ΤΙ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΕΛΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ;
- 30.09.24 10:47
Παρότι τα προβλήματα καταγράφονται και οι πολίτες αφυπνίζονται, οι προτάσεις και οι ενστάσεις που διατυπώνονται μέχρι στιγμής μοιάζουν να ακολουθούν παράλληλους δρόμους χωρίς να διασταυρώνονται και να συγκλίνουν σε ένα κοινό έδαφος, σε μια ενιαία στρατηγική. Ενδεχομένως, επειδή η συζήτηση διεξάγεται σε μια στρεβλή βάση υπό το άλλοθι του ρεκόρ αφίξεων, αφήνοντας συνεχώς στο περιθώριο την ανάγκη να επανεξεταστούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του τουρισμού στην Ελλάδα.
Τα τελευταία δύο χρόνια διεξάγεται μια πραγματικά ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον τουρισμό, τον υπερτουρισμό, το επιθυμητό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης. Το «ελληνικό καλοκαίρι» έχει απασχολήσει ειδικούς και μη, έχει προκαλέσει πλήθος δημοσιευμάτων στα ελληνικά και στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, έγινε αντικείμενο ημερίδων και συνεδρίων. Τα βασικά ερωτήματα είναι δύο: Μπορεί να είναι βιώσιμη μια τουριστική ανάπτυξη χωρίς όρους; Αντέχει η χώρα να στηρίζεται ασύμμετρα στην τουριστική βιομηχανία και να μην αναπτύσσει ισότιμα και άλλους, πιο παραγωγικούς, κλάδους της οικονομίας;
Η συμβολή του τουρισμού στην οικονομία
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία ανήλθε το 2023 στα 28,5 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ και είναι το υψηλότερο, ιστορικά, για τον κλάδο μέχρι σήμερα. Αν συνυπολογιστούν τα πολλαπλασιαστικά οφέλη για την εθνική οικονομία, η συνεισφορά του τουρισμού κυμαίνεται μεταξύ 62,8 και 75,6 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 28,5% και στο 34,3% του ΑΕΠ, αντιστοίχως. Με άλλα λόγια κάθε 1 ευρώ από την τουριστική δραστηριότητα αυξάνει κατά 2,65 ευρώ το ΑΕΠ.
Η ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ. ΤΑ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ 2024 ΔΕΝ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΥΝ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ, ΚΑΘΩΣ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΣΗΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ ΥΠΗΡΞΕ ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΑΦΙΞΕΩΝ ΚΑΤΑ 10,7%. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Η ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΗ: ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΙΕΣΗ, ΓΙΑ ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ, ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΠΟΥ ΠΑΛΕΥΟΥΝ ΝΑ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΟΥΝ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ. ΟΙ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ.
Στην αγορά εργασίας, ο τουρισμός αφορά άμεσα στο 16,4% της απασχόλησης, ενώ οι άμεσες και έμμεσες θέσεις αντιστοιχούν περίπου στο ένα τρίτο του συνόλου των θέσεων εργασίας. Οι επενδύσεις του κλάδου το 2023 ήταν 5,1 δισ. ευρώ, σχεδόν διπλάσιες από ό,τι το 2019. Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτες του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, το 2023 υπήρχαν ελλείψεις σε προσωπικό που έφταναν τις 53.229 έναντι των 265.782 θέσεων εργασίας που προβλέπονταν στα οργανογράμματα και αφορούσαν κυρίως ξενοδοχεία τριών και τεσσάρων αστέρων, και θέσεις τόσο σε βασικό όσο και σε εξειδικευμένο προσωπικό, για την οργάνωση, τη διαχείριση και την εύρυθμη λειτουργία των μονάδων. Ακόμα, σε σχέση με τη τεχνολογία, ενώ χρησιμοποιούν πληροφοριακά συστήματα για τη διαχείριση των δωματίων, των τιμών και των κρατήσεων, λίγα ξενοδοχεία διαθέτουν εξειδικευμένα συστήματα, τα οποία οι ιδιοκτήτες τους δηλώνουν ότι θα ήθελαν να αποκτήσουν με την προϋπόθεση ότι θα έχουν πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία.
Η τουριστική κίνηση στη χώρα μας δείχνει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και δεν επηρεάζεται, τουλάχιστον ακόμα, από εξωγενείς δυσκολίες, όπως η κλιματική αλλαγή, η γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή, οι πληθωριστικές πιέσεις. Τα μέχρι τώρα στοιχεία για το 2024 δεν μεταβάλλουν τη γενική εικόνα, καθώς, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το πρώτο εξάμηνο του έτους υπήρξε άνοδος των διεθνών αφίξεων κατά 10,7%.
Ανισόρροπη ανάπτυξη
Αυτό που δεν φαίνεται πίσω από τους παραπάνω αριθμούς είναι ότι η τουριστική ανάπτυξη δεν είναι ισόρροπη: ορισμένες περιοχές στη χώρα δέχονται μεγάλη πίεση, για λίγους μήνες, σε αντίθεση με άλλες που παλεύουν να προσελκύσουν τουρίστες. Οι διακυμάνσεις είναι σημαντικές. Μείωση επισκέψεων καταγράφηκε σε περιφέρειες που δεν είναι τουριστικά ανεπτυγμένες, όπως η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία, η Δυτική Ελλάδα και η Στερεά Ελλάδα, και μείωση διανυκτερεύσεων στις επίσης μη ανεπτυγμένες τουριστικά περιφέρειες του Βορείου Αιγαίου και της Δυτικής Μακεδονίας, καθώς και στις τουριστικά ανεπτυγμένες περιφέρειες της Κεντρικής Μακεδονίας και του Νοτίου Αιγαίου (πηγή ΙΝΣΕΤΕ). Σε αυτά να προστεθούν το υψηλό κόστος σε σχέση με την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, η κρίση ταυτότητας που αποτρέπει επισκέπτες με υψηλό εισόδημα, οι προβληματικές υποδομές (μεταφορές, νοσοκομεία, απορρίμματα, κ.ά.), οι κλιματικές συνθήκες, ο καύσωνας, η λειψυδρία.
Παρότι τα προβλήματα καταγράφονται και οι πολίτες αφυπνίζονται («κίνημα της πετσέτας» και άλλες πρωτοβουλίες), οι προτάσεις και οι ενστάσεις που διατυπώνονται μέχρι στιγμής μοιάζουν να ακολουθούν παράλληλους δρόμους χωρίς να διασταυρώνονται και να συγκλίνουν σε ένα κοινό έδαφος, σε μια ενιαία στρατηγική. Ενδεχομένως, επειδή η συζήτηση διεξάγεται σε μια στρεβλή βάση υπό το άλλοθι του ρεκόρ αφίξεων, αφήνοντας συνεχώς στο περιθώριο την ανάγκη να επανεξεταστούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του τουρισμού στην Ελλάδα. Ή ίσως επειδή επικεντρώνεται στις Κυκλάδες, και ειδικά στη Μύκονο και στη Σαντορίνη.
Τι μοντέλο θέλουμε τελικά;
Η ανάγκη μιας νέας προσέγγισης προβάλλει κάθε χρονιά πιο επιτακτικά από την προηγούμενη, και μάλιστα από αρκετούς παράγοντες και από διάφορες πλευρές: από τον πρώην πρόεδρο του Συνδέσμου Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννη Ρέτσο, μέχρι δημάρχους που ανησυχούν για το νερό και τις υποδομές στις περιοχές τους. Σε δημόσιες παρεμβάσεις του, ο καθηγητής Στάθης Καλύβας, ο οποίος έχει ασχοληθεί πολύ με το θέμα, θέτει το ερώτημα: «Μήπως επενδύοντας δίχως φραγμό στην τουριστική ανάπτυξη τελικά “κανιβαλίζουμε” το προϊόν μας, καταστρέφοντας παράλληλα τη χώρα μας;».
Σε κοινό άρθρο τους στην Καθημερινή οι καθηγητές Δημήτρης Βαγιανός, Κώστας Μεγήρ και Χριστόφορος Πισσαρίδης, διεύρυναν τα ερωτήματα. Ποια πρέπει να είναι η θέση του τουρισμού στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας; Είναι η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό συνέπεια των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων ως χώρα, και επομένως η κατεύθυνση στην οποία μας οδηγούν οι δυνάμεις της αγοράς; Οι τρεις καθηγητές απαντούν αρνητικά, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι περιβαλλοντικός: στους δημοφιλείς προορισμούς υπάρχει κορεσμός και υποβάθμιση του περιβάλλοντος, στην οποία συμβάλλει η χαλαρή νομοθεσία προστασίας των ευαίσθητων οικοσυστημάτων και η αδυναμία ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές. Ο δεύτερος λόγος είναι οικονομικός: «Η παραγωγικότητα στον τουριστικό κλάδο», επισημαίνουν, «είναι χαμηλή. Τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και στη χώρα μας, η παραγωγικότητα στον τουριστικό κλάδο είναι υποδιπλάσια από τη μέση παραγωγικότητα στην οικονομία. Το ζήτημα της παραγωγικότητας είναι κομβικό. Η Ελλάδα είχε το 2023 τη δεύτερη χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ., μόλις πάνω από τη Βουλγαρία». Η πτώση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οφείλεται, προσθέτουν, εν μέρει στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Οφείλεται όμως και στη δυσκολία της χώρας μας να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο, το οποίο είναι βασισμένο σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός». Αν δεν αναπτυχθούν κλάδοι υψηλής παραγωγικότητας και συνεχίσουμε όπως σήμερα «θα ξυπνήσουμε μια μέρα και όλα για τα οποία υπερηφανευόμαστε θα έχουν εξαφανιστεί, και επιπλέον δεν θα έχουμε μια οικονομία που θα υποστηρίζει το βιοτικό επίπεδο σε στέρεη βάση», τονίζουν.
Ανησυχητικές είναι οι προβλέψεις και του Γ. Ρέτσου, ο οποίος εκκινεί από διαφορετική αφετηρία ζητώντας να μη δαιμονοποιείται ο τουρισμός: «Αν δεν κινηθούμε στη σωστή κατεύθυνση, θα έρθουν σύντομα πάλι δύσκολα χρόνια για τον τουρισμό μας. Το 2025, για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν θα είναι μία εύκολη χρονιά και σε τίποτα δεν θα θυμίζει το 2022, το 2023 και το πρώτο μισό του 2024», προειδοποίησε πρόσφατα.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΝ ΣΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΕΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ, ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ ΥΨΗΛΗΣ ΑΞΙΑΣ. ΟΙ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ ΘΕΩΡΟΥΝ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΜΟΝΑΔΕΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΠΟΥ ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΝΤΑΙ ΟΜΑΛΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΟΠΩΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ, ΑΦΑΛΑΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΥΠΟ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ.
Ο πρώην πρόεδρος του ΙΝΣΕΤΕ επαναλαμβάνει συνεχώς ότι πρέπει να διαμορφωθεί μια συμφωνημένη από όλους, ξεκάθαρη στρατηγική για τον τουρισμό, με αυστηρές προϋποθέσεις βάσει του χωροταξικού σχεδιασμού, ώστε να ελέγχεται η φέρουσα ικανότητα των προορισμών. Ο κ. Ρέτσος καταγγέλλει, επίσης, την «καλά οργανωμένη αντιτουριστική καμπάνια», όπως τη χαρακτηρίζει, η οποία δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα, επειδή συνδέει άμεσα τη φθίνουσα ποιότητα της καθημερινότητας των κατοίκων με την αυξημένη παρουσία τουριστών. «Αν συνεχίσουμε χωρίς στρατηγική στόχευση και χωρίς ενιαία ομπρέλα, θα καταλήξουμε σε πραγματικά φαινόμενα υπερτουρισμού και σε κοινωνικούς αυτοματισμούς – κακέκτυπα όσων ήδη έχουν υποστεί οι ανταγωνιστές μας», υπογραμμίζει.
Η συζήτηση περί υπερτουρισμού
Η λέξη «υπερτουρισμός» θολώνει από μόνη της τον πυρήνα της συζήτησης και επιτείνει την αδράνεια στη λήψη αποφάσεων για τα ανεπίλυτα χρόνια προβλήματα (π.χ. στις υποδομές). Όπως τονίζουν πολλοί γνώστες, στην Ελλάδα, με βάση τα νούμερα, ο αριθμός των τουριστών δεν είναι υπερβολικός σε σύγκριση με άλλες χώρες ή τουριστικούς προορισμούς. Το πρόβλημα δημιουργείται από το έλλειμμα διαχείρισης των προορισμών και των υποδομών τους.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου σημειώθηκε μεν αύξηση στον αριθμό των επισκεπτών σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, όμως η μέση δαπάνη ανά ταξίδι (δηλαδή, πόσα ξοδεύει ένας επισκέπτης για τη διαμονή του σε κάποιο σημείο στη χώρα μας) μειώθηκε κατά 3,6%. Τον Μάιο η πτώση της δαπάνης ήταν μεγαλύτερη και ξεπέρασε το 12%, και όσοι μελετούν τις τάσεις δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το μέλλον και για το ενδεχόμενο να «ξεφουσκώσει» η δυναμική του ελληνικού τουρισμού. Επιπλέον, η χώρα μας, ενώ βρίσκεται ψηλά στην προτίμηση όσων δεν την έχουν επισκεφθεί ξανά, υστερεί σημαντικά στους πιστούς επισκέπτες. Μόλις το 14% όσων ήρθαν φέτος στην Ελλάδα την είχαν επισκεφθεί και στο παρελθόν, όταν στην Ισπανία το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει στο 22%, σύμφωνα με τη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τουρισμού (ETC).
Ο μαζικός τουρισμός έχει ήδη δείξει τα προβλήματά του σε ορισμένες περιοχές της χώρας. Η Μύκονος και η Σαντορίνη κατέχουν τα πρωτεία της απουσίας μίας διαχρονικά συγκροτημένης πολιτικής για την υποδοχή των επισκεπτών τους. Άλλα νησιά, όπως η Νάξος ή η Σίφνος, εμφάνισαν δυσλειτουργίες με σημαντικότερο πρόβλημα τη λειψυδρία. Η Μύκονος και η Σαντορίνη λειτουργούν και ως σημεία συναγερμού, γιατί τα προβλήματά τους θα μπορούσαν να εμφανιστούν και σε άλλες περιοχές της χώρας, αν δεν υπάρξει ριζική μεταστροφή στο πώς αντιμετωπίζουμε τον τουρισμό.
Ταυτόχρονα, οι αποκαλύψεις για «τοπικές μαφίες» αλλοιώνουν περαιτέρω τη συζήτηση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μυκόνου, στην οποία αφιέρωσε εκτενές ρεπορτάζ η μεγάλη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, που έκανε λόγο για «μαφία των κατασκευών» που πνίγει το νησί. Τέτοια φαινόμενα δεν αντιμετωπίζονται με οριζόντιες ρυθμίσεις, όπως η οριζόντια αναστολή οικοδομικών αδειών, λένε παράγοντες της αγοράς, αλλά με στοχευμένες παρεμβάσεις. Δημοσιεύματα για φαινόμενα υπερτουρισμού στην Ελλάδα −οι εικόνες των σαρδελοποιημένων τουριστών στα σοκάκια των Φηρών έκαναν τον γύρο του κόσμου− σε μέσα όπως τα Fortune, Bloomberg, CNN, Business Insider, συνέκριναν τη χώρα μας με τη Βενετία, τη Βαρκελώνη, το Άμστερνταμ, όπου η πίεση είναι μεγάλη και, υπό τις κινητοποιήσεις των πολιτών, συζητείται η λήψη περιοριστικών μέτρων για τους τουρίστες.
Στην τοποθέτησή του στη ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός αρνήθηκε ότι η χώρα μας έχει δομικό πρόβλημα υπερτουρισμού. Έχει, είπε, ένα σημειακό πρόβλημα σε ορισμένους προορισμούς, κάποιες εβδομάδες ή μήνες το χρόνο, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Έφερε ως παραδείγματα τη Μύκονο και τη Σαντορίνη, νησιά τα οποία πέραν των άλλων επιβαρύνονται πολύ από την κρουαζιέρα και ανακοίνωσε ότι το τέλος κρουαζιέρας θα φθάσει τα 20 ευρώ. «Είναι πολύ επικίνδυνο να παρουσιάζεται η Ελλάδα ως μια χώρα που εχθρεύεται τον τουρισμό. Θα ήταν καταστροφή για το τουριστικό μας προϊόν. Το λέω και για τα Μέσα Ενημέρωσης. Είναι ένα να επισημαίνουμε αδυναμίες υπαρκτές και ένα δεύτερο να θεωρούμε και να προβάλλουμε την εικόνα στο εξωτερικό ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν είναι φιλόξενη στους τουρίστες. Το δεύτερο δεν ισχύει», τόνισε.
Για μια τουριστική βιομηχανία υψηλής αξίας
Μελέτες του εξειδικευμένου τμήματος Τουρισμού του Πανεπιστημίου Πειραιά, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι πολύ σημαντικό για την Ελλάδα να διαμορφώσει μια νέα στρατηγική για τον τουρισμό, με στόχο την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και την προσέλκυση τουριστών υψηλής αξίας. Γι’ αυτό χρειάζονται επενδύσεις, όπως αυτές στο παραλιακό μέτωπο της Αττικής, οι οποίες όμως δεν αρκούν για να αναπτύξει η χώρα μια τουριστική βιομηχανία υψηλής αξίας, και, κατά το δυνατόν, προστατευμένη από αστάθμητους παράγοντες, που θα λειτουργεί με σεβασμό στο περιβάλλον και στις υφιστάμενες υποδομές.
Οι μελετητές θεωρούν αναγκαίο να δοθεί προτεραιότητα σε μονάδες φιλοξενίας που ενσωματώνονται ομαλά στο περιβάλλον και διαθέτουν υποστηρικτικές εγκαταστάσεις, όπως για παράδειγμα υποδομές βιολογικού καθαρισμού, αφαλάτωσης και στέγασης του προσωπικού υπό αξιοπρεπείς συνθήκες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να καταστεί απαγορευτική για τον μέσο Ευρωπαίο, αλλά ότι θα πρέπει να μπει φρένο στην υποβάθμιση των τουριστικών προορισμών της.
Η κάμψη της Μυκόνου και της Σαντορίνης στέλνει σήμα κινδύνου, το οποίο λαμβάνουν κυρίως μικροί προορισμοί, όπως έδειξαν οι αντιδράσεις που προκάλεσε η είδηση ότι το Κεντρικό Πολεοδομικό Συμβούλιο προενέκρινε τη δημιουργία ενός τουριστικού χωριού-γίγαντα στην Αστυπάλαια, οι ενστάσεις του δημάρχου για τα προβλήματα στις υποδομές (δρόμοι, νερό, φωτισμός, καθαριότητα, κ.α.), και τελικά η υπαναχώρηση της κυβέρνησης.
Η λύση σε όλα τα παραπάνω, σημειώνουν οι ειδικοί, δεν είναι ούτε να μπει πλαφόν στον αριθμό των τουριστών ούτε να σταματήσουν οι επενδύσεις, αλλά να ενισχυθούν άμεσα οι προβληματικές και ελλειμματικές υποδομές, η ύδρευση, η αποχέτευση, οι συγκοινωνίες, η αποκομιδή απορριμμάτων, να αντιμετωπιστεί η στεγαστική κρίση – η κυβέρνηση προχώρησε σε συγκεκριμένες ανακοινώσεις προς αυτήν την κατεύθυνση στη ΔΕΘ (πρόγραμμα Σπίτι μου ΙΙ, στοχευμένα μέτρα περιορισμού των βραχυχρόνιων μισθώσεων, κίνητρα για μακροχρόνιες μισθώσεις), απομένει να δούμε τι αποτέλεσμα θα έχουν. Αυτά δεν αφορούν μόνο την περίοδο αιχμής και τους τουρίστες, αλλά και την εξυπηρέτηση των ντόπιων όλον τον χρόνο.
Το νέο χωροταξικό
Το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό φιλοδοξεί, όπως έχει δηλώσει η υπουργός Τουρισμού Όλγα Κεφαλογιάννη, να αποτελέσει ένα σύγχρονο θεσμικό εργαλείο για την ορθολογική και με μέτρο ανάπτυξη του τουρισμού. Θα ξεκαθαρίζει τις χρήσεις γης, θα βοηθά στην ανάπτυξη των βασικών υποδομών υποστήριξης (μεταφορές, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, κ.ά.), και θα διευκολύνει τις διαδικασίες αξιολόγησης και έγκρισης των επενδύσεων. Το πλαίσιο αυτό βρισκόταν σε δημόσια διαβούλευση μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, κατά την οποία διατυπώθηκαν επιφυλάξεις που αφορούσαν ελλείψεις σε ειδικότερες κατευθύνσεις του και τη διαφοροποίησή τους ανά κατηγορία, κυρίως σχετικά με την ένταση της τουριστικής δραστηριότητας, την έλλειψη γενικότερης στρατηγικής κατεύθυνσης για τη βιωσιμότητα του τουριστικού κλάδου, και τις ελλιπείς προβλέψεις του για την κλιματική αλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, όπως τονίζουν αρκετοί εμπλεκόμενοι, είναι απολύτως καίριο να εγκριθεί άμεσα, ώστε να αρθεί η ανασφάλεια που υπάρχει εν γένει στον σχεδιασμό και τη διαχείριση του τομέα του τουρισμού σε εθνικό επίπεδο, που υπάρχει μετά την ακύρωση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό, το 2013, από το Συμβούλιο της Επικρατείας (απόφαση 3632/2015).