ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
- 20.09.24 08:03
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μια μεριά, έχει πετύχει σημαντικά επιτεύγματα: σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, μείωση της ανεργίας, του πληθωρισμού και του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, βελτίωση της απόδοσης του χρηματιστηρίου, ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος, ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και βελτίωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Δεν είναι λίγα, ούτε ασήμαντα. Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και οργανισμοί συχνά πυκνά εκθειάζουν την ελληνική οικονομία για την πρόοδο που έχει συντελέσει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024, να επιταχυνθεί σε 2,5% το 2025, και να υποχωρήσει ελαφρά σε 2,3% το 2026. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις, και οι εξαγωγές, ενώ η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης αναμένεται οριακά αρνητική. Ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τα επόμενα έτη. Το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,0%, από 4,2% το 2023, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής.
Oι ανοιχτές προκλήσεις
Από την άλλη μεριά, όμως, υπάρχουν ακόμη πολλά ανοικτά ζητήματα. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2o τρίμηνο του 2024, η κατανάλωση εξακολουθεί να πρωτοστατεί έναντι των εξαγωγών και των επενδύσεων, συνεισφέροντας το 88,7% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Η ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε στο 70%, δηλαδή, σε μια αναλογία που δεν έχει μεταβληθεί εδώ και δεκαετίες. Ως εκ τούτου, η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, τα επίπεδα των τιμών, και βεβαίως του τουρισμού, που επηρεάζει άμεσα τον δείκτη. Οι επενδύσεις, μολονότι αυξάνονται, εξακολουθούν να είναι λίγες σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Η συνεισφορά τους στο ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 15%, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Δεν είναι όμως μόνο θέμα ύψους επενδυτικών κεφαλαίων, αλλά και ποιότητας. Συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο τομείς: στις κατασκευές και τα κόκκινα δάνεια. Επιπλέον, η παραγωγικότητα της εργασίας, η αγοραστική δύναμη των μισθωτών και οι επιδόσεις της δικαιοσύνης εμφανίζονται αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Η φοροδιαφυγή, μολονότι έχει μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να είναι υψηλή. Είμαστε πρωταθλητές στον πληθωρισμό απληστίας στα τρόφιμα (μετά τη Μάλτα) και στις τραπεζικές υπηρεσίες. Τέλος, τα τελευταία νέα για το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν είναι καθόλου καλά. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το α’ εξάμηνο του έτους διαμορφώθηκε στα 8,8 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 693,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023, κάτι που μοιραία στέλνει αρνητικό σήμα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ, ΕΠΙΣΗΣ, ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ Η ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΕΤΩΝ. ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΠΙΤΕΥΧΘΕΙ Η ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΠΡΟΣ ΑΕΠ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΠΡΩΤΟΓΕΝΩΝ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΩΝ, ΣΕ ΚΥΚΛΙΚΑ ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟΥΣ ΟΡΟΥΣ, ΥΨΟΥΣ 2% ΤΟΥ ΑΕΠ ΕΤΗΣΙΩΣ. ΩΣΤΟΣΟ, ΒΑΣΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ, ΜΕΣΩ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΣΤΟΧΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΑΕΠ.
Από τις θετικές επιδόσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν τελικά οι τρέχουσες θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας θα υπερισχύσουν των αντίστοιχων αρνητικών. Εάν, δηλαδή, η τρέχουσα ανάκαμψη μετατραπεί σε μελλοντική βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό θα εξαρτηθεί πρωταρχικά από το διεθνές περιβάλλον. Τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, είναι δυνατό να επηρεάσουν αρνητικά και τη δική μας οικονομία. Αν όμως υποθέσουμε ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε η πορεία των πραγμάτων στην οικονομία θα εξαρτηθεί από τις επιλογές της κυβέρνησης την επόμενη τριετία, μέχρι το 2027. Γιατί μέχρι το 2027; Διότι τότε τελειώνει η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης. Μέχρι τότε υπάρχει σχέδιο και χρηματοδότηση, άρα υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας ανοικτό. Αυτό το παράθυρο ευκαιρίας θα πρέπει να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση. Τι πρέπει να κάνει; Πρώτα-πρώτα αποτελεσματική απορρόφηση και εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Κάτι τέτοιο είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά την επόμενη διετία. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να συνεχιστούν και να εντατικοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις. Παρά το γεγονός ότι σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στους τομείς των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, και ειδικά σε αγορές δικτύων, όπου επικρατούν ολιγοπωλιακές δομές και υψηλές τιμές και χρεώσεις, του φορολογικού συστήματος (μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών, διεύρυνση της φορολογικής βάσης με καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, απλούστευση των φορολογικών διαδικασιών, επαναπροσδιορισμός του συστήματος ΦΠΑ, μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους δήμους), της εργασίας και παραγωγής (συνέχιση της μείωσης των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών, σύνδεση της αγοράς εργασίας με τα Πανεπιστήμια), της γραφειοκρατίας (δεν αρκεί η μετατροπή της έντυπης σε ψηφιακή γραφειοκρατία, αλλά η πλήρης εξάλειψή της), της δικαιοσύνης (μείωση του χρόνου εκδίκασης υποθέσεων, ενίσχυση της ανεξαρτησίας της) και των θεσμών (ενίσχυση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης των πολιτών).
Οι μεταρρυθμίσεις θα αυξήσουν με τη σειρά τους τη συνολική παραγωγικότητα της χώρας, θα δώσουν κίνητρα στους ιδιωτικούς φορείς και θα οδηγήσουν την οικονομία σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα βασίζεται στις υψηλές αμοιβές της μισθωτής εργασίας, τις επενδύσεις σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, και τις εξαγωγές. Είναι σημαντικό για τους πολίτες να γνωρίζουν πότε και πώς θα υλοποιηθούν τα σχέδια που θα επηρεάσουν την καθημερινότητά τους, ώστε να μπορέσουν να παρακολουθήσουν και να αξιολογήσουν την πρόοδο των εν λόγω μεταρρυθμίσεων. Να υπάρξει δηλαδή ένας ξεκάθαρος οδικός χάρτης, ένα σαφές χρονοδιάγραμμα. Να βλέπουν το κράτος ως έναν ισχυρό και αξιόπιστο φορέα που εργάζεται για το κοινό καλό και όχι ως ένα κράτος στο οποίο οι δημόσιοι φορείς αλληλοκατηγορούνται (εκ των υστέρων) για το ποιος έχει την ευθύνη της καταστροφής, όπως έχει συμβεί πολλές στο παρελθόν. Αυτό αυξάνει τη συλλογική εμπιστοσύνη και ενθαρρύνει μια πιο θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των πολιτών και των κρατικών οργάνων, συμβάλλοντας στην εδραίωση μιας πιο δίκαιης και αποδοτικής κοινωνικο-οικονομικής δομής.
ΟΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΕΝ ΚΡΑΤΑΝΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Το 2019 έκλεισε όχι μόνο μια μακρά περίοδος Μνημονίων, τυφλής περικοπής δημοσίων δαπανών και υπερφορολόγησης,…
Δημοσιονομική ισορροπία
Είναι απαραίτητο, επίσης, να συνεχιστεί η δημοσιονομική ισορροπία των τελευταίων ετών. Προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη αποκλιμάκωση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ, είναι απαραίτητη η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων, σε κυκλικά διορθωμένους όρους, ύψους 2% του ΑΕΠ ετησίως. Ωστόσο, βασική προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών, μέσω καλύτερης στόχευσης των κοινωνικών δαπανών, ώστε να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις και οι δαπάνες εκπαίδευσης και υγείας, οι οποίες έχουν ιδιαίτερα θετικές επιδράσεις στη μεσομακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ.
Μετά το 2027, τα πράγματα δυσκολεύουν: η κλιματική κρίση θα βαθαίνει, η ψηφιακή μετάβαση θα δυσκολεύει, η διευθέτηση του χρέους θα βαραίνει τον προϋπολογισμό, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες θα περιορίζουν την ευχέρεια της οικονομικής πολιτικής και, το κυριότερο όλων, το δημογραφικό πρόβλημα θα διογκώνεται. Πρέπει επομένως να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση τη σημερινή συγκυρία, όπου η οικονομία βρίσκεται σε έναν ενάρετο κύκλο.
*Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου