ΜΗΠΩΣ ΥΠΟΦΕΡΕΤΕ ΑΠΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΝΤΟΠΑΜΙΝΗΣ;
- 07.07.25 11:10

Αισθάνεστε πως τίποτα δεν σας ενθουσιάζει όπως παλιά; Σκέφτεστε να βγείτε ή να ασχοληθείτε με κάποιο χόμπι, αλλά τελικά καταλήγετε να χαζεύετε στο κινητό για ώρες χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον; Ίσως το πρόβλημα να μην είναι μόνο ψυχολογικό — αλλά «χημικό».
Η ντοπαμίνη, ένας βασικός νευροδιαβιβαστής που σχετίζεται με την ευχαρίστηση, την ανταμοιβή και την παρακίνηση, φαίνεται να έχει απορρυθμιστεί στην εποχή της υπερκατανάλωσης, εξηγεί, σε συνέντευξή της στο CNN, η Dr. Anna Lembke, ψυχίατρος και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, συγγραφέας του βιβλίου Dopamine Nation.
Η ντοπαμίνη είναι η χημική «μονάδα συναλλαγής» της ευχαρίστησης στον εγκέφαλο. Όταν κάνουμε κάτι ευχάριστο ή σημαντικό για την επιβίωσή μας, ο εγκέφαλος απελευθερώνει ντοπαμίνη, ενισχύοντας αυτή τη συμπεριφορά. Όμως, σύμφωνα με την Dr. Lembke, στη σύγχρονη εποχή έχουμε στη διάθεσή μας τόσο ισχυρά και άμεσα «ενισχυτικά ερεθίσματα» — όπως τα κοινωνικά δίκτυα, το πρόχειρο φαγητό, τα βιντεοπαιχνίδια, την πορνογραφία — που προκαλούν τόσο μεγάλες εκρήξεις ντοπαμίνης που «το σύστημα υπερφορτώνεται».
Ως αποτέλεσμα, ο εγκέφαλος αντιδρά μειώνοντας την παραγωγή και μετάδοση ντοπαμίνης — οδηγώντας μας σε ένα χρόνιο «αρνητικό ισοζύγιο απόλαυσης». Όπως λέει χαρακτηριστικά η ίδια η Lembke: «Δεν χρειαζόμαστε πλέον το ερέθισμα για να νιώσουμε καλά — το χρειαζόμαστε απλώς για να μη νιώθουμε χάλια». Και όλοι μας κινδυνεύουμε – όχι μόνο όσοι έχουν εξαρτήσεις.
Παρότι το φαινόμενο σχετίζεται με την κλασική εξάρτηση, η Lembke τονίζει πως δεν αφορά μόνο τους χρήστες ουσιών. «Στην εποχή μας, όλοι βρισκόμαστε κάπου στο φάσμα της ψυχαναγκαστικής υπερκατανάλωσης. Και αυτή η υπερκατανάλωση επαναπροσδιορίζει το σημείο μηδέν της ευχαρίστησης». Δηλαδή, χρειάζεται συνεχώς ισχυρότερη «δόση ευχαρίστησης» για να νιώσουμε το ίδιο καλά. Και όταν δεν την λαμβάνουμε, εμφανίζονται τα ίδια συμπτώματα με σύνδρομο στέρησης: άγχος, αϋπνία, ευερεθιστότητα, δυσφορία.
Για να τοποθετηθεί μια ουσία ή συμπεριφορά στον χάρτη του εθισμού, παίζουν ρόλο τρία βασικά στοιχεία: η ισχύς (πόση ντοπαμίνη απελευθερώνεται και πόσο γρήγορα), η προσβασιμότητα (πόσο εύκολα είναι διαθέσιμη), και η συχνότητα χρήσης. Όλα τα παραπάνω ισχύουν πλέον για πολλές καθημερινές συνήθειες – ιδιαίτερα στον ψηφιακό κόσμο. Οι αλγόριθμοι των social media, εξηγεί η Lembke, είναι σχεδιασμένοι ώστε να παρακάμπτουν τον «κορεσμό», προσφέροντας συνεχώς κάτι νέο και (υποτίθεται) καλύτερο — κρατώντας μας σε μια αέναη αναζήτηση ανταμοιβής.
Η διάγνωση εθισμού βασίζεται στην ανάλυση των μηχανισμών καταναγκασμού, λαχτάρας, απώλειας ελέγχου και της κατά συρροή συμπεριφοράς παρά τις συνέπειες. Συνυπολογίζονται και κριτήρια, όπως η ανθεκτικότητα στην ουσία (χρειαζόμαστε όλο και περισσότερη δόση για το ίδιο αποτέλεσμα) και η στέρηση.
Αποτοξίνωση
Η Lembke προτείνει το λεγόμενο dopamine fast: αποχή για 30 ημέρες από τη συμπεριφορά ή ουσία που προκαλεί πρόβλημα. Όχι από όλες τις απολαύσεις — αλλά από εκείνες που υποπτευόμαστε πως μας έχουν οδηγήσει σε υπερδιέγερση. Η περίοδος αυτή βοηθά στην «επαναφορά» του συστήματος ανταμοιβής. «Οι πρώτες 10–14 μέρες είναι δύσκολες, αλλά μετά οι περισσότεροι νιώθουν πολύ καλύτερα», λέει η Lembke.
Μετά την αποχή, είναι σημαντικό να μπούμε σε φάση αυτοπαρατήρησης: πόσο, πότε, πού, και υπό ποιες συνθήκες επιστρέφουμε σε συμπεριφορές ή ουσίες που συνδέονται με την παλιά μας εξάρτηση. Στο φαγητό, για παράδειγμα, δεν μπορούμε να απέχουμε πλήρως, αλλά μπορούμε να περιορίσουμε τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα και τη ζάχαρη.
Το «self-binding», όπως το αποκαλεί, σημαίνει να δημιουργούμε εμπόδια ανάμεσα σε εμάς και το αντικείμενο του πειρασμού: να μη φέρνουμε junk food στο σπίτι, να κλείνουμε τις ειδοποιήσεις του κινητού, να χρησιμοποιούμε εφαρμογές περιορισμού χρόνου και να απέχουμε ορισμένες ώρες από την οθόνη. Κρίσιμο παρότι σιωπηλό ρόλο παίζουν και οι άνθρωποι που μας περιστοιχίζουν. «Τείνουμε να κάνουμε αυτά που κάνουν οι άλλοι. Αν θέλουμε να αλλάξουμε συμπεριφορά, πρέπει να βρισκόμαστε κοντά σε ανθρώπους που ήδη ζουν έτσι» , λέει η Lembke.