ΤΟ ΤΟΤΕΜ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥ ΤΗΣ ΜΠΑΤΑΡΙΑΣ
- 17.11.25 10:29
“Better the devil you know”, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το soundtrack της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα καθώς το ράλι στις τιμές χονδρικής συνεχίστηκε για τρίο μήνα τον Οκτώβριο (+21%), οδηγώντας σε αυξήσεις 12% με 15% στα «πράσινα τιμολόγια» για τον Νοέμβριο. Υπό αυτές τις συνθήκες δεκάδες χιλιάδες καταναλωτές εγκαταλείπουν τα κυμαινόμενα τιμολόγια για τα σταθερά, με την «μπλε» επιλογή να προσελκύει πλέον περισσότερους από 1,5 εκατομμύρια πελάτες.
Στα τέλη Οκτωβρίου η χονδρική τιμή κοντά στα 120 ευρώ ανά μεγαβατώρα, από περίπου 74 ευρώ τον Αύγουστο, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μεταξύ των πιο ακριβών αγορών ηλεκτρισμού μαζί με τη Βουλγαρία, την Αλβανία τη Ρουμανία και την Ουγγαρία . Το κλίμα αβεβαιότητας ενισχύεται και από τις αποκαλύψεις που έρχονται τώρα στο φως για ενδείξεις πιθανής χειραγώγησης ή κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στην Ελλάδα το περσινό καλοκαίρι, που διαπιστώνει ο ACER, ο ευρωπαίος ρυθμιστής για την αγορά ενέργειας.
Μιλώντας στην Οικονομική Επιθεώρηση, ο Πρόεδρος ΔΣ Κοινότητας Ανανεώσιμης Ενέργειας Αττικής και μέλος του Think Tank HAALSE με θέμα «Οικονομία, Καινοτομία και Βιώσιμη Ανάπτυξη» Δημήτρης Καλλέργης, σχολιάζει πως την ίδια ώρα που πολλοί καταναλωτές εξωθούνται σε καθεστώς «ενεργειακής φτώχειας», καταγράφονται πρωτοφανείς περικοπές στους παραγωγούς ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, με κίνδυνο για τη βιωσιμότητα τους, ενώ υπενθυμίζει πως οι λόγοι ανησυχίας για την σταθερότητα του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (με φόντο blackout όπως αυτό στην Ιβηρική χερσόνησο) είναι ακόμα, όλοι, εδώ.
«Η λύση ως γνωστόν είναι οι μπαταρίες, καθώς φορτίζουν όταν το ρεύμα περισσεύει, το μεσημέρι, και αποδίδουν όταν υπάρχει έλλειμμα ενέργειας το βράδυ, ενώ ταυτόχρονα σταθεροποιούν το δίκτυο. Ωστόσο παρατηρούμε ότι τα έργα αυτά καθυστερούν αδικαιολόγητα, και δεν γίνεται προσπάθεια να αξιοποιηθούν οι υπάρχουσες υποδομές και να διευκολυνθεί η συμμετοχή όλων των πιθανών επενδυτών με ίσους όρους» λέει ο κ. Καλλέργης, απόφοιτος του London School of Economics.
Κατά τον ίδιο, για να υλοποιηθεί άμεσα και χωρίς κόστος για το κράτος ένα τέτοιο έργο, αρκεί να δοθεί η δυνατότητα στους ιδιοκτήτες φωτοβολταϊκών συστημάτων να εγκαταστήσουν συστήματα αποθήκευσης ενέργειας, «με τα ίδια ακριβώς δικαιώματα και κίνητρα που έχουν και οι stand-alone μονάδες αποθήκευσης, δηλαδή να αγοράζουν και να πωλούν ρεύμα στο χρηματιστήριο ενέργειας, και να συμμετέχουν στους μηχανισμούς εξισορρόπησης του δικτύου».
«Ενώ θεωρητικά δόθηκε η δυνατότητα να εγκατασταθούν μπαταρίες στα φωτοβολταϊκά, πρακτικά είναι εντελώς ασύμφορο. Αντίθετα, τα κίνητρα που έχουν δοθεί για μονάδες stand-alone αποθήκευσης, απαιτούν νέες αδειοδοτήσεις και εργασίες δικτύου που θα χρειαστούν χρόνια μέχρι να υλοποιηθούν» παρατηρεί ο κ. Καλλέργης που εξηγεί ότι το πλεονέκτημα των φωτοβολταϊκών έγκειται στο ότι έχουν ήδη ολοκληρωθεί οι εργασίες αναβάθμισης των δικτύων για τη σύνδεση τους, και άρα είναι από τεχνικής άποψης έτοιμα να υποδεχθούν άμεσα τις μπαταρίες. «Και καθώς οι μονάδες αυτές θα συμμετέχουν στο χρηματιστήριο ενέργειας, χωρίς επιπλέον επιδότηση τιμής, το κόστος για το κράτος είναι μηδενικό, τα οφέλη άμεσα, και όλο το ρίσκο το αναλαμβάνουν οι παραγωγοί», σημειώνει.
«Οι stand-alone μονάδες αποθήκευσης, μπορούν να φορτίζουν με περίπου… 0 ευρώ / kWh, όσο δηλαδή κοστολογείται το ρεύμα των φωτοβολταϊκών το μεσημέρι στο χρηματιστήριο ενέργειας, και να το πωλούν το βράδυ όταν το ρεύμα είναι ακριβότερο λόγω των μονάδων φυσικού αερίου. Ακόμα και έτσι, όμως, οι τράπεζες πολύ δύσκολα εγκρίνουν χρηματοδοτήσεις, γιατί το ρίσκο της επένδυσης είναι πολύ μεγάλο».