Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΤΟΥΡΚΙΑ: ΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ «ΣΕΙΣΜΟΙ» & ΕΝΟΨΕΙ ΕΚΛΟΓΩΝ

default image
Έναν ιστορικό κύκλο ήρθαν να κλείσουν οι σεισμοί του Φεβρουαρίου στην Τουρκία, φέρνοντας έτσι τη χώρα μπροστά στο μακροχρόνιο υπαρξιακό της δίλημμα: κράτος ή κοινωνία;

Στην ουσία, πρόκειται για ένα δίλημμα της Τουρκικής Δημοκρατίας από την ίδρυσή της, με την απάντηση να είναι, μέχρι σήμερα, πάντα υπέρ της υπερίσχυσης ενός κράτους που ελάχιστα σέβεται και σχεδόν καθόλου δεν αφουγκράζεται τους πολίτες του. Από τη μεριά τους, οι πολίτες είναι έτοιμοι να θυσιάσουν δικαιώματα και ελευθερίες, δικές τους αλλά κυρίως των άλλων, στον βωμό αυτού του κράτους που θεωρείται ιερό και που πρέπει να παραμείνει πανίσχυρο πάση θυσία.

Ο ιστορικός αυτός κύκλος, που έκλεισε με τους σεισμούς του Φεβρουαρίου, δεν άρχισε με τους σεισμούς του 1999, παρόλο που υπάρχουν πολλές ομοιότητες και παραλληλισμοί∙ άρχισε με τις διαδηλώσεις του Γκεζί, τον Μάιο και Ιούνιο του 2013, όταν, για πρώτη φορά στην Τουρκία, μια δυναμική από τα σπάργανα της κοινωνίας αποφάσισε να αψηφήσει όχι μόνο το κράτος, αλλά και τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους Τούρκους πολίτες. Διαχωριστικές γραμμές που παραδοσιακά διέπουν την τουρκική κοινωνία −κεμαλιστές και ισλαμιστές, δεξιοί και αριστεροί, Κούρδοι και Τούρκοι, ανάμεσα σε γενιές, κοινωνικές τάξεις, αλλά ακόμα και ανάμεσα σε φύλα και σεξουαλικές ταυτότητες− και τις οποίες όχι απλώς κατάφεραν να αψηφήσουν οι διαδηλώσεις στο Γκεζί, αλλά μέχρι ενός σημείου και να τις διαπεράσουν, αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια αυτής της υπέρβασης μέχρι σήμερα.

Το Γκεζί, που ξεκίνησε με την αντίσταση μιας μικρής ομάδας ακτιβιστών εναντίον της απόφασης να κοπούν δέντρα στο πάρκο του Γκεζί στο Τακσίμ και να προχωρήσει ένα πολεοδομικό σχέδιο που θα άλλαζε ριζικά τον χαρακτήρα του πάρκου, εξελίχθηκε γρήγορα και αναπάντεχα σε ένα κύμα αμφισβήτησης και αντίστασης απέναντι στον αυταρχισμό της εξουσίας. Πιο βαθιά όμως, το Γκεζί ήταν η αμφισβήτηση των διαχωριστικών γραμμών και της πόλωσης που η κάθε τουρκική κυβέρνηση, ως ύστατο πολιτικό εργαλείο του κράτους, με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετικές ιδεολογικές προσλαμβάνουσες, χρησιμοποιεί για να χειραφετεί τους πολίτες της.

Το Γκεζί κατάφερε να κάνει μια ιστορική υπέρβαση, έστω και για τις λίγες βδομάδες κατά τη διάρκεια των οποίων συντάραξε την Τουρκία∙ να φέρει κοντά κοινωνικές ομάδες που δεν είχαν ποτέ μέχρι τότε συναναστραφεί η μία την άλλη και, το πιο σημαντικό, να φέρει εντελώς διαφορετικές κοινωνικές ομάδες αντιμέτωπες με το κράτος, το οποίο παραδοσιακά θέλει να τις κρατά σε αντιπαλότητα και αντίθεση μεταξύ τους.

Το Γκεζί βέβαια δεν προέκυψε εν μια νυκτί, αλλά ήταν το αποτέλεσμα βαθιών κοινωνιολογικών αλλαγών που είχαν ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’80 επί Οζάλ, όταν οι ισλαμιστές απέκτησαν οικονομική ευμάρεια και εισήλθαν στις οικονομικές και επιχειρηματικές «μηχανές» της Τουρκίας. Δυναμική που επιταχύνθηκε τη δεκαετία του ’90 και μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1999, όταν το κράτος έδειξε τη βαθιά του αδυναμία – σε μια διαφορετική, ωστόσο, συγκυρία σε σχέση με τους σεισμούς του περασμένου Φεβρουαρίου, αλλά και την οικονομική κρίση του 2001, που κατέληξε στην αναπάντεχη, τότε, σαρωτική νίκη του ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) το 2002.

Μαζί με την πρόσβαση στην εξουσία που απέκτησαν οι ισλαμιστές, η εξουσία του ΑΚΡ τούς έδωσε την δυνατότητα να εξελιχθούν σε κοινωνικές ελίτ, να μετεξελιχθούν σε μια αστική μεσαία και ανώτερη τάξη, με όλα τα εξωτερικά σημάδια και τις συμπεριφορές.

Έτσι, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2013 στο Γκεζί η κυβέρνηση και ο Ταγίπ Ερντογάν βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια δυναμική που οι ίδιοι, άθελά τους, είχαν δημιουργήσει, και με μια κοινωνία της οποίας ένα σημαντικό μέρος είχε πια αποδεσμευθεί από τα πάγια δεσμά του κράτους και την πόλωση.

Το «πνεύμα του Γκεζί», όπως ονομάστηκε η δυναμική εκείνων των εβδομάδων που συντάραξαν την Τουρκία, συνέχισε να λειτουργεί υπόγεια μετά τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων, για να έρθει πάλι στην επιφάνεια, μεταλλαγμένο σε πολιτική δυναμική, με τις εκλογές του Ιουνίου του 2015, όταν το ΑΚΡ έχασε για πρώτη φορά την αυτοδυναμία του στην Εθνοσυνέλευση.

Στα αντανακλαστικά του κράτους σήμανε συναγερμός. Η διαδικασία επίλυσης του κουρδικού, την οποία είχε ξεκινήσει ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν, κατέρρευσε με την άτυπη συμφωνία του ΡΚΚ (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν), που δεν δίστασε να προσπαθήσει να φέρει τις συγκρούσεις στα αστικά κέντρα.

Στις επαναληπτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2015, μετά από ένα φονικό μπαράζ τρομοκρατικών επιθέσεων που τροφοδότησαν τον φόβο των πολιτών για χάος στη χώρα, το ΑΚΡ ξαναβγήκε νικητής, αλλά αυτή τη φορά συμμαχώντας με τους εθνικιστικές του ΜΗΡ (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης), την πολιτική αιχμή του δόρατος του κράτους στην Τουρκία.

Από τις εκλογές εκείνες, περνώντας από την απόπειρα του πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016, η κυβέρνηση και το κράτος θα ταυτιστούν απόλυτα και η Τουρκία θα βαδίσει στον δρόμο του αυταρχισμού και της συλλογικής μεγαλομανίας, την οποία τροφοδοτεί συστηματικά το αφήγημα της κυβέρνησης για μια «Τουρκία-παγκόσμια δύναμη».

Οι δύο εμβληματικές μορφές του Γκεζί, ο φιλάνθρωπος Οσμάν Καβαλά και ο μετριοπαθής Κούρδος πολιτικός Σελαχατίν Ντεμιρτάς, κλείστηκαν στις φυλακές, καταδεικνύοντας έτσι τον βαθύ φόβο του κράτους για μια κοινωνία στην οποία θα κυριαρχούν οι μετριοπαθείς και οι φιλελεύθεροι.

Ωστόσο, οι κοινωνικές δυναμικές δεν σταμάτησαν να επιδρούν και να φέρνουν κάθε μέρα ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας αντιμέτωπο με το κράτος.

Στις διάφορες υποκουλτούρες που ανθίζουν πια στην Τουρκία, από τη heavy metal και τη hip hop μέχρι το κίνημα ΛΟΑΤΚΙ και τον θρησκευτικό αγνωστικισμό, η κοινωνία συνέχισε να αντιστέκεται, με τους δικούς της πια τρόπους. Σε μια ύστατη προσπάθεια να τη χειραγωγήσει, ο Ταγίπ Ερντογάν στρατολόγησε το Ισλάμ, αλλά δεν κατάφερε παρά να φτιάξει ένα «πέπλο» ισλαμισμού κάτω από το οποίο το Ισλάμ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις βαθιές κοινωνικές και ανθρωπολογικές δυναμικές νεωτερισμού και εκκοσμίκευσης.

Η περίφημη «ευσεβής γενιά», που θέλησε να δημιουργήσει ο Τούρκος Πρόεδρος, μια νέα γενιά πιστή σε ένα Ισλάμ που θα λειτουργεί ως εργαλείο της εξουσίας και του κράτους, φαίνεται ότι απέτυχε. Σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις, πρώτο στις προτιμήσεις των νέων κάτω των 25 ετών έρχεται το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), ενώ αναλυτές και δημοσκόποι μιλούν για το φαινόμενο των «ανήσυχων συντηρητικών», των αστικοποιημένων ισλαμιστών που παίρνουν αποστάσεις από το ΑΚΡ και τον Ερντογάν – χωρίς ωστόσο ακόμη να έχουν βρει την εναλλακτική τους πολιτική εστία. Οι βαθιές αυτές κοινωνιολογικές αλλαγές δεν περιορίζονται ωστόσο στην κοινωνία, αλλά κατάφεραν να βρουν μια πολιτική έκφραση στην αντιπολίτευση.Ασαφής, διστακτική, χωρίς ακόμη την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση και σιγουριά, η αντιπολίτευση δείχνει πάντως για πρώτη φορά ότι έχει την δυνατότητα να αφουγκράζεται τις ανάγκες και τις προσδοκίες της κοινωνίας.

Το «πνεύμα του Γκεζί» έφερε στην εξουσία τους δημάρχους της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας το 2019, ενώ σήμερα στην Τουρκία αναλυτές και ακαδημαϊκοί μιλούν για «μετα-κεμαλισμό» στο CHP, «μετα-εθνικισμό» στο Καλό Κόμμα (ΙΥΙ) της Μεράλ Ακσενέρ, και για «μετα-ισλαμισμό» στα μικρά κόμματα Deva (Κόμμα της Δημοκρατίας και της Προόδου) του Αλί Μπαμπατζάν και Gelecek (Κόμμα του Μέλλοντος) του Αχμέτ Νταβούτογλου.

Οι προσπάθειες της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να υποτιμούνται. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκίας που έξι κόμματα, και μάλιστα από εντελώς διαφορετικούς ιδεολογικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς ορίζοντες, προσπαθούν να συνεννοηθούν πριν από `τις εκλογές. Η πορεία τους είναι ακόμη ασταθής και αβέβαιη, είναι όμως αξιόλογη, και εν δυνάμει ανατρεπτική. Οι προσπάθειες προσέγγισης των Κούρδων εκ μέρους του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και του CHP είναι ιστορικές, με τελευταίο αποκορύφωμα τις κοινές δηλώσεις του Κιλιτσντάρογλου και της συν-προέδρου του HDP (φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών) Περνίν Μπουλντάν στο Ντιγιάρμπακιρ λίγες μέρες μετά τους σεισμούς. Ο ρόλος των Κούρδων είναι, και θα είναι, καταλυτικός τόσο για τις εκλογές −καθώς αν τελικά πειστούν να μην κατεβάσουν δικό τους υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές, η τύχη του Ταγίπ Ερντογάν θα κριθεί από τον πρώτο γύρο− όσο και μετά, καθώς για τη μετάβαση στο κοινοβουλευτικό σύστημα η στήριξή τους είναι καθοριστικής σημασίας.

Μαζί με τις φονικές μετακινήσεις των γεωφυσικών τεκτονικών πλακών, οι σεισμοί του Φεβρουαρίου προκαλούν μεγάλες μετακινήσεις στις κοινωνικές αλλά και πολιτικές τεκτονικές πλάκες στην Τουρκία, συνεχίζοντας έτσι το «πνεύμα του Γκεζί». Το ευρέως σήμερα διαδεδομένο αίσθημα ότι δεν υπάρχει κράτος (devlet yok), τόσο ανάμεσα στους σεισμόπληκτους όσο και σε ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, αλλάζει τα δεδομένα και απειλεί να στερήσει από τον Ταγίπ Ερντογάν και το κράτος το ισχυρότερό τους εργαλείο: την κοινωνική πόλωση και τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους πολίτες.

Το βασικό αφήγημα που χωρίζει τους πολίτες ανάμεσα στους «αυθεντικούς Τούρκους», που σέβονται τις τουρκικές παραδόσεις και το μεγαλείο του κράτους, και τους «πουλημένους στη Δύση», που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη χώρα και τις αξίες της για την εξουσία, δέχθηκε ένα μεγάλο πλήγμα από τους σεισμούς, μετατρέποντας έτσι τις επερχόμενες εκλογές στις πιο καταλυτικές της σύγχρονης Τουρκίας, καθώς οι ψηφοφόροι θα κληθούν να αποφασίσουν αν θέλουν πια να μετατραπούν σε πραγματικούς πολίτες, υπερβαίνοντας τις διαχωριστικές γραμμές, ή αν θα επιμείνουν να παραμείνουν απλά ψηφοφόροι και έρμαια ενός κράτους και κυβερνήσεων που πολύ λίγο ασχολούνται με την ευημερία και τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους.

Ο Βαγγέλης Αρεταίος, δημοσιογράφος ειδικευμένος στην Τουρκία και την ευρύτερη περιοχή της – επιστημονικός συνεργάτης/non-resident research fellow στη Διπλωματική Ακαδημία του Παν/μίου Λευκωσίας και στο ΕΛΙΑΜΕΠ, συνεργάτης του Inside Story και της Real News – είχε τον περασμένο Αύγουστο το δυσάρεστο προνόμιο, για επισήμως διαπιστευμένο δημοσιογράφο και με πολλά χρόνια διαμονής στην Τουρκία, να απελαθεί και να του απαγορευθεί η επανείσοδος στην χώρα «για λόγους δημόσιας τάξης».

Η περιγραφή: «στο αεροδρόμιο [πτήση από Βρυξέλλες] με περίμενε η Αστυνομία, ακολούθησε πολύωρη διαδικασία με πολλές ερωτήσεις. Ήταν ευγενικοί, δεν υπήρξε ένταση ή βία. Λεπτομερείς ερωτήσεις σε ό,τι αφορά ταξίδια μου στο εσωτερικό της Τουρκίας και ιδίως σε κουρδικές περιοχές. Έπειτα από πολλές ώρες μου ανακοίνωσαν ότι θα απελαθώ – με έβαλαν στην πρώτη πτήση επιστροφής για Βρυξέλλες».
Είναι να διερωτάται κανείς, στο νέο κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά τους σεισμούς, ποια συνέχεια θα δοθεί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ