ΤΟ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ
- 17.09.24 17:39
Ποιος είναι ο ορισμός του στεγαστικού προβλήματος; Η ζήτηση για στέγη παραμένει στα ύψη, γιατί, παρά τη μείωση του πληθυσμού της χώρας, ο αριθμός των νοικοκυριών αυξάνεται ταχύτατα για μια σειρά από κοινωνικούς λόγους. Και επειδή τα ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά κάπου θα πρέπει να στεγάζονται, πρέπει να υπάρχει αντίστοιχος αριθμός σπιτιών. Ας μην παραλείψουμε και το ενδιαφέρον από το εξωτερικό. Όχι κατ’ ανάγκη αυτό που συνδέεται με τη «χρυσή βίζα». Διότι πολλοί ξένοι ενδιαφέρονται να αγοράσουν «φθηνό ακίνητο» στην Ελλάδα (σ.σ. ναι, λουκούμι παραμένουν οι τιμές ακινήτων στην Ελλάδα, ειδικά για τους Αμερικανούς και τους Βορειοευρωπαίους ενδιαφερόμενους) είτε για να στεγαστούν μετά τη συνταξιοδότηση είτε για να εξασφαλίσουν ένα πρόσθετο εισόδημα. Αυτό λοιπόν συμβαίνει στο σκέλος της ζήτησης. Από την άλλη, έχουμε την προσφορά. Χτίζονταν σπίτια κατά τη διάρκεια της 10ετούς οικονομικής κρίσης; Όχι, είναι η απάντηση. Έχει πατηθεί τώρα το γκάζι; Ναι, υπάρχει αύξηση στην οικοδομική δραστηριότητα συγκριτικά με τα πέτρινα χρόνια του 2013-2017, όταν οι επενδύσεις στην κατοικία έπεφταν και κάτω από το 1 δισ. ευρώ ετησίως. Όμως δεν έχουν πάρει φωτιά τα εργοτάξια. Δεν το επιτρέπει η εκτόξευση στις τιμές των οικοδομικών υλικών, που πιέζει το κατασκευαστικό κόστος προς τα πάνω, αλλά και τα υψηλά επιτόκια των στεγαστικών δανείων, που περιορίζουν τα περιθώρια χρηματοδότησης των υποψήφιων αγοραστών.
Πού βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα; Στο σημείο οι τιμές των ακινήτων να έχουν αυξηθεί περίπου κατά 70% σε σχέση με τα χαμηλά του 2017 και το ανοδικό ράλι να συνεχίζεται καθώς οι πληθωριστικοί λόγοι δεν έχουν εκλείψει. Οι έρευνες αναφέρουν έλλειψη περίπου 200.000 ακινήτων, η οποία με τον έναν ή το άλλο τρόπο θα πρέπει να καλυφθεί καθώς όσο η ζήτηση παραμένει ανικανοποίητη, η πίεση στο σύστημα δεν εκτονώνεται. Προφανώς, ένας τέτοιος αριθμός δεν μπορεί καλυφθεί από τη μια στιγμή στην άλλη, καθώς απαιτούνται πόροι πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Γι’ αυτό, η κυβέρνηση, όπως έγινε σαφές και από την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, επιλέγει ένα πολυεπίπεδο πρόγραμμα, το οποίο αποσκοπεί στη σταδιακή επίλυση. Το προεκλογικό 2027 δεν θα έχουν βρει σπίτι όσοι ψάχνουν αυτή τη στιγμή. Όμως, είναι πιθανό να έχει ικανοποιηθεί περίπου ο ένας στους τέσσερις, ενώ για τους υπόλοιπους τρεις, το ζητούμενο είναι να πειστούν ότι υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ.
Η 2η φάση του προγράμματος «Σπίτι μου» έρχεται να δώσει απάντηση σε ένα θεμελιώδες πρόβλημα: Ένα νοικοκυριό, για να αποπληρώσει ένα δάνειο 135.000 ευρώ σε 30 χρόνια, προκειμένου να αγοράσει ένα φθηνό για τα σημερινά δεδομένα ακίνητο της τάξεως των 150.000 ευρώ, εκτός από το αρχικό κεφάλαιο που θα πρέπει να βρει, θα πρέπει να αποπληρώνει και μια μηνιαία δόση της τάξεως των 693 ευρώ, καθώς το μέσο επιτόκιο δανεισμού στα στεγαστικά δάνεια είναι γύρω στο 4,5%. Θα πέσουν τα επιτόκια το επόμενο διάστημα; Μπορεί. Όμως δεν αναμένεται κάτι εντυπωσιακό. Έτσι, αν το εισόδημα του νοικοκυριού κινείται στο σημερινό μέσο επίπεδο (περίπου 2.000 ευρώ είναι τα καθαρά για δύο εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα), το δάνειο προσθέτει ένα μόνιμο βάρος, που αντιστοιχεί στο 35% του εισοδήματος, και αυτό για διάστημα 30 ετών. Η επιδότηση του 50% που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός κατεβάζει τη μηνιαία δόση στα 516 ευρώ και «απελευθερώνει» εισόδημα περίπου 177 ευρώ τον μήνα. Ισοδυναμεί ουσιαστικά με μια έμμεση αύξηση της τάξεως του 8%. Στόχος, να ωφεληθούν από το πρόγραμμα περίπου 15.000 με 20.000 νοικοκυριά. Περίπου ο ένας στους 10 από αυτούς που ψάχνουν σπίτι αυτή τη στιγμή.
Άλλες άμεσες παρεμβάσεις στο σκέλος της ζήτησης δεν μπορούν να υπάρξουν σε αυτή τη φάση. Μόνο οι πολιτικές ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος, κάτι που θα χρειαστεί χρόνο και κόπο, λόγω των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών περιορισμών. Αυξήσεις, όπως φάνηκε και από τις εξαγγελίες στη ΔΕΘ, θα γίνονται ανάλογα με τον πληθωρισμό και τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, ή ανάλογα και με τη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Θα είναι 2%, 3% ή 5% τον χρόνο, θα φανεί. Όμως κανείς δεν περιμένει ότι θα αλλάξουν δραματικά τα δεδομένα από τη μια στιγμή στην άλλη.
Στο σκέλος της προσφοράς, υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια. Επεκτείνεις το «πάγωμα» του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές και δίνεις μια σημαντική ανάσα. Βρίσκεις οικόπεδα του Δημοσίου και εγκαινιάζεις το πρόγραμμα της κοινωνικής αντιπαροχής σε μια προσπάθεια να επαναφέρεις τις δραστηριότητες του ΟΕΚ περίπου 15 χρόνια μετά την κατάργησή του (σ.σ. έμεινε η Ελλάδα λόγω μνημονίων να είναι από τις λίγες χώρες χωρίς θεσμό κοινωνικής κατοικίας και να ποια είναι σήμερα τα αποτελέσματα). Θεσπίζεις κίνητρα και αντικίνητρα για να ανοίξουν τα κλειστά ακίνητα, να ανακαινιστούν και να διατεθούν για μακροχρόνια μίσθωση. Βάζεις στην εξίσωση και κάποιους περιορισμούς για τη βραχυχρόνια μίσθωση. Θα αποδώσουν; Θα φανεί στην πράξη. Από τη μία έχουμε το «πάγωμα» των βραχυχρόνιων μισθώσεων σε τρία διαμερίσματα της Αθήνας, που είναι ένα τοπικού χαρακτήρα μέτρο, και από την άλλη έχουμε την αύξηση του τέλους στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, αλλά και ένα πολύ ισχυρό φορολογικό κίνητρο και για να διατεθούν κλειστά σπίτια για μακροχρόνια μίσθωση. Πόσα θα είναι αυτά; Πώς θα λειτουργήσει ο περιορισμός της τριετούς διάρκειας; Πώς θα διαμορφωθούν οι ισορροπίες όσον αφορά στις αποδόσεις; Όλα αυτά θα φανούν στην πράξη. Η ελπίδα στο οικονομικό επιτελείο είναι ότι τα άτοκα δάνεια για τις επισκευές, οι επιδοτήσεις έως 8.000 ευρώ για την ανακαίνιση κλειστών διαμερισμάτων που θα διατεθούν για μακροχρόνιες μισθώσεις, αλλά και η 3ετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων για όσους διαθέσουν τα κλειστά επί τρία χρόνια ακίνητα για μακροχρόνια μίσθωση, θα αυξήσουν την προσφορά κατά αρκετές δεκάδες χιλιάδες ακίνητα.