Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΤΑΣΗΣ: ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΜΗΧΑΝΕΣ

Θεοφάνης Τάσης: Δεν θέλουμε πια να είμαστε άνθρωποι, θέλουμε να γίνουμε μηχανές
Φωτ. Spyros Bound Photography
Ο καθηγητής Πρακτικής Φιλοσοφίας σε Πανεπιστήμια της Αυστρίας και της Ελβετίας καταπιάνεται συστηματικά στα βιβλία του με το ζήτημα της αυτονομίας στην εποχή της έκρηξης της τεχνολογίας. Με τα πολιτικά και ηθικά διλήμματα που προκύπτουν και την ανάγκη μιας επαναφοράς της ιδιότητας του ανθρώπου στο επίκεντρο, της ανθρωπινότητας όπως την αποκαλεί.

Ένα από τα θεμελιώδη, αν όχι το θεμελιώδες, ερώτημα που θέτουν διαχρονικά οι φιλοσοφοι είναι το πώς μπορούμε (και πρέπει) να διάγουμε τη ζωή μας, ώστε αυτή να είναι αξιοβίωτη. Γιατί όμως να  ακούσει σήμερα κάποιος την απάντηση ενός φιλοσόφου, όταν πλήθος άλλων «ειδικών» (life coaches, managers, ψυχολόγοι), που διεκδικούν την απάντηση στο ίδιο ερώτημα; Ο Θεοφάνης Τάσης επιδιώκει εδώ και αρκετά χρόνια να δώσει μια πειστική απάντηση σε αυτό. Και τούτο, διότι ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των φιλοσόφων που δεν φοβούνται να εμπλακούν σε μια αληθινή και ουσιαστική συζήτηση, να εκθέσουν τις απόψεις τους και να εκτεθούν, να συμφωνήσουν και να διαφωνήσουν, απλοποιώντας δύσκολες έννοιες, χωρίς όμως να απλουστεύει τη ισχύ που έχουν να διεγείρουν το πνεύμα. 

Ως προσεκτικός μελετητής του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο καθηγητής Πρακτικής Φιλοσοφίας σήμερα σε Πανεπιστήμια της Αυστρίας και της Ελβετίας καταπιάνεται συστηματικά στα βιβλία του με το ζήτημα της αυτονομίας στην εποχή της έκρηξης της τεχνολογίας. Με τα πολιτικά και ηθικά διλήμματα που προκύπτουν από αυτήν την έκρηξη και την ανάγκη μιας επαναφοράς της ιδιότητας του ανθρώπου στο επίκεντρο, της ανθρωπινότητας όπως την αποκαλεί, απέναντι στα κάθε λογής εγχειρήματα υπέρβασής της. Τα όσα συζητά −τεχνολογικά εμφυτέυματα, ανθρώπινη αναβάθμιση, τεχνητή υπερνοημοσύνη, ταχύτητα διαφυγής γήρατος− μοιάζουν να έρχονται από το μέλλον. Όπως όμως υποστηρίζει ο ίδιος, καλύτερα «να είμαστε προετοιμασμένοι για κάτι που μπορεί να μη συμβεί, παρά να βρεθούμε απροετοίμαστοι σε αυτό όταν έρθει». 

Εικονιστική κοινωνία και πνευματική οκνηρία 

Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω από αυτό που θα δούμε. Θα μιλήσουμε για πράγματα, για έννοιες, και με λέξεις −όπως η εικονιστική κοινωνία ή ο μετα-ανθρωπισμός−, οι οποίες με κάνουν −επειδή «των ονομάτων επίσκεψις, αρχή σοφίας»−, να διερωτηθώ το εξής: οι καινούριες, δύσβατες στον δημόσιο λόγο, λέξεις ή οι καινούριες έννοιες είναι που φοβίζουν τον μέσο άνθρωπο, τον μέσο ένοικο της δημόσιας σφαίρας, και δεν προσέρχεται σε πολλή συζήτηση, όπως παλιότερα;

Ο «μέσος» άνθρωπος, σε εισαγωγικά βεβαίως… Εάν τον εντοπίσω γεωγραφικά στην ελληνική επαρχία, είναι πολύ περισσότερο πρόθυμος να προσέλθει σε μια συζήτηση και να ακούσει παρά στην Αθήνα, όπου υπάρχει ένας κερματισμός των εκδηλώσεων, υπάρχουν μικρότερες φυλές και οι εκδηλώσεις είναι πολύ περισσότερο σχεδιασμένες ως κόμβοι δικτύωσης και δημοσίων σχέσεων − το οποίο δεν είναι καθόλου αρνητικό, μια δημόσια εκδήλωση υπηρετεί πολλαπλά επίπεδα. Πάει κανείς και για δημόσιες σχέσεις, και για να ακούσει το περιεχόμενο, και για να κάνει μια έξοδο ή μια κουβέντα με φίλους. Το πρόβλημα στην Αθήνα είναι ότι ανάγεται συνήθως σε ένα από τα παραπάνω και λιγότερο συχνά συνιστά ένα εφαλτήριο για μια γνήσια αναζήτηση. Δεύτερον, υπάρχει μια πνευματική οκνηρία που καλλιεργείται με συστημικό τρόπο, μια νηπιοποίηση των πολιτών, που έχει ως συνέπεια να υπάρχει μια δυσανεξία στην καταβολή προσπάθειας. Δηλαδή, αν είμαι εξαντλημένος από την απαιτητική καθημερινότητα, δεν θα πάω να ακούσω π.χ. τον Τάση, γιατί ο Τάσης είναι δύσκολος.

ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΕΙΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ, ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ, ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ, ΝΑ ΕΠΙΜΕΛΗΘΟΥΜΕ ΠΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΩΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΥΒΡΙΔΙΟ, ΕΠΙΜΕΛΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ. ΕΚΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΕΣΑΤΕ. ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΟΤΑΝ ΣΧΟΛΙΑΖΩ ΣΤΟ FACEBOOK; ΓΙΑΤΙ ΑΝΑΡΤΩ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΑΛΛΟ; ΠΟΣΟ ΣΥΧΝΑ ΑΝΑΡΤΩ; ΣΕ ΤΙ ΑΠΟΒΛΕΠΩ ΟΤΑΝ ΑΝΑΡΤΩ ΚΑΤΙ;

Βαριά έκφραση το «πνευματική οκνηρία»… Μήπως όλο αυτό έχει να κάνει και με την ψηφιακή επικοινωνία; Μήπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας έκαναν… 

Σίγουρα. Σε πολλαπλά επίπεδα. Πρώτον, εάν μπορώ να παρακολουθήσω μια δημόσια συζήτηση από την άνεση του σπιτιού μου, στον υπολογιστή ή στο κινητό μου, καθ’ οδόν κάπου, ή να την ακούσω αργότερα ως ηχητικό κείμενο, γιατί να μην το κάνω; Γιατί να μετακινηθώ, αν μιλάμε για την Αθήνα, στο κέντρο της πόλης, με τις γνωστές δυσκολίες στάθμευσης, ξοδεύοντας χρόνο; Μια μορφή οκνηρίας. Μια δεύτερη μορφή οκνηρίας έχει να κάνει με το ότι, εάν έχω συνηθίσει να παρακολουθώ εύπεπτα περιεχόμενα, εύπεπτες συζητήσεις, οι οποίες είναι οριοθετημένες αυστηρά με βάση έναν συγκεκριμένο σκοπό −«10 τρόποι να ευτυχήσεις», «5 τρόποι για να αδυνατίσεις», «6 τρόποι για να πετύχεις αυτό ή εκείνο»−, τότε το να παρακολουθήσεις μια φιλοσοφική συζήτηση, η οποία δεν θα απολήξει κατ’ ανάγκη σε κάτι χειροπιαστό για εσένα −εκτός αν ο ίδιος το μεταφράσεις στα βιώματά σου, καταβάλλοντας προσπάθεια γι’ αυτό−, λειτουργεί αποθαρρυντικά για πάρα πολλούς. Σε αυτά τα δύο επίπεδα, λοιπόν, η ευκολία οδηγεί σε μια πνευματική φυγοπονία, που δεν  ευδοκιμεί μόνο εν Ελλάδι. Είναι κάτι που το βλέπουμε παγκοσμίως.

Ποιος προκαλεί αυτή τη νηπιοποίηση; Υπάρχει για εσάς ένα υποκείμενο πίσω από αυτό ή το ζήτημα είναι περισσότερο συστημικό; 

Είναι αυτό που ονομάζω «εικονιστική κοινωνία». Δεν είναι ότι υπάρχει κάποιο σκοτεινό κέντρο εξουσίας που λειτουργεί προς αυτήν την κατεύθυνση και μπορεί να αναζητηθεί στο πλαίσιο μιας θεωρίας συνωμοσίας. Η εικονιστική κοινωνία, δηλαδή μια καινοφανής θέσμιση, αντιστοιχεί σε αυτόν τον υβριδικό τρόπο ύπαρξης του σήμερα. Έναν τρόπο ύπαρξης ο οποίος βιώνεται υβριδικά, δηλαδή ενσώματα, στο εδώ και τώρα, αλλά συγχρόνως και ψηφιακά, ως εικόνα εαυτού στο διαδίκτυο. Και την ίδια στιγμή που συμβαίνει αυτό, όλοι μας οι θεσμοί, ψηφιοποιούμενοι, εξεικονίζονται, λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Έτσι δημιουργείται ένα ανθρωπολογικά νέο υποκείμενο, το εικονιστικό υποκείμενο, το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από άλλα υποκείμενα, διότι κάθε εποχή έχει ένα δικό της ανθρωπολογικό υποκείμενο που το αναπαράγει. Άλλος ο πολίτης του 5ου αιώνα, άλλος ο μεσαιωνικός πολίτης, άλλος ο πολίτης στην εποχή του EDO στην Ιαπωνία. Υπάρχει κάθε φορά ένας ανθρωπολογικός τύπος, ο οποίος αναπαράγει την κοινωνική θέσμιση.

Ένας ανθρωπολογικός τύπος 

Μπορείτε να μας περιγράψετε τη δυναμική αυτού του νέου ανθρωπολογικού τύπου;  Βιώνει κάποιου είδους έντασης ανάμεσα στο ψηφιακό και στο ενσώματο; 

Υπάρχει μια ένταση, με την οποία εγώ ερμηνεύω και σκέπτομαι, και αυτό που βλέπουμε σήμερα και ονομάζουμε «τοξικότητα» στη δημόσια σφαίρα. Έχουμε παρατηρήσει όλοι ότι στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης κυριαρχεί ένας λόγος που είναι θυμικά φορτισμένος, και μάλιστα αρνητικά θυμικά φορτισμένος. Στο δικό μου ερευνητικό σχήμα, αυτό μπορεί να κατανοηθεί ως ένα είδος επαναδιεκδίκησης της σωματικότητας από μέρος του εικονιστικού υποκειμένου. Και το μεταφράζω σε απλά ελληνικά. Όταν βρίσκομαι μπροστά σε μια οθόνη, έχω μια επικοινωνία ψυχρή, χαμηλής θερμοκρασίας. Τώρα που μιλάμε ο ένας δίπλα στον άλλο, μπορεί να μην αγγιζόμαστε, αλλά η παρουσία μας στον χώρο γίνεται αισθητή. Νιώθουμε κατά κάποιο τρόπο το σώμα του άλλου, κοιταζόμαστε, ακούμε τον τόνο της φωνής. Όταν είμαι σε μια οθόνη, όλα αυτά απουσιάζουν, οπότε η αίσθηση του σώματός μου σχεδόν εξαφανίζεται. Και αυτό που έχω να πω −επειδή προ διαδικτύου μιλούσαμε με το σώμα μας, και μιλάμε πάντα με τα χέρια μας, με τους πνεύμονες, με το στομάχι− προσπαθεί να βρει τρόπο να εκφραστεί.

Δηλαδή; 

Πώς θα γίνει αυτό; Εάν, για παράδειγμα, αντί να απαντήσω σε ένα σχόλιο με φράσεις όπως «ενδεχομένως», «ίσως», «μάλλον», «θα μπορούσε», χρησιμοποιήσω το «άντε και…», αυξάνεται η εσωτερική μου ψυχική θερμοκρασία, όλο αυτό με κάνει να επαναδιεκδικώ το σώμα μου. Οπότε αποδίδω σωματικότητα στην ψηφιοποιημένη και διαμεσολαβημένη εποικοινωνία με αυτόν τον έντονο θερμικά τρόπο επικοινωνίας. Την ίδια στιγμή όμως και οι αλγόριθμοι επιδοτούν κάτι τέτοιο, διότι αυτό θα προξενήσει μια θυμική αντίδραση στους αποδέκτες και θα ανεβάσει τα κλικς. Επειδή ο αλγόριθμος το επιλέγει, το πολλαπλασιάζει και έτσι αυτό το πράγμα αρχίζει και γίνεται κυρίαρχο. Την ίδια στιγμή, η θετική διάσταση αυτού είναι ότι, για να διεκδικήσεις προσοχή, που είναι το νόμισμα της εικονιστικής κοινωνίας, για να αυξήσεις το κεφάλαιο της ορατότητάς σου, πρέπει να προξενείς, όπως είπα, θυμικές αντιδράσεις. Θυμικές αντιδράσεις προξενείς όχι μόνο με τον αρνητικό τρόπο που μόλις τώρα περιέγραψα, θυμικές αντιδράσεις προξενείς επίσης εμφανίζοντας αυθεντικότητα. Η αυθεντικότητα ισούται με μοναδικότητα, δηλαδή αν καταφέρεις και εμφανιστείς με έναν τρόπο που είναι πολύ διαφορετικός από όλους τους άλλους, τότε θα τραβήξεις την προσοχή και τα βλέμματα. Το να εκφράζει κανείς συναισθήματα, το να είναι αυτοαποκαλυπτικός, το να είναι εξομολογητικός, ενέχει ισχυρά στοιχεία αυθεντικότητας. Οπότε, υπό αυτή την έννοια, τα συναισθήματα κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα και με τον αρνητικό και με τον θετικό τρόπο ως ένα είδος επαναδιεκδίκησης σωματικότητας κατά την ψηφιοποίηση. 

Συνειδητοποιείται αυτό; 

Στη συντριπτική πλειονότητα των χρηστών όχι, δεν συνειδητοποιείται. Γι’ αυτό και όταν ξεκίνησα να γράφω γι’ αυτά το 2012, μιλώντας για την επιμέλεια του εαυτού, επανέφερα μια έννοια από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία στην εικονιστική συνθήκη. Θα πρέπει να αποκτήσουμε ένα νέο είδος αυτογνωσίας, να κατανοήσουμε ποια είναι η σχέση μας με την ψηφιακή εικόνα εαυτού μας και, ακολούθως, να επιμεληθούμε πια τον εαυτό μας συνολικά ως αυτό το υβρίδιο, επιμελούμενοι και την ψηφιακή εικόνα εαυτού. Εκεί λοιπόν εμφανίζονται ερωτήματα, όπως αυτό που θέσατε. Γιατί είμαι επιθετικός όταν σχολιάζω στο facebook; Γιατί αναρτώ αυτό και όχι το άλλο; Πόσο συχνά αναρτώ; Σε τι αποβλέπω όταν αναρτώ κάτι; 

ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΟΠΟΥ Η ΤΕΧΝΟ-ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΧΕΙ ΑΥΤΟΝΟΜΗΘΕΙ, ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΦΑΣΗΣ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΟΤΙ ΟΝΤΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ· Η ΕΑΝ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΑΚΟΜΗ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ, ΕΑΝ Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΕΛΕΓΞΙΜΗ ΑΠΟ ΕΜΑΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΑΠΑΝΤΗΣΩ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΜΙΑ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ. ΕΠΙΛΕΓΩ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΩ ΑΞΙΑΚΑ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ ΟΤΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ...

Αυτή η επικυριαρχία του συναισθήματος μέσα σε αυτόν τον χώρο εξηγεί αυτό που υποστηρίζετε συχνά, ότι στην εικονιστική κοινωνία ανθεί ο αυταρχικός λαϊκισμός; 

Ναι, η δημοκρατία εκφυλίζεται σε θυμοκρατία, επειδή η αμφισβήτησή της μέσω του αυταρχικού λαϊκισμού γίνεται κυρίως με όρους θυμικού. Δεν γίνεται με όρους ορθολογικούς. Γίνεται βεβαίως και με όρους ορθολογικούς. Δεν θέλω αυτή τη στιγμή να απαξιώσω με έμμεσο συγκαταβατικό τρόπο εκείνους τους συμπολίτες που έλκονται από τον αυταρχικό λαϊκισμό, διότι ένα σημαντικό μέρος της κριτικής του αυταρχικού λαϊκισμού είναι σωστό. Λάθος είναι όλα τα συμπεράσματα, που εν πολλοίς ανάγονται στο ότι πρέπει να επιστρέψουμε σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν. Δεν υπάρχουν άλλου είδους απαντήσεις. Αλλά οι αδυναμίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι δεδομένες, βιώνονται στην καθημερινότητα από τους πολίτες και οι αυταρχικοί λαϊκιστές τις περιγράφουν με έναν τρόπο οξύ, θυμικό, όχι αρκετά ορθολογικό, πάντοτε ρητορικά, στρατηγικά επιτυχημένο, χωρίς να προσφέρουν λύσεις. Αυτός είναι λοιπόν ο σύνδεσμος. Αν μιλήσουμε λόγου χάρη για τον βασικότερο εκπρόσωπο αυτών, τον πρόεδρο των ΗΠΑ, αυτός λειτουργεί ως το ψηφιακό είδωλο των αθέατων. Λέει «είμαι σαν εσάς, και με βλέπουν και με θαυμάζουν όλοι», και τους υπόσχεται εμμέσως ότι μπορούν να γίνουν και αυτοί σαν αυτόν. 

Ένα άλλο είδος αμερικανικού ονείρου… 

Ναι, ακριβώς. Τους χαρίζει ορατότητα, τους κάνει να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους, παίρνει και την εκδίκηση για λογαριασμό τους από τους επιφανείς. Είναι το ακριβώς αντίθετο του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος έλεγε «πρέπει να γίνουμε καλύτεροι» και «εγώ ήδη είμαι καλύτερος από εσάς, κατά κάποιο τρόπο, γιατί είμαι γοητευτικός, γιατί είμαι εύγλωττος, γιατί είμαι αυτοδημιούργητος», και ούτω καθεξής. «Δούλεψε λίγο, επιμελήσου εαυτόν». Αυτό είναι ένα μήνυμα που είναι γοητευτικό σε μεσοαστικά ανώτερα στρώματα, όπου η αυτοπραγμάτωση αξιακά είναι ισχυρά ριζωμένη. Αλλά σε χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, όπου η αυτοπραγμάτωση συνήθως έρχεται δεύτερη, μετά τη βιοτή, διότι κανείς πρέπει να πληρώσει το νοίκι, πρέπει κάπως να επιβιώσει, το επιμελήσου εαυτόν…

Είναι κάτι μετα-υλιστικό…

Δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο. Γι’ αυτόν το λόγο, λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι στράφηκαν σε κάποιον που τους έμοιαζε περισσότερο και τους υπόσχονταν ορατότητα όπως ακριβώς είναι, όχι αυτήν την έμμεση συγκαταβατική απαξίωση των επιφανών. 

Η τεχνολογία ως θρησκεία  

Επειδή πίσω από τον Τραμπ υπάρχει ένα πελώριο σύστημα ανθρώπων που είναι στην κορυφή της τεχνολογίας και οι οποίοι την πιέζουν να έρθει στην καθημερινότητα όλο και πιο φορτικά, εσείς πώς τοποθετείστε απέναντι στην τεχνολογία; Οδηγεί η επιφυλακτικότητα έναντί της σε τεχνοφοβικότητα; Πού βρίσκεται η μέση τομή; Διότι είναι και βολική η τεχνολογία.

Το κρίσιμο ερώτημα για μένα είναι αν βρισκόμαστε σε εκείνη την ιστορική συγκυρία όπου η τεχνο-επιστήμη έχει αυτονομηθεί, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια πολιτική, βρισκόμαστε σε μία διαφορά φάσης μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι όντως δεν υπάρχει πια πολιτική· ή εάν εξακολουθούμε να έχουμε ακόμη περιθώρια πολιτικής δράσης, εάν η τεχνική εξέλιξη είναι ακόμη ελέγξιμη από εμάς. Δεν μπορώ να το απαντήσω και δεν έχω να προσφέρω μία οριστική απόδειξη. Επιλέγω να πιστέψω αξιακά ως ανθρωπιστής ότι εξακολουθούμε και έχουμε τη δυνατότητα της πολιτικής πράξης… 

Άρα το γεγονός ότι το ενδεχόμενο η AI να κυριαρχήσει επί της δημόσιας ζωής, και εν συνεχεία στην ατομική ή αντιστρόφως, είναι κάτι που σας απασχολεί, αλλά όχι νομοτελειακά, όχι με στοιχείο νομοτελειακότητας. Άρα να τη ρυθμίσουμε; 

Ναι, ασφαλώς να τη ρυθμίσουμε. Πιστεύω ότι μπορούμε να τη ρυθμίσουμε. Στο νέο μου βιβλίο Ψηφιακός Ανθρωπισμός ΙΙ, υπάρχει ένα κείμενο όπου μιλώ δια μακρών για το ποια συγκεκριμένα πολιτικά μέτρα θα μπορούσαμε να πάρουμε, χρησιμοποιώντας μια αναλογία με την πυρηνική ενέργεια (μη διάδοση τεχνολογικών όπλων, διεθνή παρατηρητήρια, φόρουμ με επιθεωρητές και ούτω καθεξής). Η δυσκολία έγκειται στο ότι βρισκόμαστε σε μια πολύ δύσκολη συνθήκη γεωπολιτικά. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν εμφανίστηκε το 1995 ή το 2000, που είχαμε το Pax Americana, το τέλος της ιστορίας, και έναν μονοπολικό κόσμο ειρήνης. Εάν εμφανιζόταν εκεί, θα ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα. 

Αλλά;

Η τεχνητή νοημοσύνη εμφανίζεται εν μέσω ενός οξύτατου γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, και συγχρόνως μεταξύ άλλων δρώντων, που επαναδιεκδικούν την επιρροή τους σε αυτόν τον κόσμο. Μια παγκόσμια ρύθμιση της τεχνικής νοημοσύνης σε αυτό το περιβάλλον είναι εξαιρετικά δύσκολη. Προφανώς μπορεί κάποιος να αρθρώσει μια κριτική σε αυτά που υποστηρίζω, λέγοντας «ναι, θαυμάσια τα όσα λες, αλλά είναι γεωπολιτικά ανέφικτα στις παρούσες συνθήκες, δεν χρειάζεται καν να το προσπαθήσουμε». Εδώ είναι πια το πολιτικό, γιατί στο πολιτικό πρέπει να αποδεικνύεις τα πράγματα. Εγώ λέω ότι αξίζει να το προσπαθήσουμε, ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες. Ένας άλλος, με το πρόσχημα ενός κακώς εννοούμενου για μένα ρεαλισμού, λέει «άσ’ το, πάει τώρα, δεν σώζεται το πράγμα…»

Αν μου επιτρέπετε, σε ένα άλλο επίπεδο, που είναι το κοινωνικό, το επίπεδο των κοινωνικών αντιλήψεων, η τεχνολογία μοιάζει πλέον να λαμβάνει γνωρίσματα μιας νέας θρησκείας. Τον τεχνο-οπτιμισμό τον συναντάς σε έναν μαθητή, αλλά και σε έναν καθηγητή πανεπιστημίου, αυτήν την αίσθηση ότι η τεχνολογία αργά ή γρήγορα θα μας λύσει όλα τα προβλήματα, θα μας κάνει να ζήσουμε περισσότερο, θα γιατρέψει τον καρκίνο, και ούτω καθεξής… 

Υπάρχει αυτό που λέτε. Υπάρχουν δύο πολύ ισχυρά ρεύματα, ο υπερανθρωπισμός και ο τεχνικός μετα-ανθρωπισμός Ο υπερανθρωπισμός πρεσβεύει την τεχνική αναβάθμιση του ανθρώπου, δηλαδή τη χρήση της τεχνικής για τη σωματική, διανοητική, αισθηματική ή ηθική αναβάθμιση του ανθρώπου με σκοπό την εντέλει θέωσή του. Αυτό είναι ένα ρεύμα. Μπορεί να ακούγεται ρεύμα επιστημονικής μυθοπλασίας, αλλά αυτή τη στιγμή… 

Ο Πίτερ Τιλ, ας πούμε…

Ο Πίτερ Τίλ είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος, όπως και ο Πίτερ Διαμάντης ο δικός μας και ουκ ολίγοι άλλοι. Οι τεχνικοί μετα-ανθρωπιστές από την άλλη υποστηρίζουν την ανάδυση της μοναδικότητας, δηλαδή μιας πανίσχυρης τεχνητής υπερνοημοσύνης ως την εκπλήρωση του σκοπού της ανθρωπότητας. Εάν καθ’ οδόν για τη δημιουργία αυτής εμείς αναβαθμιστούμε ως ανθρώπινο είδος, αυτό θα είναι μια παράπλευρη απώλεια ή όφελος, ανάλογα με το σκεπτικό του καθενός, αλλά δεν πολυενδιαφέρει τους θιασώτες αυτού του ρεύματος, διότι σε αυτούς το επίκεντρο δεν είναι ο άνθρωπος.

Το υποκείμενο της ιστορίας αλλάζει… 

Είναι η τεχνητή υπερνοημοσύνη, ναι. Γι’ αυτό και τεχνικός μετανθρωπισμός, γιατί πολιτισμικός μετανθρωπισμός υπήρξε και στο παρελθόν. Ο Νίτσε, ο Ντεριντά, ο Χάιντεγκερ, είναι όλοι μετανθρωπιστές, αμφισβήτησαν τις προκείμενες του ανθρωπισμού. Εδώ μιλάμε για τεχνικό μετανθρωπισμό. Οι υπερανθρωπιστές και οι τεχνικοί μετανθρωπιστές βρίσκονται σε μια μάχη, διότι αν τελικώς έρθει η τεχνητή υπερνοημοσύνη, πιθανώς εμείς να μην προλάβουμε να θεωθούμε…

Να μας καταπιεί το μηχάνημα;

Γι’ αυτό και βλέπετε να διαφωνούν από τη μία ο Ίλον Μασκ, που είναι υπερανθρωπιστής και γι’ αυτό και ανησυχεί τόσο για μια τεχνητή υπερνοημοσύνη και θέλει τη ρύθμιση, και από την άλλη ο Ρέι Kούρτσβαϊλ, που είναι τεχνικός μετανθρωπιστής. Ή ο Στιβ Μπάνον, ας πούμε, δίνει συνέντευξη και λέει ότι ο μεγάλος εχθρός είναι οι υπερανθρωπιστές. Και επιστρέφω τώρα στο ερώτημά σας, η τεχνολατρεία −πλειοδοτώ την τεχνοαισιοδοξία που αναφέρατε−, χαρακτηρίζει ως επί το πλείστον ανώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, όχι κατώτερα. Έχει, δηλαδή, το δυναμικό να εξελιχθεί σε μια τεχνο-θρησκεία, μια θρησκεία για αγνωστικιστές, άθεους, για εκλεπτυσμένους, μορφωμένους, κοσμικούς. Στο πλαίσιο της οποίας μπορείς να πετύχεις αυτά που παραδοσιακά σου υπόσχονταν η θρησκεία στο εδώ και τώρα, χρησιμοποιώντας την τεχνική στην οποία έχεις πρόσβαση, λόγω των χρημάτων που διαθέτεις και λόγω του πολιτισμικού σου κεφαλαίου. Τώρα ένας αγρότης, ένας ταξιτζής στη Δράμα, ένας χωρικός, δεν είναι αισιόδοξος όσον αφορά την τεχνολογία. Είναι συνηθέστερα απαισιόδοξος ή συγκρατημένα θετικά διακείμενος. 

Οι νέες ανισότητες που έρχονται

Επειδή χρησιμοποιήθηκε και η λέξη «θρησκεία» μια και δύο φορές, τον παλιό καλό καιρό, όταν κανείς διαφωνούσε με μια θρησκεία, κατέληγε είτε στην πυρά είτε εξοβελιζόταν, πάντως δεν πήγαινε στο κέντρο των πραγμάτων. Το αντίστοιχο, αν επικρατήσει σε κυρίαρχα στρώματα μια τέτοια θέωση της έννοιας της τεχνολογίας, είναι ότι όποιος αντιδράσει κινδυνεύει να βρεθεί εκτός συστήματος; 

Όποιος αντιδρά, θα τους είναι ολόκληρα διάφορος. Δεν θα τους χρειάζονται πια. Το 2014, όταν κυκλοφόρησε το Superintelligence του Νικ Μπόστρομ από το Oxford University Press, είχε κάνει μια δημοσκόπηση μεταξύ των πρωτοπόρων στην τεχνητή νοημοσύνη για το πότε υπολογίζουν ότι αυτή θα γίνει πραγματικότητα. Το 80% έλεγε θα χρειαστούμε περίπου μισό αιώνα. Υπήρχε ένα 10% που έλεγε 25 χρόνια και ένα 5% που έλεγε δέκα χρόνια. Ουδείς είχε πει ότι θα γίνει το 2022. Με την ανθρώπινη αναβάθμιση τα πράγματα είναι, ελπίζω, λίγο διαφορετικά. Δηλαδή αυτή τη στιγμή τα περισσότερα προτάγματα της ανθρώπινης αναβάθμισης για τη ριζική επιμήκυνση της ζωής βρίσκονται στις παρυφές της επιστήμης ή αφορούν στοιχήματα με πολύ μικρές πιθανότητες. Πλην όμως η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να επιταχύνει με καταλυτικό τρόπο την έρευνα στην ανθρώπινη αναβάθμιση και να βρεθούμε, πράγμα που απεύχομαι, στα επόμενα πέντε ή δέκα χρόνια στην ίδια συνθήκη. Και με την ίδια έκπληξη να δούμε ξαφνικά κάποιους, που θα έχουν τα χρήματα, να έχουν εμφυτεύματα, να βλέπουν στο υπέρυθρο, να συνδέονται κατευθείαν με τον υπολογιστή, μεταμορφώνοντας τη σκέψη τους, και τότε πιθανώς θα είναι αργά. Αυτή η νέα τάξη ανθρώπων που θα διαμορφωθεί, θα είναι πια και βιολογικά ανώτερη, όχι μόνο κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά, αλλά και βιολογικά. Δεν θα τους αφορούμε καθόλου εμείς οι υπόλοιποι, αν φτάσουμε σε αυτό το σημείο. 

Δυστοπική επιστημονική φαντασία… 

Μοιάζει με επιστημονική μυθοπλασία, αλλά άμα δείτε την ταχύτητα και την πύκνωση, αλλά και το πώς προετοιμαζόμαστε κατά κάποιον τρόπο για αυτό…. Δηλαδή οι περισσότερες σειρές στο Netflix, από το Black Mirror, το Osmosis, το Sense8, το Better Than Us, το Altered Carbon, έχουν ακριβώς ως θεματική την ανθρώπινη αναβάθμιση. Οι άνθρωποι λοιπόν προετοιμάζονται για αυτό, απευαισθητοποιούνται υπό μία έννοια. Για πολλούς η εξέλιξη αυτή είναι και επιθυμητή. Όταν μιλώ με φαρμακοποιούς, μου λένε ότι το σημαντικότερο μέρος του τζίρου τους, αυτό που αυξάνει σταθερά, είναι τα συμπληρώματα και τα σκευάσματα που δεν αφορούν αποκατάσταση υγείας, αφορούν την ενδυνάμωση. Έχουμε μία ροπή προς αυτό, και υπό μία έννοια όλοι αναβαθμιζόμαστε. Ένα tattoo, για παράδειγμα, είναι μια αισθητική αναβάθμιση. Τώρα όμως θα πάμε σε αναβαθμίσεις οι οποίες θα είναι πολύ πιο βαθιές, θα είναι γενετικές αναβαθμίσεις, θα είναι εμφυτεύματα…

Ας πάμε σε ένα εύκολο παράδειγμα. Έχουμε εμφυτεύματα που μας επιτρέπουν να ανοίγουμε πόρτες, να ανοίγουμε κλειδαριές για να μπαίνουμε σε εργαστήρια και σε υψηλά φυλασσόμενους χώρους. Αυτά τα εμφυτεύματα προς το παρόν έχουν ένα σχετικά υψηλό κόστος, έχουν ένα σχετικά μεγάλο όγκο. Για τους περισσότερους δε ανθρώπους η ευκολία που προσφέρουν είναι ανύπαρκτη, διότι στην καθημερινότητά τους δεν θα συναντήσουν πουθενά βιοαισθητήρες σε πόρτες, σε χώρους για πληρωμές κ.τ.λ. Αν όμως μπορώ να έχω ένα εμφύτευμα που μου επιτρέπει να μπαίνω στο σπίτι, να πληρώνω στο σούπερ μάρκετ, να ταξιδεύω με το αεροπλάνο, να εκδίδω μια υπεύθυνη δήλωση, και όλα να γίνονται απλά βάζοντας κάτι στο μέγεθος του νυχιού μου, γιατί να μην το βάλω; Είναι ευκολία πάλι… 

Μια απάντηση θα ήταν να μην το βάλεις γιατί ενδεχομένως το θεσμικό σύστημα δεν έχει προετοιμαστεί για να ανταποκριθεί σε αυτό το πράγμα… 

Ναι, θεωρητικά κάτι τέτοιο θα αρχίσει να πωλείται για την ιδιωτική σφαίρα, δηλαδή θα σου πουλάνε έξυπνες κλειδαριές για το σπίτι και ρύθμιση όλων των συσκευών μέσω αυτού του εμφυτεύματος. Μετά θα προκύψει το αίτημα αυτό να επεκταθεί και στην πολιτεία. Το E-Gov, ας πούμε, και όλες αυτές οι ψηφιακές πύλες, άρχισαν να αναπτύσσονται επειδή ο πολίτης ως καταναλωτής είχε συνηθίσει μια αμεσότητα στις συναλλαγές του με τις διάφορες συνδρομητικές υπηρεσίες και τις ψηφιακές αγορές του. Μια αμεσότητα τέτοια, που πια η διαφορά μεταξύ του βίου του καταναλωτή και του βίου του πολίτη γινόταν πάρα πολύ μεγάλη. Τα εμφυτεύματα λοιπόν θα ξεκινήσουν στην ιδιωτική σφαίρα και μετά θα διαχυθούν και στην πολιτεία. Ας πάμε όμως σε ένα πιο αμφιλεγόμενο παράδειγμα. Σήμερα έχουμε προγεννητικούς ελέγχους, στο πλαίσιο των οποίων μπορείς να αποφασίσεις αν θα συνεχιστεί η κύηση ή θα διακοπεί λόγω κάποιου ζητήματος. Είναι πιθανό σε κάποια φάση εκτός από τον προγεννητικό έλεγχο να μπορούμε να παρέμβουμε για να επιλέξουμε κάποια χαρακτηριστικά του παιδιού, το χρώμα των ματιών, το χρώμα των μαλλιών, το ύψος του παιδιού… «Αν έχω τη δυνατότητα να επιλέξω αυτά, γιατί να μου το απαγορεύσεις; Δεν είναι δικό μου το παιδί; Με τον ίδιο τρόπο που επιλέγω να διακόψω την κύηση, δεν έχω το δικαίωμα να επιλέξω τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών, που θα του δώσουν μεγαλύτερες πιθανότητες να έχει έναν επιτυχημένο και ευτυχισμένο βίο;», λέει το επιχείρημα των υποστηρικτών της ανθρώπινης αναβάθμισης. 

Θα παίζουμε, δηλαδή, τους θεούς…

Αλλά πρέπει να απαντήσετε στο επιχείρημα. Αν μπορώ να ελέγξω τον δείκτη ευφυΐας του παιδιού προγεννητικά −αφήστε τα μάτια, γιατί είναι αισθητικό το θέμα−, γιατί να μην τον αυξήσω, αυξάνοντας τις πιθανότητές του για έναν επιτυχημένο, ευτυχισμένο βίο; Το να μην το κάνω σημαίνει ότι του στερώ αυτές τις πιθανότητες, με τον ίδιο τρόπο που του στερώ τις πιθανότητες να έχει κινητικές δυσκολίες, φέρνοντάς το στη ζωή, συνεχίζει το επιχείρημα. 

Αυτό το πράγμα δεν είναι προβληματικό; Δεν στερεί το στοιχείο της τυχαιότητας από την ανθρώπινη ύπαρξη, ένα στοιχείο υπό μια έννοια αδιαχώριστο από την έννοια του ανθρώπου; 

Προφανώς. Για να μην παρεξηγηθώ, επειδή το θεώρησα αυτονόητο εξαρχής με όσα είπα περί ανθρωπισμού, εγώ είμαι ανθρωπιστής. Είμαι ενάντια σε όλα αυτά. Έχω γράψει όλο το βιβλίο μου κάνοντας κριτική σε αυτό για αυτό. Είμαι ενάντια σε όλα αυτά τα εγχειρήματα ανθρώπινης αναβάθμισης. 

Ναι, αλλά συμβαίνουν. 

Ναι, το επιθυμούμε και κινούμαστε προς αυτό. Γιατί αν έχω άπειρα χρήματα και μπορώ να επιτύχω «ταχύτητα διαφυγής γήρατος», έτσι ονομάζεται, γιατί να μην το κάνω. Ταχύτητα διαφυγής γήρατος σημαίνει ότι, αν επενδύσω σε μια εταιρεία βιοτεχνολογίας και μπορεί να μου δώσει τρία με πέντε χρόνια ζωής παραπάνω, σε αυτά τα τρία με πέντε χρόνια ζωής παραπάνω μπορεί η τεχνολογία να μου δώσει άλλα τρία με πέντε. Οι  υπερανθρωπιστές πιστεύουν ότι οι πρώτοι άνθρωποι που θα ζήσουν χίλια χρόνια έχουν γεννηθεί ήδη. 

Άρα αυτό που περιγράφουμε σαν σενάριο που πραγματικά έρχεται από το μέλλον είναι ότι οι κοινωνικές ανισότητες θα εξελιχθούν σε βιολογικές ανισότητες; 

Ναι, οι κοινωνικές ανισότητες θα γίνουν βιολογικές ανισότητες και οι βιολογικές ανισότητες θα προξενήσουν ξανά τρομακτικές κοινωνικές ανισότητες. Προφανώς μπορεί να εμφανιστεί κάτι ολότελα απροσδόκητο, που να ανατρέψει τα πάντα. Δεν το αποκλείω. Αλλά εργάζομαι με αυτό που έχω στη διάθεσή μου. Και σημαντικό για μένα είναι να απαλλάξω από το στίγμα της επιστημονικής μυθοπλασίας αυτές τις δυνατότητες. Γιατί προτιμώ να είμαστε προετοιμασμένοι για κάτι το οποίο μπορεί να μην έρθει, από το να βρεθούμε απροετοίμαστοι σε αυτό όταν έρθει. 

Όρια και αντιστάσεις 

Και η έννοια του απαγορεύεται, του πολιτικού απαγορεύεται, μπορεί να φιλοξενηθεί στην εικονιστική συνθήκη; Ή κατέληξε να μην υπάρχει πλέον;

Το απαγορεύεται είναι μια πάρα πολύ δύσκολη λέξη, η οποία αγγίζει τη ρίζα αυτού που για μένα είναι −για να αξιοποιήσω έναν θεολογικό όρο−, το ιερό δισκοπότηρο της εικονιστικής συνθήκης. Είναι το ζήτημα του αυτοπεριορισμού. Απαγορεύεται σημαίνει βάζω ένα όριο, βάζω ένα απαράβατο όριο, βάζω ένα ύστατο όριο. Εμείς ως Έλληνες γνωρίζουμε τη σημασία του αυτοπεριορισμού για να μη διαπράξουμε την ύβρη. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή τη στιγμή έχουμε τη σύγκρουση δύο τρόπων σκέψης. Μάλλον θα ήθελα να έχουμε και τον δεύτερο και θα ήθελα να ενισχυθεί, αλλά προς το παρόν ο ένας κυριαρχεί. Ο αρχαιοελληνικός τρόπος σκέψης είναι ο τρόπος σκέψης του αυτοπεριορισμού και της ύβρεως. Ο νεωτερικός τρόπος σκέψης, που απογειώθηκε με τη Βιομηχανική Επανάσταση και συνεπικουρήθηκε από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι απεριόριστη εξέλιξη-ανάπτυξη, ως εντέλει ενός προτάγματος κυριαρχίας επί παντός επιστητού, ανθρώπου και περιβάλλοντος. Μπορούμε όλο και περισσότερο, όλο και καλύτερα, όλο και ψηλότερα. Αυτές είναι δύο αντιτιθέμενες κοσμοθεωρήσεις. Θα πρέπει να αποφασίσουμε τι από τα δύο θέλουμε. Θέλουμε μία δημοκρατία η οποία βασίζεται σε ένα ήθος αυτοπεριορισμού, ή θέλουμε μία αέναη ανάπτυξη/κυριαρχία, που είναι το καπιταλιστικό πρόταγμα; Το οποίο καπιταλιστικό πρόταγμα αναγκαστικά θα γίνει βιοκαπιταλιστικό. Θα γίνει ανθρώπινη αναβάθμιση ή θα γίνει τεχνητή υπερνοημοσύνη. 

Βλέπετε εστίες στον κόσμο που να αντιστέκονται απέναντι στον δεύτερο τρόπο σκέψης; 

Η πλειονότητα όσων επιλέγουν τον αυτοπεριορισμό το κάνουν στο πλαίσιο τεχνών του βίου με τη μορφή lifestyle. Δηλαδή φορώ ρούχα τα οποία παράγονται με ηθικό τρόπο, διατρέφομαι υγιεινά με προϊόντα που είναι fair trade. Πρόκειται και πάλι για άτομα υψηλού πολιτισμικού οικονομικού κεφαλαίου, που επιλέγουν έναν αυτοπεριορισμό, όχι τόσο φιλοσοφικά ή πολιτικά, όσο στο πλαίσιο μιας τέχνης του βίου, για να αισθανθούν καλύτερα με τον εαυτό τους, για να ξεχωρίσουν από τους υπολοίπους. 

Άρα δεν υπάρχουν;

Ας πάμε, λοιπόν, στις δυνατότητες αντίστασης. Εγώ τις ονομάζω πολιτικές του βίου. Εξού και η τριλογία μου Πολιτικές του βίου. Βλέποντας την εικονιστική συνθήκη, αναρωτήθηκα πώς το υποκείμενο μπορεί να αντισταθεί στην περαιτέρω εξεικόνιση, πώς μπορεί να το διαχειριστεί, αλλά και πώς μπορούμε σε συλλογικό επίπεδο να βρούμε απαντήσεις. Όσον αφορά το ατομικό επίπεδο, σας το είπα και πριν, επέστρεψα στην αρχαία Ελλάδα, στην έννοια της επιμέλειας εαυτού, στη σωκρατική αυτογνωσία. Το υποκείμενο θα πρέπει να αναπτύξει αναστοχαστικές τέχνες του βίου, που θα του επιτρέψουν να βιώσει αυτή την εικονιστική συνθήκη με έναν ανθρωποκεντρικό τρόπο. Αλλά το όριο αυτών των τεχνών του βίου, για να μην εκφυλιστούν σε lifestyle στρατηγικές και τα συναφή, είναι η εκάστοτε κοινωνική θέσμιση. Γιατί το ερώτημα «πώς να βιώσω εγώ τη ζωή μου σε αυτή τη συνθήκη», έχει κάθε φορά ως όριο τον θεσμικό ορίζοντα. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό αν δεν αναγνωρίσω ότι οι δυνατότητες και οι προοπτικές μου προκαθορίζονται από το γενικότερο πλαίσιο. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, εάν, ας πούμε, είμαι ένας άντρας που θέλει να αλλάξει φύλο, στο Ιράν έχω πολύ πιο περιορισμένες δυνατότητες απ’ ό,τι σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Άρα, για να μπορεί να έχει νόημα αυτό, πρέπει να είναι πολιτική του βίου, όχι απλά τέχνη του βίου. Πρέπει να αναγνωρίσω ότι την ίδια στιγμή με αφορά το πολιτικό, με αφορά ο θεσμικός ορίζοντας, και πρέπει να συμμετέχω σε αυτό για τον εαυτό μου. 

Άρα πάμε τώρα στο συλλογικό επίπεδο. Πώς μπορούμε να εφαρμόσουμε τις πολιτικές του βίου στο συλλογικό επίπεδο; Πώς θα μπορούσαμε να βρούμε ένα νέο ίσως υποκείμενο ως φορέα αυτών; Εδώ λοιπόν δεν έχω κάποια απάντηση. Συγγνώμη, θα σας απογοητεύσω. Μια από τις κριτικές που μου γίνεται είναι ότι τελικά οι πολιτικές του βίου που αναπτύσσω είναι πολύ ισχυρά θεμελιωμένες στο ατομικό επίπεδο, αλλά στο συλλογικό επίπεδο αφήνουν πολύ λίγα πράγματα. Αυτό δεν προξενεί έκπληξη, διότι προέρχομαι από τον Καστοριάδη, που ούτως ή άλλως δεν έβλεπε κάποιο νέο συλλογικό επαναστατικό υποκείμενο… Όριζε δηλαδή την Επανάσταση ως τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας από τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, κάτι που σήμερα δεν μπορεί να γίνει ούτως ή άλλως. Άρα στο πολιτικό δεν έχω να προσφέρω κάτι παραπάνω, παρά μόνο το να προσπαθήσουμε να διασώσουμε τη δυνατότητα να μπορούμε να συζητούμε πώς πολιτικά θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό, υπό την έννοια ότι, εάν η τεχνητή νοημοσύνη αρχίζει και λαμβάνει  αποφάσεις για εμάς στο πολιτικό επίπεδο, αν έχουμε δηλαδή μία τεχνοκρατία, ή αν η ανθρώπινη αναβάθμιση εμφανιστεί και έχουμε πια πολίτες βιολογικά αναβαθμισμένους και μη, τότε θα είναι πολύ αργά για να το συζητήσουμε καν.

Ο άνθρωπος ως πολιτικό ερώτημα 

Είδαμε προσφάτως στην Αλβανία την τεχνητή νοημοσύνη να παίρνει υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Και από την άλλη, τον Πούτιν και τον Σι, που δεν προέρχονται από φιλελεύθερη δημοκρατία, να μιλούν για το πώς μπορούν να ζήσουν μέχρι τα 150 και τι ωραίο θα είναι το αύριο. Αυτά τα δύο ακραία όρια μήπως είναι μια έμμεση συζήτηση αυτού που δεν αντέχουμε να συζητήσουμε συλλογικά/πολιτικά;

Κοιτάξτε, ο άνθρωπος βρισκόταν πάντοτε στο μέσο δύο άκρων. Είχες το ζώο και είχες τον Θεό και τους θεούς. Ο άνθρωπος θαύμαζε τόσο το ζώο, έλεγε «πονηρός σαν αλεπού», «δυνατός σαν λιοντάρι», όσο και τους θεούς στους οποίους προέβαλε τις αδυναμίες του ως προτερήματα. Τώρα βρισκόμαστε ξανά σε ένα μέσο. Στο ένα άκρο υπάρχει η τεχνητή νοημοσύνη, στο άλλο υπάρχει η δυνατότητα της θέωσης. Αυτό που με εκπλήσσει είναι ότι απαξιώνουμε, όχι απλώς υποτιμούμε, τη μοναδικότητα και την ομορφιά του να είσαι άνθρωπος. «Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει» έλεγε ο Σοφοκλής. Η ανθρωπινότητά μας, η τρωτότητά μας είναι κάτι το οποίο θεωρείται αρνητικό, όχι θετικό. Θέλουμε να το αφήσουμε πίσω. Δεν μας αρέσουμε ως αυτό που είμαστε, ως ανθρώπινα όντα. Δεν θέλουμε πια να είμαστε άνθρωποι. Θέλουμε να γίνουμε μηχανές. Τις θαυμάζουμε. Λέμε «είσαι μηχάνημα», «είσαι μηχανή» για κάποιον καλαθοσφαιριστή, για παράδειγμα. Και το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος είναι το πολιτικό ζήτημα που τίθεται για μένα τώρα. Tι σημαίνει να είμαι άνθρωπος όταν πια η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί και επιτελεί ή θέλουμε να επιτελεί όσα και εμείς, ή κι ακόμη παραπάνω, ή αν μπορούμε να θεωθούμε τεχνικά;

Η έννοια η κεντρική εδώ είναι εκείνη της ανθρωπινότητας;

Ορίζω την ανθρωπινότητα ως τις θετικές διαστάσεις της ανθρώπινης φύσης. Δηλαδή το να σφάζω, να βιάζω, να ασκώ βία γενικότερα, να λέω ψέματα, όλα αυτά είναι επίσης ανθρώπινα. Ανθρωπινότητα (Menschlichkeit, humaneness) όμως είναι τα θετικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Είναι η συμπόνια μας. Η ιδέα ότι πρέπει να περιθάλψω κάποιον, να φροντίσω κάποιον, είναι ανθρώπινη. Εμείς οι άνθρωποι φροντίζουμε ο ένας τον άλλον και έτσι επιβιώσαμε. Δεν επιβιώσαμε επειδή σφαζόμαστε μεταξύ μας. Αυτό το homo homini lupus είναι λάθος. Ήμασταν φιλικό είδος και επιβιώσαμε. Δεν σκοτώνουμε εύκολα. Επιβιώσαμε επειδή είμαστε μεγάλοι σε αριθμούς. Άρα η ανθρωπινότητα είναι η συμπόνια, είναι η φαντασία μας, η δημιουργικότητά μας, η αγάπη προς το ωραίο και εντέλει η ικανότητά μας να εξεικονίζουμε, να αναπαριστούμε το αόρατο.  

Νόημα και σύγχρονη πόλη 

Κλείνοντας, μιας και το αφιέρωμα του τρέχοντος τεύχους αφορά το Real Estate, ποια η σχέση της τέχνης της ζωής με τη σύγχρονη πόλη;

Επιστρέφω σε αυτά που έλεγα για την εικονιστική πραγματικότητα. Αυτή περιλαμβάνει τη φυσική πραγματικότητα και την εκτεταμένη πραγματικότητα (εικονική, επαυξημένη και μικτή). Η τάση στην εικονιστική κοινωνία είναι να περνούμε ολοένα και περισσότερο χρόνο σε αυτές τις πραγματικότητες και όχι στη φυσική πραγματικότητα. Η φυσική πραγματικότητα για τη συλλογικότητα είναι η πόλη. Η πόλη είναι αυτός ο χώρος που είναι κοινός, που εμφορείται από νόημα. Είναι εντέλει τόπος. Και αυτές οι διακρίσεις για μένα, για τη σκέψη, είναι πολύ σημαντικές. Δηλαδή, διάκριση ζωή/βίος, χώρος/τόπος, χρόνος/καιρός. Γιατί αυτό που μας διαχωρίζει από τα υπόλοιπα ζώα είναι το νόημα. Ο χώρος που έχει νόημα είναι τόπος. Ένας αφηρημένος μαθηματικός χώρος είναι νεκρός, δεν έχει νόημα, δεν μπορώ να κάνω τίποτε σε αυτόν. Η πόλη λοιπόν είναι αυτός ο χώρος της κοινωνικής συμβίωσης. Είναι εκεί που η ζωή, η επι-βίωση, δηλαδή το απολύτως στοιχειώδες της αναπαραγωγής της σωματικότητάς μας, συναντά την επιδίωξη της αθανασίας. Στην πόλη, στην αρχαιοελληνική πόλη, συναντιόμαστε, γιατί θέλουμε μαζί, στη δημόσια σφαίρα, όπου όλοι βλεπόμαστε μεταξύ μας, να κάνουμε κάτι που μας υπερβαίνει. Να πράξουμε σπουδαία, να πράξουμε ενάρετα για το εύδαιμον της πόλης και κατά αυτόν τον τρόπο να μας θυμούνται οι επερχόμενες γενιές. Οπότε η πόλη προσφέρει μια δυνατότητα αθανασίας στη μνήμη των επερχόμενων. Και αυτό είναι βίος. Και αυτό υπερβαίνει τη ζωική κατάσταση. Αυτό κάνει έναν άνθρωπο ανώτερο, γιατί ένα ζώο δεν επιθυμεί να γίνει αθάνατο, δεν επιθυμεί την υστεροφημία. Άρα η πόλη μας καθιστά ανθρώπινους.

Και η πόλη στο σήμερα;

Η δυσκολία σήμερα είναι η εξής: στην εικονιστική κοινωνία, όπου περνάμε ολοένα και λιγότερο χρόνο στην πόλη ως τόπο, και περισσότερο ψηφιακά και ατομικά σε οθόνες και συσκευές, και καθώς θα έχουμε όλο και περισσότερες τεχνολογίες που θα επιτρέπουν την παραμονή μας σε αυτή την εκτεταμένη πραγματικότητα, η κοινή πραγματικότητά μας θα εξασθενεί. Προσέξτε πόσο τρομακτικό είναι αυτό. Η κοινή πραγματικότητα, όχι με έναν αφηρημένο τρόπο. Δεν θα έχουμε τόπους συνάντησης πια, δεν θα βλεπόμαστε. Γιατί όταν εγώ βγαίνω στην πόλη με τα γυαλιά του Ζάκερμπεργκ, αυτά που εγώ θα βλέπω, δεν θα είναι αυτά που θα βλέπετε εσείς. Τώρα, άμα βγούμε έξω και περπατήσουμε, θα δούμε και οι δύο το Σύνταγμα. Αν όμως φορώ τα γυαλιά και βλέπω εξωτερικοποιημένες διαφημίσεις και αντικείμενα, θα βλέπω κάτι άλλο από ό,τι εσείς. Και όσο περισσότερα αντικείμενα βλέπω, η κοινή πραγματικότητα θα είναι ολοένα και λιγότερη. Και αν αυτή τη συνάντηση την κρατάμε σε ένα ψηφιακό περιβάλλον και επιλέγουμε τι θα έχουμε ως φόντο, δεν θα έχουμε μια κοινή ανάμνηση που να αγκυροβολεί σε έναν χώρο φυσικό, σε έναν τόπο. Δεν θα μπορούμε να επιστρέψουμε κάπου. Δηλαδή, οι συναντήσεις μας θα γίνονται σε ουτοπίες, σε μη τόπους. Το ζητούμενο για μένα λοιπόν σήμερα είναι να προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε τις πόλεις και τους οίκους μας με τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε να διατηρήσουμε την απολύτως αναγκαία κοινή φυσική πραγματικότητα για να εξακολουθούμε να είμαστε άνθρωποι. Διότι αν η κοινή πραγματικότητα χαθεί, εάν η φυσική πραγματικότητα γίνει κάτι όπως στο Μάτριξ, ένας χώρος όπου απλά συντηρώ το σώμα μου, για όσο χρειάζομαι σώμα, και κατά τα υπόλοιπα είμαι με την κάσκα μου και ζω και εργάζομαι και έχω ερωτικές σχέσεις κάπου αλλού, μετά δεν υπάρχει συνάντηση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ