Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΓΟΡΙΘΜΟ
- 24.07.25 12:18

Οι φόβοι, οι προσδοκίες, οι επιθυμίες και οι ανησυχίες της ανθρωπότητας σε κάθε ιστορική εποχή καταγράφονται με μοναδικό τρόπο στα προϊόντα της λαϊκής κουλτούρας. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, στην προνομιακή εκείνη αντανάκλαση της κατάστασης του δυτικού ανθρώπου που ακούει στο όνομα «Χόλιγουντ», ένας νέος κακός κάνει την εμφάνισή του: η τεχνητή νοημοσύνη.
Ο Economist έκανε τη σχετική διαπίστωση πριν από μερικές εβδομάδες, προχωρώντας και στην απαραίτητη ιστορική αναδρομή. Ενώ στο παρελθόν λίγες ταινίες είχαν ως βασικό τους θέμα μια τεχνολογία που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο −οι παλιοί εύκολα θα θυμηθούν την Οδύσσεια του Διαστήματος, τον Εξολοθρευτή ή το Matrix−, σήμερα η προβληματική αυτή αποκτά όλο και μεγαλύτερη δημοφιλία. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, προσθέτει ο Economist, οι κακοί των ταινιών ήταν συνήθως Ρώσοι κατάσκοποι ή στρατιωτικοί, την εποχή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας τη θέση τους πήραν οι τζιχαντιστές από τη Μέση Ανατολή, σήμερα τον ρόλο του villain αναλαμβάνουν ρομπότ ή ψηφιακές νοημοσύνες.
Στις δύο τελευταίες ταινίες του franchise Επικίνδυνη Αποστολή, για παράδειγμα, ο κακός της υπόθεσης είναι μια εξελιγμένη τεχνητή νοημοσύνη με αυτοεπίγνωση, η οποία έχει τη δυνατότητα να διαρρηγνύει τις ασπίδες κυβερνοασφάλειας, να διεισδύει σε αμυντικά συστήματα και τράπεζες, να αποσπά κωδικούς πυρηνικής ενεργοποίησης, αλλά και να προβλέπει πιθανά μέλλοντα. Αντίστοιχη είναι η αφήγηση και στο M3GAN 2.0, όπου μια τεχνητή νοημοσύνη ξεφεύγει και αρχίζει να επιδίδεται σε ένα δολοφονικό ξέσπασμα.
Το αρχέτυπο της μηχανής που ανεξαρτητοποιείται από τον δημιουργό της και στρέφεται εναντίον του μπορεί να κάνει μια καλή ταινία δράσης, δεν μας βοηθάει ωστόσο να αντιληφθούμε το πραγματικό διακύβευμα αυτού που πολλοί αποκαλούν «υπαρξιακή απειλή» για την ανθρωπότητα. Η απώλεια της αυτονομίας που μπορεί να επιφέρει η τεχνητή νοημοσύνη είναι στην πραγματικότητα σταδιακή και σίγουρα πιο ανεπαίσθητη από τη χολιγουντιανή φαντασμαγορία ενός ρομπότ που πιάνει ένα σπαθί και αρχίζει να σκοτώνει όποιον βρει μπροστά του. Κυρίως όμως είναι εθελούσια.
Ας επιχειρήσουμε να φανταστούμε το ακόλουθο, εντελώς υποθετικό ακόμη, σενάριο. Ένας φανατικός ακόλουθος κάποιας πλατφόρμας τύπου Netflix παρακολουθεί σειρές και ταινίες κάθε βράδυ. Βαθμηδόν, ο αλγόριθμος που του προτείνει τι να δει, μαθαίνει τις προτιμήσεις του και γίνεται όλο και καλύτερος στις προτάσεις του. Κάποια στιγμή, και αυτή η στιγμή δεν είναι μακριά, ο θεατής συνειδητοποιεί ότι οι προτάσεις που του κάνει ο αλγόριθμος είναι πάντοτε καλύτερες από τις επιλογές που θα έκανε ο ίδιος, εάν έκανε την αναζήτηση μόνος του. Οπότε σε αυτό το σημείο η σύνδεση με τον αλγόριθμο αποκτά στοιχεία υπαρξιακής εξάρτησης. Και μάλιστα χωρίς να έχει συνειδητοποιηθεί η εκούσια διαδικασία διαμέσου της οποίας ο θεατής οδηγήθηκε εκεί. Εάν ο αλγόριθμος είναι πάντοτε καλύτερος από εμένα στην επιλογή των ταινιών που μου αρέσουν, η αυτονομία μου, η ελευθερία της επιλογής μου, και άρα η ελευθερία να διαλέξω κάτι που ίσως δεν μου αρέσει, έχει υποθηκευτεί. Στο παραπάνω σενάριο θα μπορούσε κανείς πολύ εύκολα να βάλει στη θέση της πλατφόρμας online streaming κάτι άλλο, για παράδειγμα τον κειμενογράφο του ChatGPT, που με την πάροδο του χρόνου θα γράφει καλύτερα κείμενα από αυτά που θα γράφαμε μόνοι μας.
Ένα αντίστοιχο παράδειγμα, σε κάτι όμως πολύ πιο σοβαρό, όπως η διαδικασία επίλυσης διεθνών διαφορών ή πολέμων, είχε επικαλεστεί ο Χένρι Κίσινγκερ στο τελευταίο βιβλίο που έγραψε πριν πεθάνει. Φανταστείτε, λέει ο Κίσινγκερ, ένα σενάριο στο οποίο οι μηχανές τεχνητής νοημοσύνης να διαρρυθμίζουν τις συγκρούσεις και να διαπραγματεύονται την ειρήνη με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από ό,τι ο άνθρωπος. «Αν είναι όμως η τεχνητή νοημοσύνη να λύσει τα προβλήματα που θα έπρεπε να είχαμε λύσει από μόνοι μας, θα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση εμπιστοσύνης» τονίζει, και λίγο παρακάτω προσθέτει: «Η συνειδητοποίηση ότι χρειάστηκε απλώς να αποσύρουμε την ανθρώπινη ανάμειξη από τη διαχείριση σημαντικών θεμάτων που μας απασχολούσαν, ώστε να επιλυθούν τα πιο δύσκολα προβλήματα, θα κατέληγε να φωτίσει έντονα την ελλειμματικότητα των ανθρώπινων σχεδιασμών». Και εδώ η εκχώρηση πτυχών της ανθρώπινης αυτονομίας εμφανίζεται απολύτως εκούσια.
Στα μέσα περίπου του 16ου αιώνα ο Ετιέν ντε λα Μποεσί, Γάλλος διανοητής, ποιητής και φίλος του Μισέλ ντε Μονταίν, εισήγαγε έναν παράταιρο, προκλητικό και εξαιρετικά γόνιμο όρο: την εθελοδουλία. Το ερώτημα στο οποίο επιχειρούσε να απαντήσει ήταν το εξής: Πώς είναι δυνατόν ένας λαός να συναινεί στην ίδια του την υποδούλωση, εγκαταλείποντας με τη βούλησή του την ελευθερία του; Πώς είναι δυνατόν να ακολουθεί ασμένως έναν δρόμο που τον οδηγεί στην ίδια του τη δυστυχία; Ένας από τους βασικούς λόγους που οδηγεί στην εθελοδουλία, έλεγε, είναι η συνήθεια: «Είναι εντυπωσιακό πως, από τη στιγμή που ένας λαός υποδουλωθεί, γρήγορα λησμονεί τόσο ολοκληρωτικά την ελευθερία του, ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να διεγερθεί για να την ξανακερδίσει. Υπακούει τόσο εύκολα και πρόθυμα, που κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο λαός δεν έχασε την ελευθερία του, αλλά κέρδισε την υποδούλωσή του».
Προφανώς και ο 18χρονος Λα Μποεσί της Πραγματείας περί Εθελοδουλίας δεν μπορούσε να έχει στο μυαλό του τη διάσταση της σύγχρονης τεχνολογίας. Κι όμως, το τρομακτικό είναι ότι όσα γράφει μοιάζουν να έχουν γραφτεί ειδικά για εμάς…