω γίνονται για να κρύψουν ότι στην πραγματικότητα οι τράπεζες έχετε κάνει καρτέλ;

Στην εποχή μας οι τράπεζες έχουν ισχυρό ανταγωνισμό στις χρηματοδοτήσεις, από μη τραπεζικά ιδρύματα και μια σειρά εργαλείων που δημιούργησε η τεχνολογία. Σε κάθε περίπτωση, από το καταστατικό της ο ρόλος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών είναι απολύτως σαφής: δεν είναι συνδικαλιστικό σωματείο αλλά έχει μέλη (σήμερα τις 4 μεγάλες τράπεζες) που ανταγωνίζονται το ένα το άλλο και μάλιστα έντονα. Ιδιαίτερα αυτή την εποχή, που θέλουμε να προσελκύσουμε πελάτες, μόνο σύμπραξη δεν μπορεί να γίνει.

Εκτός αν πρόκειται για τον εξοβελισμό των συνταξιούχων…

Γεγονός είναι ότι πλέον τα καταστήματα σπανίως τα επισκέπτονται άνθρωποι κάτω των 40 ή 50 ετών. Αν έρθετε στα κεντρικά μας, ουρές θα βρείτε μόνο τις τελευταίες ημέρες του μήνα, όταν καταβάλλονται οι συντάξεις. Τον υπόλοιπο καιρό ο φόρτος εργασίας στα γκισέ είναι μηδαμινός. Άρα τι να κάνουμε;

Εκείνο που όντως έχουμε συνεννοηθεί οι τράπεζες είναι να μην αφήσουμε περιοχή χωρίς τραπεζικό κατάστημα ή ΑΤΜ. Έχουμε συμφωνήσει ότι, αν κλείνει μια τράπεζα το κατάστημα, θα υπάρχει σίγουρα κάποιας άλλης. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: το ΑΤΜ μιας τράπεζας δεν μπορεί να δεχθεί καταθέσεις εκ μέρους άλλων τραπεζών. Είναι κάτι πάνω στο οποίο δουλεύουμε…

 Να ξεχάσουμε, λοιπόν, την προσωπική επαφή με την τράπεζα;

Όχι. Μπορεί να μειώνουμε τα καταστήματα αλλά νομίζω ότι πλέον πρέπει να έρθουμε σε επαφή με τον καταθέτη σε προσωπικό επίπεδο. Χαρακτηριστικά πρόσφατα διάβαζα μια περίπτωση που αναδεικνύει το Harvard Business School, για την πιο επιτυχημένη σουηδική τράπεζα, τη Svenska Handelsbanken. Ακολουθεί ένα μοντέλο που δεν προβλέπει μπόνους χορηγήσεων για τους υπαλλήλους αλλά προσφέρει μεγάλη ευελιξία στα καταστήματα που έρχονται σε επαφή με τους πελάτες.

Πόλεμος στην Ουκρανία

Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στις εξελίξεις των τελευταίων μηνών, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Αρχικά να επισημάνω ότι ο πόλεμος μετέτρεψε σε πλεονέκτημα για τις ελληνικές τράπεζες την περιορισμένη τους παρουσία στο εξωτερικό. Βλέπετε, οι γερμανικές, οι αυστριακές τράπεζες θα αναγκαστούν να καταγράψουν σημαντικές προβλέψεις αλλά σε εμάς αποδεικνύεται θετικό ότι δεν έχουμε παρουσία σε Ουκρανία και Ρωσία.

Ναι, αλλά προκάλεσε κι ένα κύμα ανατιμήσεων στην ενέργεια, που εξελίσσεται σε πληθωριστικό τσουνάμι. Τι σημαίνει αυτό για τις τράπεζες;

Από τη μία πλευρά μπορεί να βοηθήσει, με την έννοια ότι πλέον οι καταθέτες θα αρχίσουν να έχουν κάποιες αποδόσεις, καθώς μέχρι τώρα είχαν κατά βάση αρνητικές αποδόσεις. Εκείνο που μας απασχολεί είναι αν διατηρηθεί ο πληθωρισμός πάνω από έναν χρόνο και τελικά μειώσει τα εισοδήματα, πλήττοντας τη δυνατότητα των ανθρώπων να εξυπηρετούν τα δάνειά τους. Οι περισσότερες εκτιμήσεις είναι ότι δεν θα έχει διάρκεια. Αν όμως έχεις πληθωρισμό και στασιμότητα, αυτό σίγουρα θα μας επηρεάσει, οπότε πρέπει να πάρουμε μέτρα εκ των προτέρων, πρωτίστως μειώνοντας περαιτέρω τα κόστη μας.

Άρα δεν ανησυχούμε για έναν νέο γύρο κόκκινων δανείων, παρά μόνο εάν ο υψηλός πληθωρισμός διατηρηθεί για καιρό;

Πλέον έχουμε αποκτήσει την κατάλληλη τεχνογνωσία και είμαστε έτοιμοι να ρυθμίσουμε καταστάσεις, ώστε να μην εξελίσσονται σε προβλήματα. Υπάρχουν οι απαραίτητοι μηχανισμοί κι έχουμε καλά εκπαιδευμένο προσωπικό, που τα τελευταία χρόνια επιδόθηκε σε έναν μεγάλο αγώνα να κάνει ρυθμίσεις. Επιπλέον, τα κόκκινα δάνεια κινούνται σε μονοψήφια επίπεδα, άρα μπορούμε να τα παρακολουθούμε πιο στενά.

Ο πόλεμος θα αλλάξει την παγκοσμιοποίηση;

Μέχρι σήμερα κυριαρχούσε το λεγόμενο «overglobalization». Απελευθέρωσε το εμπόριο και τις ροές του κεφαλαίου μεταξύ των χωρών, πλην όμως μεγάλες αναδυόμενες δυνάμεις, όπως η Κίνα, η Ινδία, το Βιετνάμ, διατήρησαν έντονη κρατική παρέμβαση στο εσωτερικό τους. Σε αυτές τις χώρες υπήρξαν πολλοί κερδισμένοι. Υπήρξαν, όμως, και χαμένοι, ειδικά στις αναπτυγμένες χώρες, όπου οι ανισότητες αυξήθηκαν και είδαμε ένα κύμα λαϊκισμού. Έτσι άνοιξε η συζήτηση σχετικά με την επιστροφή της παραγωγής στις αναπτυγμένες οικονομίες. Στη συνέχεια ήρθαν η πανδημία κι ο πόλεμος στην Ουκρανία, να αναδείξουν τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και να τους δώσουν τη χαριστική βολή.

Βέβαια, η αλληλεξάρτηση των οικονομιών είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν πρόκειται να οδηγηθούμε σε μοντέλα αυτάρκειας. Πιστεύω ότι θα υπάρξει διαφοροποίηση των πηγών προμηθειών και θα επανέλθει σταδιακά αυτό που λέμε βιομηχανική πολιτική, δηλαδή τα έθνη-κράτη να παίζουν ρόλο στη μεταποίηση – ακόμα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα κυκλοφόρησε σχετική μελέτη. Ενώ, δηλαδή, όλοι θεωρούσαν ότι το κράτος δεν έχει δυνατότητα παρέμβασης, τώρα επανερχόμαστε στην αναζήτηση του ρόλου του κράτους. Κι εκεί είναι που χρειάζεται η συνετή δημοσιονομική πολιτική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ