Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ: ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΟΛΟ ΠΟΝΤΑΡΕΙ ΣΤΗ ΛΗΘΗ. ΣΤΟ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΑΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑ

Μαρία Φαραντούρη: Το σύστημα όλο ποντάρει στη λήθη. Στο να ξεχνάμε για να προχωράμε μπροστά
Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σημάδεψε με την παρουσία της ολόκληρες δεκαετίες πριν και μετά τη δικτατορία και, μέχρι και σήμερα, συνεχίζει να συναρπάζει. Καθώς η φετινή χρονιά είναι αφιερωμένη στην πολύπλευρη συνεισφορά του Μίκη Θεοδωράκη στα ελληνικά πράγματα, με τον οποίο η σύνδεση της Μαρίας Φαραντούρη ήταν καθοριστική και για τους δυο, η κατάθεσή της έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.

Η συζήτηση για το πώς η πολιτική, η δημόσια ζωή γενικότερα, επηρεάζεται από την τέχνη –ιδιαίτερα δε από τις αμεσότερης πρόσληψης, στην καθημερινότητα των ανθρώπων, μορφές τέχνης, όπως είναι η μουσική– σημάδεψε την ελληνική εμπειρία, ιδιαίτερα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ασφαλώς διαφορετικά σήμερα απ’ ό,τι τότε, αλλά και με έντονο χρωματισμό ήδη τις δεκαετίες πριν από τη δικτατορία, η συζήτηση αυτή έχει πολλά να πει.

Απευθυνθήκαμε στη Μαρία Φαραντούρη, της οποίας η παρουσία σημάδεψε όλες εκείνες τις δεκαετίες, αλλά και σήμερα συνεχίζει να συναρπάζει, για την κατάθεσή της. Έτσι όπως η φετινή χρονιά είναι αφιερωμένη στην πολύπλευρη συνεισφορά του Μίκη Θεοδωράκη στα ελληνικά πράγματα, με τον οποίο η σύνδεση της Μαρίας Φαραντούρη ήταν καθοριστική και για τους δυο, η κατάθεσή της έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.

Τέχνη, δημόσιος χώρος και πολιτιστική διεκδίκηση

Σήμερα, το 2025, αλλά και όλα τα χρόνια που περάσαμε στη δεύτερη φάση της Μεταπολίτευσης, η τέχνη/ο κόσμος του πολιτισμού τι ρόλο έχει στον δημόσιο χώρο, στην κοινωνία και εντέλει την πολιτική; Τον διεκδικεί έναν τέτοιο ρόλο; Του δίνεται;

Παλιότερα η τέχνη εμπλεκόταν με τους κοινωνικούς αγώνες, με την ανθρωπιά, την ειρήνη. Σήμερα επικρατεί ο ατομισμός. Η νεολαία πρέπει να ξαναβρεί τις αξίες, να ξαναφέρει τον πολιτισμό σε πρώτο πλάνο, να υπερασπιστεί την αισθητική, την ποίηση. Το λέω αυτό γιατί φοβάμαι τη μη συμμετοχή, τη ρομποτοποίηση όλων, και της τέχνης και του πνεύματος. Το καλό τραγούδι περνάει στην καρδιά και το μυαλό, και φτάνει αβίαστα στα χείλη, αποτελεί μια γνήσια έκφραση, συμβάλει σε μια στάση ζωής. Για μένα η γνήσια τέχνη δημιουργεί και τρέφει τη συλλογική μνήμη. Δίνει νόημα στη ζωή μας. Τότε η τέχνη γενικότερα συντονιζόταν με τον παλμό των γεγονότων, με την αμφισβήτηση, τα μεγάλα κινήματα αλλαγής της κοινωνίας. Κάποια νέα παιδιά με κάνουν να αισιοδοξώ, ψάχνονται και ψάχνουν την πλούσια παράδοσή μας, το δημοτικό, το λαϊκό, το έντεχνο. Μακάρι να βρουν τον τρόπο να εκφράσουν καλλιτεχνικά και ουσιαστικά τη νέα εποχή ως συνεχιστές τόσων σπουδαίων δημιουργών που σφράγισαν με το έργο τους αυτό τον τόπο. Να σας πω κάτι που ίσως σας ξαφνιάσει: από πλευράς κομμάτων, κανένα τους δεν κοίταξε τον πολιτισμό – ως κόμμα, και μάλιστα ως κόμμα στην εξουσία! Το ΚΚΕ πάντως –που δεν είναι ποτέ εξουσία– παίρνει τουλάχιστον την πρωτοβουλία για συναυλίες. Πράγμα που δεν βλέπεις εύκολα! Εντελώς πρόσφατα, έκαναν ένα αφιέρωμα στο πλαίσιο ενός συνεδρίου για την άγρια εποχή ’40-’50 και το αφιέρωσαν στην τέχνη, και μάλιστα στο έργο και τη μνήμη του Mάνου Χατζηδάκι. Πήραν άδεια για να φιλοξενηθούν έργα του Μάνου, έγινε μια πολύ όμορφη συναυλία με Μποφίλιου και Γισδάκη από τη νέα γενιά κι εμένα και τον Μανώλη Μητσιά από τους παλιότερους. Μέσα στον Περισσό, στην έδρα του ΚΚΕ. Κάτι το ιδιαίτερο! Πέρα απ’ αυτό, όμως, και συναυλίες με Ξαρχάκο, όλο το έργο του Μίκη που το ’χουν λάβει, αφιερώματα με τον Μαρκόπουλο, συν Λοζο. Αυτά, δεν τα αναλαμβάνει κανείς εύκολα…

Και πώς θα το εξηγούσατε αυτό;

Υπάρχει μια μερίδα νεών που θέλουν να ακούσουν. Όχι πως ξέρουν κατ’ ανάγκην τις έννοιες και τι εκπροσωπούν −Δικτατορία, φάσεις του πολιτιστικού κινήματος– αλλά υπάρχει μια διάχυτη ζήτηση.

ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ Η ΤΕΧΝΗ ΕΜΠΛΕΚΟΤΑΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΑ, ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ. ΣΗΜΕΡΑ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ Ο ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ. Η ΝΕΟΛΑΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΕΙ ΤΙΣ ΑΞΙΕΣ, ΝΑ ΞΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΛΑΝΟ, ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΙ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ. ΤΟ ΛΕΩ ΑΥΤΟ ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΗ ΜΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ, ΤΗ ΡΟΜΠΟΤΟΠΟΙΗΣΗ ΟΛΩΝ, ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΕΡΝΑΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ, ΚΑΙ ΦΤΑΝΕΙ ΑΒΙΑΣΤΑ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΓΝΗΣΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗ, ΣΥΜΒΑΛΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ.

Μίλησες πριν για «πολιτιστική διεκδίκηση». Για να διεκδικήσει κανείς, θεωρείς ότι χρειάζεται να ανήκει στον κόσμο της τέχνης, του πολιτισμού; Ή η διεκδίκηση αυτή μπορεί να είναι ευρύτερη;

Ασφαλώς και μπορεί, ή μάλλον θα έπρεπε η πολιτιστική διεκδίκηση να προέρχεται από τον κόσμο γενικά. Όμως ο κόσμος τώρα έχει αλλάξει σε σχέση με τη δική μου εποχή. Τότε ήταν μια γυμνή κοινωνικά εποχή, πλην όμως πλούσια σε δημιουργία. Και υπήρχε αυτή η ευτυχής συγκυρία των μεγάλων δημιουργών, ζωγράφων, ποιητών, στιχουργών, μουσικών. Ήταν ένα κίνημα πολιτισμού, που μπορεί να γιγαντώθηκε αργότερα –στη Μεταπολίτευση– όμως δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ’60.

Πολιτιστική άνοιξη, δικτατορία, μεταπολίτευση

Και αυτό το κίνημα, αυτή την ατμόσφαιρα πώς την έζησε η Μαρία Φαραντούρη; Πώς την ανακαλεί;

Εγώ ήμουν ένα παιδί που μεγάλωσε τη δεκαετία του ’50. Μετεμφυλιακές συνθήκες, δυσκολίες, βία ακόμα ακόμα, φυλακές, εξορίες… Αυτά ακούγαμε, κι ας μην ήμουν εγώ από ένα περιβάλλον με άμεσες τέτοιες προσλαμβάνουσες. Όμως, να σας το πω αλλιώς: κυριαρχούσε η σιωπή. Μέσα σ’ αυτό, λοιπόν, το περιβάλλον έρχεται η φωνή των δημιουργών. Του Χατζηδάκι. Του Θεοδωράκη. Των μεγάλων θεατρικών συγγραφέων, των σκηνοθετών. Δημιουργείται, από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, η πορεία του Μάνου και του Μίκη. Ήταν μαζί όλα τα χρόνια εκείνα, συνδημιουργούσαν, αντάλλασσαν ιδέες –κι ας ήταν με διαφορετική ένταξη πολιτικά– κι ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο.

Τότε όμως, σ’ αυτή τη σιωπή, έρχεται μια πολιτιστική έκρηξη. Πολύ πριν την αντίσταση, που βιώνεται στα χρόνια της δικτατορίας…

Πολύ σωστά! Βλέπουμε να δημιουργείται το Νέο Ελληνικό Θέατρο, έχουμε τη μουσική που συνδεόταν με τη σκηνή ή που πορευόταν ανεξάρτητα, το ραδιόφωνο. Ο Μίκης, που μέχρι το ’50 με τον Εμφύλιο και όλα αυτά ήταν σε μαχητικό κλίμα και με ανάλογη προσωπικότητα (όλο αυτό το έβγαλε βέβαια σε δημιουργία), προσέρχεται πλέον με συμφωνικά έργα: ορατόρια, μουσική δωματίου, όπερες, συμφωνίες: ακόμα και στη Μακρόνησο έγραφε κλασική μουσική. Στο εξωτερικό φώτισαν και το άλλο του το έργο, το συμφωνικό.

Ενώ σ’ εμάς, αυτό έχει μείνει στη σκιά.

Ναι, έχει μείνει στη σκιά. Βέβαια και ο ίδιος έχει ευθύνη που δεν το προώθησε. Είχε ένα δόγμα ο Μίκης: «Η μουσική στον λαό». Πάντως όλα αυτά συνυπήρχαν με τη δική του αγωνιστικότητα, για όλα τα πράγματα της εποχής…

Υπάρχει όμως το εξής παράδοξο: ενώ Μάνος και Μίκης πορεύονταν μαζί, ο μεν Μάνος τελικώς συναντάται στον κλειστό κύκλο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, έστω στη φωτεινή εποχή του Καραμανλή. Ενώ ο Μίκης, με την πορεία στην Αριστερά, συναντάται υπουργός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Ναι, και μόλις έπεσε η δικτατορία μίλησε για τον Καραμανλή…

« Ή Καραμανλής ή τανκς»!

Ξέρετε, μια προσωπικότητα σαν τον Μίκη δεν μπορεί παρά να έχει και ρωγμές και αντιφάσεις. Είναι οι πολιτικές συνθήκες, είναι οι συγκυρίες. Όμως πάντα ήθελε να έχει λόγο και επιρροή στη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης. Αλλά πάντα –για να επανέλθουμε στο αρχικό σας ερώτημα, εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε– μέσα από το πολιτιστικό, μέσα από το καλλιτεχνικό του αίτημα. Και πάντα σε ανταπόκριση προς τη βαθύτερη προσδοκία του κόσμου…

Αυτή όμως είναι προσέγγιση των φτασμένων καλλιτεχνών. Των εμβληματικών προσωπικοτήτων. Ο κόσμος;

Για να φύγει εκείνο το κλίμα του φόβου –και μιαν εφημερίδα δημοκρατική να έπαιρνες, το πρόσεχαν!– έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι καλλιτέχνες της εποχής, σε όλα τα επίπεδα.

Μήπως αυτό καταλήγει στο αρκετά μελαγχολικό συμπέρασμα ότι, όταν φθάσαμε σε κλίμα ελευθερίας και στην έκρηξη της Μεταπολίτευσης, τότε το πολιτιστικό πήγε πίσω; Έγινε , ας πούμε, πιο κοινότοπο;

Ε βέβαια! Αυτό προκύπτει πολλαπλά. Πάντως, ας παραμείνω στη δική μου σχέση με τον Μίκη, ενώ ξεκινά με μια σχέση μαθητείας πριν από τη Χούντα (μου είχε δώσει το Μαουτχάουζεν), εν συνεχεία με προέτρεψε να φύγω στο εξωτερικό: «Φύγε κρυφά» μου έλεγε. Φύγαμε, εγώ νέο παιδί, ξεκίνησα με την προσδοκία να βρω ευήκοα ώτα σ’ όλο τον κόσμο. Ήταν τότε η Ελλάδα στο κέντρο της προσοχής: οι φυλακές, ο Θεοδωράκης στη φυλακή και στην εξορία ήταν σύμβολα εξαιρετικά ισχυρά. Ευαισθητοποιούσαν όλο τον κόσμο. Ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης: μεγάλοι ηθοποιοί από το Ολντ Βικ, στο Παρίσι ο Ιβ Μοντάν, διάφοροι σταρ της εποχής υπέγραφαν για την Ελλάδα. Επιστήμονες, πολιτικοί… Πόσες φορές είχε έρθει ο Μιτεράν στις συναυλίες – στο Canto General, στις πρόβες. Ξέρετε τότε, όταν είχαμε βρεθεί στο εξωτερικό, δεν τραγουδούσαμε το Είμαστε δυο, είμαστε τρεις. Τραγουδούσαμε το Μυθιστόρημα, τα Επιφάνεια του Σεφέρη, τραγουδούσαμε τα Λιανοτράγουδα του Ρίτσου, τη Ρωμιοσύνη. Αλλά και Ελύτη, με το Άξιον Εστί. Τα περισσότερα μεταφρασμένα, με ηθοποιούς να απαγγέλλουν. Γοητεύονταν πάρα πολύ. Και άκουγαν διαρκώς: «Τι κρίμα, αυτή η Ελλάδα, με τέτοια πνευματική παραγωγή και να βασανίζεται έτσι σήμερα!». Όμως ήταν και η δύναμη της μουσικής που βοηθούσε. Μπορεί να είχαμε λαϊκή μπάντα που συνόδευε, αλλά η δομή των τραγουδιών ήταν κλασική: ακόμα και το Περιγιάλι συγγενεύει με λιντ του Σούμπερτ. Στη Γερμανία το λατρεύουν, ακόμα και σήμερα. Είναι τεράστιο το εύρος των τραγουδιών του Θεοδωράκη. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε πώς τον αντιμετωπίζουν οι Γερμανοί, ειδικότερα. Με Γερμανούς κυρίως παίζω, τώρα παίρνω μαζί και το συγκρότημά μου το ελληνικό. Τώρα στη Φινλανδία έτσι θα πάμε…

ΤΩΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΤΑΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟ, ΕΝΤΕΛΩΣ. ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΕΛΕΓΑ ΚΑΝ ΤΕΧΝΗ. ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΡΑΠ ΩΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ, ΚΥΡΙΩΣ ΜΑΥΡΩΝ, ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. ΩΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ, ΧΩΡΙΣ ΜΟΥΣΙΚΗ, Μ’ ΕΝΑΝ ΡΥΘΜΟ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΛΟΓΟ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΑΛΛΑ –ΓΙΑ ΜΕΝΑ– ΧΩΡΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ. ΑΠΛΩΣ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΤΟΥΣ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΔΕΝ ΛΕΜΕ, ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ ΓΙΑ ΤΡΑΠ, ΓΙΑΤΙ ΕΚΕΙ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΧΥΔΑΙΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΣΥΖΗΤΑΩ ΚΑΝ.

Κουλτούρα, τεχνολογία και κοινωνική συσχετισμοί 

Να πούμε όμως και κάτι λίγο μελαγχολικό; Γερμανία ή Αυστρία έχουν μουσική παιδεία αιώνων. Στην Ελλάδα όμως, τη σημερινή –του 2025, όχι του 1980 ή και του ’90– θέλουμε ακούσματα τέτοιου τύπου, ή έχουν εξαφανισθεί τελείως με τον εξαμερικανισμό της κουλτούρας;

Ξέρετε, δεν είναι τόσο ο εξαμερικανισμός, είναι η τεχνολογία που έχει αλλάξει καθοριστικά τα πράγματα.

Δηλαδή;

Τώρα υπάρχει μια τάση για ένα τραγούδι ακατέργαστο, εντελώς. Δεν θα το έλεγα καν τέχνη. Ξεκίνησε η ραπ ως διαμαρτυρία των νέων, κυρίως μαύρων, για τα κοινωνικά προβλήματα, για την κοινωνία. Ως διαμαρτυρία, χωρίς μουσική, μ’ έναν ρυθμό και έναν λόγο διαμαρτυρίας αλλά –για μένα– χωρίς κριτική διάθεση. Απλώς μιλούσαν εναντίον των γονιών τους, εναντίον της καταπίεσης της κοινωνίας. Δεν λέμε, εν τω μεταξύ για τραπ, γιατί εκεί είναι τελείως χυδαίο και δεν το συζητάω καν. Και σ’ εμάς υπάρχουν κάποιοι στη σκηνή ραπ: δημιουργούν κάτι, αλλά απλώς διαμαρτυρία που δεν φθάνει να εκφράσει κάποια θέση, όπως παλιότερα. Όταν έρχεται ο Θεοδωράκης και μου δίνει Το γελαστό παιδί, συμβάδιζε η μουσική του με τα κοινωνικά γεγονότα της εποχής.

Ξαναφέρτε μας στη μνήμη…

Το 1963, όταν πηγαίνω με τη μητέρα μου για ακρόαση στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής, τον ΣΦΕΜ –που είχε ως σκοπό τη διάθεση του καλού λαϊκού και ελληνικού τραγουδιού– γυρίζοντας από το Παρίσι ο Μίκης, δημιουργεί με τον Μάνο μια κατάσταση νομίσματος με δύο όψεις. Με ποιητική ευαισθησία, με όραμα –ο ένας εκφράζοντας το πιο υπαρξιακό, ο άλλος το πιο κοινωνικό– υπήρχε επαφή με την κοινωνία. Με τις ανάγκες και το όνειρό της.

Προδικτατορικά όλα αυτά. Ήταν βέβαια μια εποχή που λειτούργησε ως εποχή γενικότερης πολιτιστικής αφύπνισης. Και κοινωνικής απελευθέρωσης.

Το ονομάζαμε Πολιτιστική Άνοιξη. Πηγαίναμε σε πολιτιστικούς συλλόγους, που τότε είχαν άνθιση…

Μετείχε πολύς κόσμος; Ή ήταν ένα περιορισμένο τμήμα;

Βεβαίως μετείχε! Ο κόσμος εκείνος ήταν σαφώς πιο καταπιεσμένος. Δεν θα έλεγα ο κόσμος της Αριστεράς, θα το περιέγραφα ως «της άλλης πλευράς». Από Αριστερά μέχρι την ευρύτερη δημοκρατική παράταξη.

Αυτό που αργότερα ο Ανδρέας θα αποκρυστάλλωνε ως «μη προνομιούχους»…

Θα μπορούσαμε να το πούμε! Αν και έρχονταν και αρκετοί αστοί. Και τους έβλεπες και στις πρώτες θέσεις, γιατί θαύμαζαν τον Μίκη.

Όμως, από την αύρα εκείνη που υπήρχε για την Ελλάδα τότε, υπάρχει σήμερα κάτι;

Η μεγάλη ιστορία, βέβαια, από τότε που μπήκε στο κέντρο των πραγμάτων ο πολιτισμός του θεάματος και της εικόνας, για τον πολύ κόσμο τελείωσε. Το σύστημα όλο –όχι η μια κυβέρνηση ή η άλλη– ποντάρει στη λήθη. Στο να ξεχνάμε για να προχωράμε μπροστά. Να ψυχαγωγούμαστε, να πληρώνουμε, να ξοδεύουμε, να περνάει η ζωή! Παγκοσμίως, αυτό είναι το μότο της ζωής. Τα πράγματα με ιστορικότητα ελάχιστους απασχολούν.

Αλήθεια, στο κίνημα απελευθέρωσης που οδήγησε η κουλτούρα τη δεκαετία του ’60 και του ’70 –πέρα κι από την επίδραση της καταπίεσης επί δικτατορίας– μήπως συνετέλεσε και η φτώχεια; Ή, αν το προτιμάς, ο μη πλούτος;

Έτσι είναι! Για μένα όμως τον μεγαλύτερο ρόλο στην αλλαγή ατμόσφαιρας τον έπαιξε η τεχνολογία. Η οποία ασφαλώς και έχει τα καλά της (διάχυση της πληροφόρησης, ζωντανή εικόνα), πλην όμως ακριβώς η εύκολη εικόνα στρεβλώνει. Ειδικά ο νέος άνθρωπος καταλήγει θύμα της εικόνας. Ζει μέσα από την εικόνα, εν πολλοίς τη δική του εικόνα. Πάντα, βέβαια, εξαρτάται και πώς τη χρησιμοποιείς την τεχνολογία.

Παλαιότερα, ο Τύπος, το αντίστοιχο του σημερινού μιντιακού σύμπαντος, είχε αγκαλιάσει δουλειές όπως του Μίκη Θεοδωράκη. Ο σημερινός μιντιακός κόσμος; Πώς τον προσεγγίζει;

Τώρα τελευταία, για να πω την αλήθεια, βλέπω μιαν αναβίωση ενδιαφέροντος. Τους τελευταίους τρεις μήνες με έχουν προσεγγίσει από δεξιά κι αριστερά. Και στην ΕΡΤ, επί Ζούλα, ήταν η εκπομπή του Πορτοκάλογλου κάθε βδομάδα: εκεί με είχαν φωνάξει, με ό,τι αυτό εκφράζει, δυο φορές και με ετίμησαν. Κι ύστερα, φιλοξένησαν δυο συναυλίες μου, συναυλία της ΚΟΘ…

Μνήμη ή νοσταλγία; 

Αλήθεια, λέτε «συναυλίες». Στις συναυλίες με τέτοια μουσική τι κόσμος έρχεται;

Παλιός κόσμος περισσότερο…

Νοσταλγίας;

Δεν θα το ’λεγα έτσι, νοσταλγίας. Αλλά κόσμος που μπορεί να κρίνει περισσότερο. Σκεφτείτε το Canto General, ένα έργο ιστορικό…

Και όχι εύκολο!

Καθόλου εύκολο, σαφώς. Έργο με μια οικουμενικότητα, πολυ-ρυθμικό και με πλούσια αρμονία, έργο όπου η χορωδία αναδεικνύει κάτι το κοσμογονικό, συνοδευτικό της ιστορίας. Γιατί αναφέρεται σε κάποιες πολύ δύσκολες εποχές. Αλλά υπάρχουν και νέες ηλικίες.

Άμα κάθεσαι στις πίσω θέσεις, βλέπεις πολύ ανακατεμένο τον κόσμο. Ακόμα και μικρά παιδιά. Τρεις γενιές!

Υπάρχουν όντως ακούσματα από το περιβάλλον των οικογενειών, από το σπίτι. Τι είναι ο Χατζηδάκις, τι ο Θεοδωράκης, «πάω να δω τι είναι αυτό». Πάντως περισσότερες είναι οι μεγάλες ηλικίες. Που έχουν τη μνήμη – όχι τη νοσταλγία. Κάποιοι ενδεχομένως να έχουν και τη νοσταλγία, αλλ’ εγώ την αντιπαθώ αυτήν την έννοια. Ξέρετε, δεν θέλω να εγκλωβισθώ σ’ αυτό το μεγάλο που έζησα, που ευτύχησα να ζήσω. Ήταν όλο εκείνο ένα εξαιρετικό, συναρπαστικό ταξίδι. Τραγούδησα τα μεγάλα έργα του Μίκη, το Μαουτχάουζεν και τον Επιτάφιο, αλλά από δίπλα και του Μάνου, που μου έδωσε την Εποχή της Μελισσάνθης, τα Παράλογα

Ξεκινήσαμε τη συζήτηση αυτή με αναφορά στο πώς το ΚΚΕ οργανώνει διάφορα πολιτιστικά. Τώρα θυμόμαστε την Humanité. Θα κατέληγε κανείς να πει ότι είναι λογικό η Αριστερά να στρέφεται προς τα πολιτιστικά. Και… γιατί;

Δεν θα πω μόνο η Αριστερά. Πάντως, τότε, ένα από τα βασικά της συνθήματα ήταν –τότε– ο πολιτισμός. Να ανοιχτεί ο κόσμος στο θέατρο, στο καλό τραγούδι. Ταυτόχρονα και απλή ψυχαγωγία, όμως και η αναζήτηση της ποιότητας έπαιζε ρόλο. Ήταν μορφωμένοι άνθρωποι στην Αριστερά. Θυμηθείτε Ηλιού…

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΠΑΝΤΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΠΙΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΝ ΒΗΜΑΤΑ, ΚΑΤΙ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΤΑΜΑΤΑΝΕ! ΑΛΛΟΙ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΒΑΘΥ ΚΡΑΤΟΣ, ΑΛΛΟΙ ΓΙΑ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΟ. ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΘΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ’ΧΟΥΝ ΩΡΑΙΕΣ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΣΥΝΕΧΩΣ ΚΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑΝΕ ΠΙΣΩ. ΚΑΤ’ ΕΜΕ, ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΙ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΘΕΛΟΥΝ ΚΑΤΙ ΝΑ ΦΤΙΑΞΟΥΝ, ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ ΚΑΤΙ ΝΑ ΑΦΗΣΟΥΝ. ΑΛΛΑ…

Και το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, τι κληρονόμησε απ’ αυτό;

Ναι! Η Μελίνα! Ως προς τα θέματα των Γλυπτών του Παρθενώνα έκανε τον αγώνα της. Σε κάποια άλλα, πήγε να δώσει έναν τόνο μέσα από το προσωπικό της πάθος, να εισφέρει μια ώθηση στα πολιτιστικά γενικώς. Όμως, στην Ελλάδα, πάντα έχουμε το φαινόμενο κάθε φορά που άνθρωποι με πιο ανοιχτό πνεύμα να επιχειρούν βήματα, κάτι να βγαίνει και να τους σταματάνε! Άλλοι μιλούν για βαθύ κράτος, άλλοι για οτιδήποτε άλλο. Φοβούνται το κόστος κάθε πρωτοβουλίας οι πολιτικοί. Μπορεί να ’χουν ωραίες ιδέες και να θέλουν να προχωρήσουν, αλλά συνεχώς κάτι συμβαίνει και πάνε πίσω. Κατ’ εμέ, όλοι οι πολιτικοί κι απ’ όλα τα κόμματα θέλουν κάτι να φτιάξουν, έχουν τη φιλοδοξία κάτι να αφήσουν. Αλλά… Άλλοι λένε ότι φταίνε τα συμφέροντα. Άλλοι ότι ευθύνεται ο συνδικαλισμός. Όμως ο συνδικαλισμός είναι απαραίτητος και αυτός. Μετά ήρθε η κρίση, η Αριστερά ηττήθηκε, καθώς βγήκε στην εξουσία σε εκείνη την περίοδο: θα ήθελε να ήταν πιο ομαλά τα πράγματα, να μπορέσει να δώσει κάτι, να διαμορφώσει και να δημιουργήσει ουσιαστικά πράγματα. Δεν ξέρω τι θα ’κανε ο Τσίπρας, αλλά άνθρωποι υπάρχουν στον χώρο αυτό.

Αισθάνεσαι ότι θα το ’θελαν αυτό το κάτι διαφορετικό, αν υπήρχαν οι συνθήκες.

Ναι, ναι, θα το ’θελαν. Αλλά οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν. Είναι πάντως αναγκαιότητα να γεννηθεί μια Αριστερά του σήμερα στην Ελλάδα και παγκοσμίως, που να αναζητήσει νέους τρόπους διεκδίκησης…

H ιστορία του Canto General

Ένα κορυφαίο σημείο στην κοινή διαδρομή της Μαρίας Φαραντούρη και του Μίκη Θεοδωράκη ήταν όταν βρέθηκαν μπροστά στο Canto General του Πάμπλο Νερούδα – και αντιμέτωποι με τη μεγάλη Ιστορία, δεκαετία του 1970. 

Να μείνω λίγο στο Canto –ιστορικές στιγμές… Όταν ήταν ο Μίκης, εκπρόσωπος του αντιδικτατορικού αγώνα στο εξωτερικό, έλαβε μια πρόσκληση από τον Αλιέντε – συγκέντρωσαν κόσμο από διάφορες χώρες της Ευρώπης, για να γιορτάσουν τα δύσκολα −αλλά και που αποτελούσαν πηγή έμπνευσης συνάμα− που διαδραματίζονταν στη Χιλή. Είχαν μια αισιοδοξία, ένα όραμα ότι κάτι μπορούσε να γίνει στη Χιλή. Ήμασταν τότε στο Παρίσι, εγώ, ο Πανδής – φεύγει ο Μίκης και επιστρέφει ενθουσιασμένος από Χιλή: «Εκεί που πήγαμε, μου έδωσε ο Αλιέντε τον τόμο ποιημάτων του Νερούδα, που τον αφιερώνει στους Έλληνες δημοκράτες αγωνιστές». Μας δίνει τις πρώτες του παρτιτούρες κι αρχίσαμε να το δοκιμάζουμε – εν έτει 1972. Ερχόταν τότε και ο Νερούδα, πρεσβευτής της Χιλής στο Παρίσι, και βοηθούσε τον Μίκη να πλοηγηθεί στο τεράστιο εκείνο βιβλίο, να ολοκληρώσει την ιδέα του Canto. Έγραψε τραγούδια για τη φύση, τραγούδια για τον έρωτα, τραγούδια για τους αγώνες –τους πολιτικούς αγώνες της Λατινικής Αμερικής, τη μάχη κατά της United Fruit Co– συν το Αmerica Insurrecta, που το έλεγε καταπληκτικά ο Πανδής, εξίσου καταπληκτικά και ο Τάσης [Χριστογιαννόπουλος] τώρα ως βαρύτονος. Εγώ το Voy a vivir, το οποίο αναφέρεται και στην Αθήνα. Ο Νερούδα είχε ξεκινήσει να γράφει την ποίηση εκείνη από τη δεκαετία του ’50, οπότε έγραφε τι συνέβαινε ανά τον κόσμο. Ένα από αυτά τα τραγούδια αναφέρεται στην Αθήνα. Ερχόταν λοιπόν στο στούντιο ο Νερούδα, σε μια γειτονιά στο Βιτρί − αποκεί περνούσαν όλοι οι σπουδαίοι της εποχής. Ο Μιτεράν πρώτος πρώτος στις πρόβες, προτού γίνει Πρόεδρος, αυτό. Εξαιρετικά απλός, ανέκαθεν.

Αφού ετοιμάσθηκε το Canto, οργανώθηκε μεγάλη περιοδεία από τη Βόρεια Αμερική μέχρι κάτω, στην Αργεντινή –τρίμηνη περιοδεία, όλος ο κόσμος να παρακολουθεί, με την Ελλάδα στο επίκεντρο– σε Περού και Βενεζουέλα. Καταλήγουμε στο Μεξικό, με επόμενους σταθμούς Χιλή και Κούβα. Εκεί λοιπόν στο Μεξικό, μας βρίσκει το πραξικόπημα! Ήμασταν στο Μπέγιας Άρτες, μεγάλο θέατρο του Μεξικού, και μαθαίνουμε ότι είχαν σκοτώσει τον Αλιέντε. Και, μετά από ένα μήνα, πεθαίνει με άγνωστο τρόπο και ο Νερούδα…

Καταλήξαμε να το αφιερώνουμε στα θέματα της Χιλής, στον μεγάλο Χιλιανό Βίκτορ Χάρα που πυροβολήθηκε, σε όλους τους καλλιτέχνες-θύματα του Πινοσέτ. Ενώ, δηλαδή, είχε οργανωθεί για τους Έλληνες, κατέληξε για τους Χιλιανούς!

Επιστρέφουμε στο Παρίσι, και η Humanité−τότε στις δόξες της− κάνει ένα μεγάλο φεστιβάλ, με χιλιάδες κόσμο, πάλιν αφιερωμένο στην Χιλή. Συντάραξε όλη την Ευρώπη, εκείνη η φάση…

Τώρα πλέον, το Canto General παίζεται παντού. Το πήραν και κλασικοί τραγουδιστές, παντού.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ