ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ
- 24.09.24 11:43
Η συζήτηση για την ανάγκη δημιουργίας μεγαλύτερων επιχειρηματικών σχημάτων, που θα μπορούν να διεκδικήσουν περισσότερα στις διεθνείς αγορές δίδοντας παράλληλα ώθηση και στην ελληνική οικονομία, κρατά εδώ και δεκαετίες. Από τους περιβόητους «εθνικούς πρωταθλητές» στη μετά-ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση) εποχή ως τις «ελληνικές πολυεθνικές» στη μετά-την-κρίση εποχή τα επιχειρήματα για την ανάγκη συγκέντρωσης των πολυπληθών μικρομεσαίων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξάνονται και ισχυροποιούνται. Τα δε στοιχεία που παρουσίαζε συγκροτημένα το περίφημο Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, στο οποίο είχε καταλήξει η επιτροπή υπό τον νομπελίστα καθηγητή οικονομικών κ. Χριστόφορο Πισσαρίδη, σχεδόν τέσσερα χρόνια πριν, δεν άφηναν περιθώρια παρερμηνείας. Η χώρα, για να μπει σε έναν διατηρήσιμο κύκλο ανάπτυξης, πρέπει να στηριχθεί σε μεγάλες και εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Μόνο που, παρά τις συζητήσεις και τα επιχειρήματα, λίγα έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα και σήμερα, που η αξία των επιχειρηματικών συμφωνιών φλερτάρει με τα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας 20ετίας, δείχνοντας ότι είναι σε τροχιά υπέρβασης των 10 δισ. ευρώ φέτος σε εξαγορές και συγχωνεύσεις, η πραγματικότητα δείχνει πως ελάχιστες είναι αυτές που αφορούν τη συνένωση δυνάμεων ή τη συγχώνευση εταιρειών με σκοπό τις συνέργειες.
Κουλτούρα μη συνεργασίας
Για τον κ. Νίκο Καραμούζη, πρόεδρο της Grant Thornton και επικεφαλής του επενδυτικού ταμείου SMERemediumCap, και τον κ. Κυριάκο Ανδρέου, διευθύνοντα σύμβουλο της PwC, το πρόβλημα εστιάζεται κατά βάση στην έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας και συγχωνεύσεων στη χώρα μας. Αμφότεροι ήταν μέλη της Επιτροπής Πισσαρίδη. «Στην πραγματικότητα, υπάρχει κουλτούρα μη συνεργασίας. Ο καθένας προτιμά να είναι αφεντικό στη μικρή επιχείρησή του παρά να είναι απλά μέτοχος μειοψηφίας ενός μεγαλύτερου οργανισμού, που μπορεί να έχει και περισσότερες προοπτικές ανάπτυξης και κερδοφορίας», λέει στην Οικονομική Επιθεώρηση ο κ. Ανδρέου. «Πολλοί επιχειρηματίες προτιμούν ακόμα και να καταστραφούν παρά να συνεταιριστούν. Μη σας φαίνεται περίεργο, είδαμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις μέσα στην κρίση με τις προβληματικές εταιρείες. Στην πλειοψηφία τους προτιμούσαν να καταρρεύσουν παρά να συνεργαστούν με τον δίπλα. Γι’ αυτό και το “συμμάζεμα” της αγοράς που όλοι περιμέναμε μέσα στην κρίση τελικά δεν έγινε. Τώρα τι φταίει για όλο αυτό; Κατά την άποψή μου έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν έχουμε την κουλτούρα ή την παιδεία της εταιρικής διακυβέρνησης. Διότι, όταν λέμε συνέργειες και συνεργασίες, εννοούμε ένα σχήμα που να προστατεύει όλους τους μετόχους και να τους δίνει χώρο, όχι απλά την πλειοψηφία. Κι εκεί θεωρώ ότι είναι το πρόβλημα, πώς διασφαλίζονται τα δικαιώματα της μειοψηφίας, πώς φτιάχνεις τα ΔΣ και τις διοικητικές δομές ώστε όλοι να ακούγονται. Δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχει η πλειοψηφία και μετά το χάος… Οπότε αυτό είναι δύσκολο να γίνει. Και έπειτα είναι και άλλες στρεβλώσεις που έχουν δημιουργηθεί στην ελληνική αγορά, όπως για παράδειγμα η ιστορία του clustering. Δηλαδή να κρατήσει κάποιος την εταιρεία του, αλλά να προβεί σε συνέργειες με άλλες εταιρείες πάνω σε συγκεκριμένους τομείς, για παράδειγμα, τις εξαγωγές και την από κοινού διείσδυση σε νέες αγορές, ή μία κοινή εφοδιαστική αλυσίδα. Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα και το πρότεινα, πολλοί με στραβοκοιτούσαν, γιατί το clustering απέκτησε κακή φήμη με τους προηγούμενους κύκλους επιδοτήσεων του ΕΣΠΑ. Οπότε εκτιμώ ότι θέλει αλλαγή κουλτούρας για να δούμε πραγματικά αλλαγές. Και αυτό δεν γίνεται απ’ τη μία μέρα στην άλλη, ούτε εύκολο είναι», τονίζει.
«ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΜΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ. Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΠΡΟΤΙΜΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΜΕΤΟΧΟΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ, ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΚΕΡΔΟΦΟΡΙΑΣ», ΛΕΕΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΗΣ PWC. «ΠΟΛΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΟΥΝ ΠΑΡΑ ΝΑ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΟΥΝ. ΜΗ ΣΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟ, ΕΙΔΑΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΤΕΤΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ».
«Κουλτούρα συνεργασίας και συγχωνεύσεων δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Σε κάθε μεγέθους επιχείρηση υπήρχε πάντα η κυριαρχία της οικογενειακής παρουσίας. Οπότε πάντα η ουσία ήταν ο ένας να ετοιμάζει την εταιρεία για τον επόμενο. Κι αυτό ήταν παράδοση!», λέει απ’ την πλευρά του ο κ. Καραμούζης. «Θεωρώ όμως ότι σιγά σιγά θα αρχίσουν να δημιουργούνται συνθήκες. Το άνοιγμα των αγορών, η ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις στην τεχνολογία και την ψηφιοποίηση, την ενεργειακή μετάβαση και το ESG, την εξωστρέφεια, είναι τέτοιες, που θεωρώ ότι πολλοί πλέον δεν μπορούν να παρακολουθήσουν και να υποστηρίξουν. Εάν δεν έχεις το κατάλληλο μέγεθος σήμερα, δεν μπορείς να προσθέσεις στο ύψος των επενδύσεων που χρειάζονται. Δεν βγαίνουν τα νούμερα! Οπότε αρχίζουν πλέον να δημιουργούνται συνθήκες πίεσης απ’ την ίδια την αγορά, ώστε να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους έναντι μίας συγχώνευσης ή εξαγοράς. Επίσης το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι ότι ωριμάζουν και οι γενιές πίσω απ’ τις οικογενειακές επιχειρήσεις που κατά βάση απαρτίζουν το επιχειρείν της χώρας. Η πρώτη γενιά που δημιούργησε την επιχείρηση μεταπολεμικά έχει φύγει απ’ το κάδρο. Πλέον είμαστε στη δεύτερη προς τρίτη, και εκεί τα πράγματα αρχίζουν και δυσκολεύουν σε ό,τι αφορά την ισορροπία μεταξύ της οικογένειας και του ποιος θα διοικήσει την εταιρεία. Οπότε, αρχίζουν πολλές τριβές και έχουμε πολλά παραδείγματα εταιρειών που οι ενδοοικογενειακές διαμάχες φθάνουν σε άγριο σημείο. Οπότε τελικά και η αναζήτηση ενός εξωτερικού επενδυτή αποτελεί διέξοδο».
Τα κίνητρα της κυβέρνησης
Σε μία προσπάθεια να βοηθήσει τις εταιρείες να προχωρήσουν σε συνενώσεις δυνάμεων, η κυβέρνηση αποφάσισε να θεσπίσει μία σειρά από κίνητρα, κυρίως φορολογικού περιεχομένου (φοροαπαλλαγές, φοροεκπτώσεις κ.ο.κ.). Η πρώτη προσπάθεια, πριν από δύο χρόνια με την ψήφιση του νόμου 4935/2022 («Κίνητρα ανάπτυξης επιχειρήσεων, μέσω συνεργασιών και εταιρικών μετασχηματισμών και άλλες διατάξεις»), δεν απέφερε τα αναμενόμενα. Αυτό τη χρονική περίοδο έχει επανέλθει στο ζήτημα επεκτείνοντας τα κίνητρα μέσα από μία νέα νομοθετική πρωτοβουλία, που παρουσίασε στα μέσα του Σεπτέμβρη.
«Σε γενικές γραμμές όλα τα μέτρα είναι πολύ καλά. Δεν πιστεύω όμως ότι η συνέργεια και η συνεργασία μπορεί να επιτευχθεί μέσα από μέτρα. Αν δεν αλλάξει η κουλτούρα, να μπορούν να πειστούν, τα πράγματα είναι δύσκολα», λέει ο κ. Ανδρέου. «Και εκεί είναι το μεγάλο στοίχημα: η δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος προς την αλλαγή κουλτούρας», προσθέτει.
«Τα μέτρα, εάν είναι γενναιόδωρα, πάντα βοηθάνε», λέει απ’ την πλευρά του ο κ Καραμούζης. Κι αυτό είναι κάτι υποχρεωτικό να γίνει. Χωρίς τη δημιουργία μεγέθους στο επιχειρείν δεν μπορούν να υπάρξουν ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας ικανοποιητικοί. Δυστυχώς έχω την αίσθηση ότι η σοβαρότητα του συγκεκριμένου παράγοντα έχει υποτιμηθεί πολύ. Διότι αφενός οι μικρές επιχειρήσεις δεν μπορούν να πουλήσουν στο εξωτερικό, είναι αυτό που λέμε price takers, δεν έχουν δύναμη αγοράς. Και στο εσωτερικό, με την ενδυνάμωση των δικτύων διανομής των χονδρεμπόρων και των σούπερ μάρκετ, αρχίζουν και υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες. Πώς, για παράδειγμα, θα πάει ένας μικρός παραγωγός −για να μιλήσουμε για την πρωτογενή παραγωγή και τα τρόφιμα− θα πάει να πουλήσει εκεί μέσα εάν δεν έχει τη δύναμη; Δυστυχώς οι μικροί μπαίνουν στο περιθώριο, ειδικά τώρα που τα δίκτυα διανομής στην Ελλάδα έχουν συγκεντρωθεί».
Οι συμφωνίες φέτος
Το 2024 πάντως φαίνεται ότι θα αποδειχθεί μία καλή χρονιά σε ό,τι αφορά τις επιχειρηματικές συμφωνίες που αφορούν εξαγορές ή συγχωνεύσεις, επιβεβαιώνοντας το θετικό μομέντουμ της ελληνικής οικονομίας. Ο «πήχης» των 10 δισ. ευρώ στο σύνολο δείχνει ότι μπορεί να επιτευχθεί με βάση τις εξελίξεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί τους επόμενους μήνες σε σειρά εταιρειών, όπως τη Nova ή την Avramar, και έπειτα από ένα αρκετά ενδιαφέρον καλοκαίρι, κατά το οποίο μόνο θερινή ραστώνη δεν υπήρξε! Από τα mega deals της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ με τη Masdar για την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή και της ΔΕΗ με τη Macquarie Asset για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας της δεύτερης στη Ρουμανία, ως τις εξαγορές της Κ&Ν Ευθυμιάδης από τον κολοσσό του κλάδου της αγροτεχνολογίας Certis Belchim, θυγατρική της ιαπωνικής Mitsui, της Famar από τη MidEuropa και της Bluestream από την Ideal Holdings, τους τελευταίους μήνες φαίνεται ότι έχει επιταχυνθεί μια δραστηριότητα που οποία είχε κάνει «κοιλιά» το 2023 (5,4 δισ. ευρώ) μετά το υψηλό των 10,4 δισ. ευρώ του 2022.
«Αυτό διαμορφώνει μία θετική εικόνα σε σχέση με τις συναλλαγές που γίνονται. Αλλά αυτό διαφέρει από το κύριο ζητούμενο, δηλαδή την ανάπτυξη της οικονομίας. Οι συναλλαγές δεν αφορούν και τόσο συγχωνεύσεις που θα διαμορφώσουν ένα μεγαλύτερο μέγεθος. Είναι αλλαγές κυρίως μέσω εξαγορών, και συνήθως από κεφάλαια του εξωτερικού ή μετοχικές ανακατατάξεις», σχολιάζει ο κ. Ανδρέου.
Ο ρόλος των funds και του ΧΑ
Βέβαια ακόμα και έτσι, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει επενδύσεις από ξένα κεφάλαια που στοχεύουν στη δημιουργία μεγαλύτερων και πιο αποδοτικών ομίλων μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, όπως τη χαρακτηριστική περίπτωση των κινήσεων που έχει κάνει το private equity fund CVC στην ελληνική αγορά. Επίσης έχει αρχίσει να δημιουργείται και ένα οικοσύστημα ελληνικών private equity funds, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αρχίζουν να λειτουργούν ως καταλύτης εξελίξεων.
Μεταξύ των πρώτων μεγάλων στοιχημάτων που έβαλε ο κ. Καραμούζης ως εκτελεστικός διευθυντής του SMERC, ήταν να δημιουργήσει έναν καθετοποιημένο όμιλο στον χώρο του Facility Management υπό την ομπρέλα της Cordia, όπως μετονόμασε την Engie Hellas που είχε εξαγοράσει. Ακολούθησαν οι εξαγορές των ESA Security Solutions ΑΕ, εταιρείας leader στον χώρο της ασφάλειας, και των εταιρειών καθαρισμού Skymar και Imagin, και έπεται συνέχεια με βασικό στόχο μεγαλύτερες συνέργειες και ολοκληρωμένες υπηρεσίες και προϊόντα σε μία κατά τα άλλα κατακερματισμένη αγορά.
«Η σκηνή των private equities σαφώς και βοηθά, και μπορεί να βοηθήσει ακόμα περισσότερο, στην κατεύθυνση της μεγέθυνσης ελληνικών εταιρειών, διότι βάζει σήμερα το equity, τα κεφάλαια που λείπουν για τις επενδύσεις που απαιτούνται», λέει ο κ. Καραμούζης.
«Το ότι υπάρχουν και αυξάνονται τα funds που κινούνται στην αγορά με τέτοια σχέδια είναι κάτι αισιόδοξο. Ωστόσο, θα έλεγα πως χρειάζεται και επιχειρηματική εκπαίδευση ο Έλληνας για να δούμε τα αποτελέσματα που θέλουμε, όπως και δουλειά στο κομμάτι της εταιρικής διακυβέρνησης», λέει απ’ την πλευρά του ο κ. Ανδρέου.
ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ ΠΡΟΕΒΑΛΛΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΩΝ, ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ, ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ. Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΕ ΕΓΚΕΙΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΜΕ. ΟΙ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΣΑΝ ΤΟ 62% ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΠΟΣΟΣΤΟ ΥΠΕΡΔΙΠΛΑΣΙΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΕ-27 (29,7%), ΥΠΟΔΗΛΩΝΟΝΤΑΣ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ.
«Το “κλειδί”, που θεωρώ ότι θα δώσει και την τελική λύση σε όλα αυτά που συζητάμε, είναι και η εμβάθυνση του Χρηματιστηρίου μέσω, μεταξύ άλλων, των δημόσιων εγγραφών», προσθέτει. «Εάν το σκεφτείτε, η λύση σε όλο αυτό τον κύκλο θα είναι να υπάρχει μια σοβαρή Κεφαλαιαγορά, την οποία θα αποδέχεται ο κάθε επιχειρηματίας ότι μπορεί να δώσει εγγυημένες αποδόσεις, με την έννοια ότι υπάρχει ένα σύστημα αυτόματης αποτίμησης. Μην ξεχνάτε ότι το Χρηματιστήριο βοηθάει τις συνέργειες εφόσον αποδεχθούμε ότι σε μια δεδομένη στιγμή αποτιμάται η πραγματική αξία μίας εταιρείας. Κι αυτό μπορεί να αποτελέσει παράγοντα προσέλκυσης επενδυτικού ενδιαφέροντος. Είναι βέβαια κάτι που έχει εξίσου μεγάλες προκλήσεις, ιδίως καθώς η τραυματική εμπειρία του 2000 είναι κάτι που έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη του τι σημαίνει τελικά Κεφαλαιαγορά», καταλήγει.
Το πόρισμα της Επιτροπής Πισσαρίδη
Το πόρισμα της Επιτροπής Πισσαρίδη, που εξελίχθηκε στο Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, προέβαλλε την ανάγκη προώθησης των επιχειρηματικών συγχωνεύσεων, διαπιστώνοντας τον περιορισμό των προοπτικών και δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας εξαιτίας του μεγάλου ποσοστού μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων, και γενικά των μικρών επιχειρηματικών οντοτήτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλούνταν, το 99,96% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα το 2018 ήταν ΜμΕ. Οι ΜμΕ απασχολούσαν σχεδόν το 88% των εργαζομένων στον επιχειρηματικό τομέα. Αντίστοιχα, στην ΕΕ27, το 99,8% των επιχειρήσεων ήταν ΜμΕ και απασχολούσαν το 66,6% των εργαζόμενων. Τα ποσοστά στην Ελλάδα είναι υψηλότερα, αλλά η κρίσιμη διαφορά με την ΕΕ έγκειται στη σύνθεση των ΜμΕ. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις απασχολούσαν το 62% των εργαζομένων στην Ελλάδα, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου στην ΕΕ-27 (29,7%), υποδηλώνοντας κατακερματισμό της απασχόλησης.
Συνολικά το πόρισμα έκανε λόγο για «κατακερματισμένη επιχειρηματικότητα χαμηλής παραγωγικότητας» αναφέροντας πως το 48,5% των εργαζομένων της μη χρηματοπιστωτικής επιχειρηματικής οικονομίας (non-financial business economy) της χώρας το 2017 απασχολούνταν σε επιχειρήσεις με έως 9 άτομα προσωπικό, ενώ το 28,7% των εργαζομένων στη χώρα, με βάση στοιχεία για το 2019, ήταν αυτοαπασχολούμενοι. Ποσοστά μεγάλα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
«Το υψηλό μερίδιο απασχόλησης σε ατομικές και μικρές επιχειρήσεις σχετίζεται με τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, καθώς η παραγωγικότητα σχετίζεται θετικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας και τεχνολογίες αιχμής. Ως αποτέλεσμα, η μικρή επιχειρηματικότητα εστιάζεται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών για εγχώρια κατανάλωση», σημειώνει η έκθεση. Και συνεχίζει: «Το πρόβλημα οξύνεται στην Ελλάδα από το γεγονός ότι η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων στη χώρα είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα παράγονται 21,1 χιλ. ευρώ ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά εργαζόμενο, στις μικρές επιχειρήσεις η παραγωγικότητα περιορίζεται σε 7,9 χιλ. ευρώ ανά εργαζόμενο».
«Το “κλειδί” επομένως είναι η μεγέθυνση των επιχειρήσεων», λέει ο κ. Ανδρέου. «Αν επιτευχθεί, τότε θα επιτευχθεί και ένας κύκλος βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης για τη χώρα. Μέσω της ανθεκτικότητας και της εξωστρέφειας. Και αυτό κατά την άποψή μου είναι σημαντικό, ιδίως καθώς οι προκλήσεις για την οικονομία θα αυξηθούν το 2026 με τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης», καταλήγει.