ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΒΓΕ 2025 ΣΤΟΝ ART DIRECTOR ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ, ΧΡΗΣΤΟ ΤΖΟΒΑΡΑ.
- 26.05.25 17:38

Βραβείο ΕΒΓΕ 2025 στην κατηγορία «Περιοδικό» για τον Art Director της Οικονομικής Επιθεώρησης, Χρήστο Τζοβάρα, και το γραφείο του KOMOREBI HOUSE OF DESIGN, για τον σχεδιασμό του επετειακού, διπλού τεύχους Ιουλίου – Αυγούστου 2024 της ΟΕ, με αφορμή τα 90 χρόνια έκδοσης του περιοδικού. Τα Ελληνικά Βραβεία Σχεδιασμού Οπτικής Επικοινωνίας (ΕΒΓΕ) είναι ένας θεσμός 24 ετών, με σκοπό την ανάδειξη και την επιβράβευση της ελληνικής δημιουργικότητας στους τομείς της γραφιστικής, της εικονογράφησης και του ψηφιακού σχεδιασμού. Ο ετήσιος διαγωνισμός για έργα οπτικής επικοινωνίας περιλαμβάνει κατηγορίες βραβείων όπως αυτή του περιοδικού, του εξωφύλλου βιβλίου και δίσκου, αλλά και του σχεδιασμού ιστοσελίδων, εφαρμογών οθόνης και έργων animation.
Ο φετινός νικητής των βραβείων στην κατηγορία «Περιοδικό», δεν είναι ξένος προς τον θεσμό. Ο art director της Οικονομικής Επιθεώρησης, Χρήστος Τζοβάρας, έχει λάβει άλλα τέσσερα βραβεία ΕΒΓΕ, κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς πορείας του στην ελληνική γραφιστική. «Η γραφιστική προέκυψε όταν είδα για πρώτη φορά το The Face. Σχεδόν δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημα. Το Face αποτέλεσε ένα τεράστιο breakthrough της εποχής για τον χώρο των περιοδικών. Επηρέασε μια ολόκληρη γενιά designers», μου αφηγείται. Το The Face δεν ήταν απλώς ένα περιοδικό, και η επαναστατικότητά του δεν περιοριζόταν στην επίδραση που άσκησε στη γραφιστική. Με το περιεχόμενο και την αισθητική του συνέβαλε στη διαμόρφωση πολλών τομέων της τέχνης, της μόδας, της μουσικής και της δημιουργικότητας της εποχής, διαχέοντας φρέσκες ιδέες μεταξύ των αναγνωστών, που συχνά ήταν και οι ίδιοι δημιουργοί και καλλιτέχνες.
Η μαγεία του περιοδικού.
Το περιοδικό, ως έντυπος χώρος έκφρασης και επικοινωνίας, πέρασε μια χρυσή εποχή στην Αθήνα, όταν το Ρομάντζο συνυπήρχε με τη Βαβέλ, τα Νέα της Τέχνης και το 01, σε μια περίοδο εκπληκτικής πολυφωνίας, τόσο σε περιεχόμενο όσο και αισθητική. «Μα το περιοδικό δεν είναι μόνο η γραφιστική. Πρέπει να έχει κάτι να πει. Πρέπει να διαθέτει έναν λόγο ύπαρξης. Για χίλιους, πέντε χιλιάδες, ένα εκατομμύριο αναγνώστες. Δεν μπορεί να αποτελεί μια τυχαία επιλογή. Πρέπει να κάνει τον αναγνώστη να το αναζητάει. Η Βαβέλ, για παράδειγμα, δεν ήταν ένα απλό περιοδικό, σου μάθαινε πράγματα για τον κόσμο», μου απαντά ο Χρήστος όταν τον ρωτώ για το πως έχει αλλάξει ο χώρος του περιοδικού στην Ελλάδα, και συνεχίζει, «Το ίδιο και το 01, που ήταν το αντίστοιχο του The Face σε πρωτοπορία και επιρροή για το ελληνικό κοινό. Από το 01 έμαθα τον Τσαγκαρουσιάνο. Και μετά βεβαίως το έφερε η τύχη και δουλέψαμε μαζί στη LIFO. Αλλά η Αθήνα δεν είναι Νέα Υόρκη να μπορεί να υποστηρίξει 500 περιοδικά. Η αγορά συρρικνώθηκε. Το ελληνικό design όμως σήμερα είναι πολύ ισχυρό».
Ο Χρήστος είναι γνήσιο τέκνο της εποχής των περιοδικών και διόλου τυχαία τα αγαπά και τα υπηρετεί εδώ και τριάντα χρόνια. Αφού συνεργάστηκε με το BHMAGAZINO και τα περιοδικά και τις προσφορές, του Κυριακάτικου Βήματος, για μια δεκαετία, ανέλαβε για δέκα χρόνια το art direction ενός από τα ομορφότερα περιοδικά που κυκλοφορούν στην Ελλάδα: της LIFO. Σε αυτή τη διαδρομή ήταν τυχερός να βρεθεί στο δρόμο του Γιάννη Καρλόπουλου, ο οποίος υπήρξε καθοριστικός στην εξέλιξή του ως σχεδιαστή.
«Νομίζω ότι η σχέση μου με το περιοδικό πάει πολύ πίσω στο χρόνο. Ο παππούς μου ήταν Κερκυραίος και ήταν φανατικός αναγνώστης και συλλέκτης του περιοδικού Ρομάντζο. Όταν πήγαινα το καλοκαίρι στην Κέρκυρα, έμπαινα σε ένα δωμάτιο που ήταν γεμάτο από τα τεύχη του. Την πρώτη μέρα λοιπόν στο σπίτι του παππού, ασχολούμουν με αυτό. Το Ρομάντζο, ίσως επειδή απευθυνόταν κυρίως στις νοικοκυρές, προσπαθώντας μάλλον να τις πείσει ότι είναι μαγικό να είναι νοικοκυρές, αισθητικά δεν μου άρεσε καθόλου, αλλά ήταν η πρώτη φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι “εγώ θα το έκανα αλλιώς”, όχι ότι σκεφτόμουν συνειδητά να φτιάξω περιοδικό, αλλά πώς θα το έκανα για να είναι πιο αγορίστικο, π.χ. εκεί που είχε μια μαργαρίτα εγώ θα έβαζα ένα κύκλο».
Σήμερα, εκτός από την Οικονομική Επιθεώρηση, ο Χρήστος Τζοβάρας επιμελείται τις ειδικές εκδόσεις της LIFO, πρόσφατα υπέγραψε το art direction της ειδικής έκδοσης της Καθημερινής «Το Σουβλάκι στην Αθήνα», και συνεργασία με τον συγγραφέα του ειδικού αυτού τόμου και διευθυντή σύνταξης του έντυπου της LIFO, Τάσο Μπρεκουλάκη, ετοιμάζει ένα νέο πρωτοπόρο εγχείρημα στον χώρο του περιοδικού, με ένα μονοθεματικό μηνιαίο special edition που θα εκδίδεται σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, και θα φιλοξενεί περιεχόμενο που δημιουργημένο αποκλειστικά για κάθε έκδοση από καλλιτέχνες, συγγραφείς και δημιουργούς περιεχομένου.
«90 χρόνια Οικονομική Επιθεώρηση»
Τα επετειακά τεύχη και εκδόσεις συνήθως περιλαμβάνουν μεγάλο όγκο πληροφοριών, αρχειακού υλικού και φωτογραφιών, και φέρουν εκ των πραγμάτων μια αύρα νοσταλγίας και εξιδανίκευσης, καθιστώντας τον σχεδιασμό και την έκδοσή τους αληθινή πρόκληση για έναν δημιουργό. Με τι κριτήρια επιλέγει κανείς όσα θα περιληφθούν και όσα θα μείνουν ‘εκτός ύλης’; Πώς, για παράδειγμα, διαχειρίζεται ένας art director ένα περιεχόμενο 90 ετών που περιλαμβάνει οικονομικά στοιχεία, συνεντεύξεις προσωπικοτήτων του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου, αλλά και αρχειακό υλικό, με τρόπο σύγχρονο και ελκυστικό για τον αναγνώστη; «Αυτό το τεύχος το δουλέψαμε πολύ καιρό και φαίνεται. Ήταν όλα εκεί που έπρεπε να είναι. Στις θέσεις τους. Κάθε τι που υπήρχε στη σελίδα, υπήρχε λόγος να είναι εκεί. Δεν κάναμε κινήσεις εντυπωσιασμού, δεν υπήρχε υπερβολή, ούτε έλειπε κάτι. Ό,τι έπρεπε να υπάρξει, μπήκε», εξηγεί ο ίδιος ο art director της ΟΕ, Χρήστος Τζοβάρας.
Η ΟΕ, ένα περιοδικό που ξεκίνησε να εκδίδεται το 1934 με τίτλο Βιομηχανική Επιθεώρηση, διατηρούσε για δεκαετίες μια σχετικά συντηρητική σχεδιαστική προσέγγιση, καθώς απευθυνόταν σε ένα κοινό τα ενδιαφέροντα του οποίου εστίαζαν περισσότερο στις οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις των καιρών, παρά στο σχέδιο, την αισθητική και την φαντασία. Πριν από δύο χρόνια όμως, υπό νέα διοίκηση, η πρώην Βιομηχανική Επιθεώρηση κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε σε Οικονομική Επιθεώρηση, και η δημιουργική ομάδα του περιοδικού κλήθηκε να επανεφεύρει το έντυπο και την ταυτότητά του. Ο Χρήστος Τζοβάρας στο επετειακό τεύχος των 90 χρόνων ήταν συνεπώς αντιμέτωπος με μια διπλή πρόκληση. Αφενός να διαχειριστεί την περιεχομενική κληρονομιά ενός ολόκληρου αιώνα, και αφετέρου να το κάνει υπό τους όρους της σύγχρονης αισθητικής βάσει τις οποίας σχεδιάζει κάθε τεύχος. Οι μίνιμαλ γραμμές, το πρώτο logo της ΟΕ υπέροχα ενσωματωμένο σε προσεκτικά επιλεγμένα σημεία του τεύχους, στοιχεία όπως οι χρονολογίες που κυλούν διακριτικά μαζί με τις σελίδες, και ο διάλογος μεταξύ του ασπρόμαυρου των φωτογραφιών με το απαλό πορτοκαλί που ξεφεύγει από το κλισέ σέπια, συγκροτούν ένα εικαστικό ποίημα με την υπογραφή ενός από τους επιδραστικότερους art directors του ελληνικού περιοδικού.
«Ο Neville Brody, για παράδειγμα, έδειξε ποια είναι η ‘μαγκιά’ του γραφίστα. Ενώ συνήθως ο γραφίστας παίρνει το κείμενο του δημοσιογράφου, τη φωτογραφία του φωτογράφου, χρησιμοποιεί τη γραμματοσειρά που έχει φτιάξει ένας άλλος, και τα τυπώνει σε ένα χαρτί που έχει φτιάξει κάποιος άλλος, χωρίς ουσιαστικά να παράγει κάτι σε πρώτη ύλη, έχει συνθέσει τέσσερις πρώτες ύλες. Ο Brody λοιπόν πήρε τα γράμματα, και άρχισε να τα χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο που τους έδωσε μια καινούρια σημασία. Αν δει κανείς τί έχει κάνει σε κάποια ‘σαλόνια’, έχει π.χ. τοποθετήσει ένα τεράστιο γράμμα και πάνω του έχει βάλει κάποια άλλα π.χ. να κυλάνε, πράγματα που τότε δεν τα είχε κάνεις κανείς μέχρι τότε. Κάποιοι άλλοι γραφίστες, βέβαια, από την πολλή αποδόμηση έκαναν πράγματα που δεν διαβάζονταν ούτε από τους ίδιους. Η δουλειά του γραφίστα όμως δεν είναι να κάνει ‘τέχνη’, αλλά να στήσει ένα περιοδικό που ο αναγνώστης θα μπορεί να διαβάσει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα ακούραστα».
Το Bauhaus, το komorebi και ο εκδημοκρατισμός του design.
Οι επιρροές του Χρήστου από το Bauhaus και την Ιαπωνική κουλτούρα είναι εμφανείς στο τεύχος των 90 χρόνων. Ο art director της ΟΕ καταφέρνει να κάνει τον σχεδιαστικό μινιμαλισμό του Bauhaus και την ιαπωνική τρυφερότητα στο σχέδιο να συναντηθούν εικαστικά, παντρεύοντας δύο διαφορετικά είδη σχεδιαστικής λιτότητας, ώστε η λακωνικότητα του τελικού αποτελέσματος όχι μόνο να μην επισκιάζει το περιεχόμενο, αλλά και να το αναδεικνύει συμπληρώνοντάς το οπτικά, με χαμηλών τόνων συμβολισμούς και σημαινόμενα. «Η δουλειά του γραφίστα σε ένα περιοδικό είναι να καθοδηγεί με τον σωστό τρόπο το μάτι του αναγνώστη πάνω από την πληροφορία. Είναι πολύ βασικό να ξέρεις πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος και πώς λαμβάνει πληροφορία το μάτι σε ένα κομμάτι χαρτί με κείμενα, φωτογραφίες και χρώματα. Υπάρχουν τρόποι να το κάνεις. Πολύ απλοί. Εγώ γνωρίζω αυτούς τους κανόνες σε βάθος και τους τηρώ, αλλά δεν είμαι ‘επιστήμονας’ του χώρου. Υπάρχουν γραφίστες όπως ο Γιάννης Καρλόπουλος ή ο Δημήτρης Παπάζογλου, που είναι επιστήμονες. Εγώ είμαι ένας πολύ καλός ερασιτέχνης. Δεν προάγω την τυπογραφία. Την χρησιμοποιώ και μερικές φορές τη βεβηλώνω, αλλά το κάνω με αγάπη. Προσπαθώ να κάνω κάτι που να είναι πιο ωραίο, δεν διαλύω την πρώτη ύλη. Δεν πάω να φτιάξω καινούρια» μου εξηγεί ο art director της ΟΕ.
Όταν τον ρωτάω πως συνδυάζονται το Bauhaus με την ιαπωνική κουλτούρα μου εξηγεί, «Η έλξη μου προς την Ιαπωνική κουλτούρα οφείλεται στην αγάπη μου για τον μινιμαλισμό. Οι Ιάπωνες είναι οι πάπες του μινιμαλισμού. Και παρά την αυταρχικότητα της ιαπωνικής κουλτούρας με την οποία είμαι ιδεολογικά αντίθετος, δεν μπορώ να μην εκτιμήσω την σημασία που αποδίδουν οι Ιάπωνες στην έννοια της τιμής και της φροντίδας του ανθρώπου, γιατί η πειθαρχία τους σχετίζεται με την αντίληψή τους για το κοινό καλό και την προάσπισή του. Ό,τι κάνουν, έχει πάντα τελικό αποδέκτη τον άνθρωπο. Το komorebi, που έχω επιλέξει και ως όνομα του studio που διατηρώ εδώ και 4 χρόνια, σημαίνει «το φως του ήλιου που διαπερνά τις φυλλωσιές». Προέρχεται από μια περίοδο που πειραματιζόμουν με το ξύλο και σχεδίαζα φωτιστικά με ξύλο. Οπότε με οδήγησε σε αυτό το όνομα η συγκυρία, το φως, το ξύλο, και η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας που ένιωθα τότε».
Και το Bauhaus; Αναρωτιέμαι. «Ο βασικότερος λόγος που μου αρέσει το Bauhaus, πέραν της ίδιας της αισθητικής που στην κυριολεξία μου ‘μιλάει’, είναι ότι έφερε το design στην καθημερινότητα, με πάγια θέση ότι το design ανήκει σε όλους. Οι εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού σχεδίασαν από μαχαιροπίρουνα και τσαγιέρες μέχρι κτίρια. Και αυτό ήταν μια πολιτική πράξη, γιατί μέχρι τότε οι τσαγιέρες και τα μαχαιροπίρουνα ήταν σχεδιασμένα αποκλειστικά για την αστική τάξη και την αριστοκρατία. Το Bauhaus, εισάγοντας την υψηλή αισθητική στην καθημερινότητα, ουσιαστικά έφερε τον εκδημοκρατισμό του design. Στην αρχιτεκτονική, για παράδειγμα, έφερε τη λειτουργικότητα σε ένα διάλογο με την αισθητική, καθιστώντας ταυτόχρονα τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό προσιτό και στις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις, συμβάλλοντας ακόμα περισσότερο στο εκδημοκρατισμό του design. Το Bauhaus είπε στον κόσμο ότι όλοι έχουμε δικαίωμα να έχουμε ωραία αντικείμενα στο σπίτι μας, και να μένουμε σε μια πολυκατοικία που είναι ωραία σχεδιασμένη.»