Ο ΧΕΝΡΙ ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ ΣΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΔΥΣΗ
- 30.11.23 14:47
Η διπλωματία της «πραγματικής πολιτικής» βασίζεται στην κατανόηση πως η επίτευξη μιας ισορροπίας δυνάμεων απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα όλων των μερών, αλλά όχι απαραίτητα τα συμφέροντα εκείνων που δεν έχουν εξουσία. Από το 1969 έως το 1977, ο Χένρι Κίσινγκερ έκανε πράξη όσα για χρόνια δίδασκε στα πανεπιστήμια.
Υπό τους προέδρους Νίξον και Φορντ, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, που πέθανε τα ξημερώματα της Πέμπτης σε ηλικία 100 ετών, υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους πιο ισχυρούς πολιτικούς παίκτες της εποχής του. Κάθε φράση «χρησμός» αναλυόταν διεξοδικά και τα ταξίδια του παρακολουθούνταν πάντοτε με μεγάλη προσοχή. Χάραξε έναν ρεαλιστικό οδικό χάρτη εξωτερικής τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τους συμμάχους τους που προσέβλεπαν στην Ουάσιγκτον στο αποκορύφωμα του ψυχρού πολέμου μεταξύ δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων.
Οι σπουδές του είχαν διακοπεί απότομα εν μέσω του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν κλήθηκε το 1943 να υπηρετήσει στον Αμερικανικό Στρατό. Συμμετείχε σε επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων σε αποστολή στο Κρέφελντ και Ανόβερο της Γερμανίας. Μετά τον πόλεμο έκανε μεταπτυχιακό και πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Χάρβαρντ το 1954. Η διατριβή του – πάνω στις διασκέψεις και τα συνέδρια που οδήγησαν στην σχεδίαση και κατοχύρωση του νέου διεθνούς συστήματος μετά την ήττα του Ναπολέοντα – προκάλεσε μεγάλη εντύπωση καθώς εκείνη την εποχή (απόγειο του Ψυχρού Πολέμου) όλοι σχεδόν οι Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες ασχολούνταν με θέματα όπως ο κομμουνισμός, τα πυρηνικά όπλα, οι τεχνικές ανταρτοπολέμου. Με το βιβλίο του «Nuclear Weapons and Foreign Policy» το 1957 αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως αξιόπιστος στοχαστής της διεθνούς σκακιέρας. Παράλληλα με την ακαδημαϊκή καριέρα στο Χάρβαρντ, συμμετείχε σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες και επιτροπές που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.
ΧΕΝΡΙ ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Ο ΔΙΠΛΩΜΑΤΗΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΟΝ Γ’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Ο Αμερικανός αμφιλεγόμενος διπλωμάτης και πολιτικός Χένρι Κίσινγκερ έφυγε τα ξημερώματα της Πέμπτης από τη…
Αναλαμβάνοντας καθήκοντα κλήθηκε να διαχειριστεί ένα γεωπολιτικό «πολύεδρο του Ρούμπικ»: τον πόλεμο του Βιετνάμ και τον απρόβλεπτο Μάο Τσετούνγκ στην Κίνα, τον ψυχρό πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση και τη διελκυστίνδα του πετρελαίου στη Μέση Ανατολή. Το 1973 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης, βραβείο που μοιράστηκε μαζί με τον Λε Ντουκ Θο, τον Βορειοβιετναμέζο ομόλογό του. Αρκετοί έσπευσαν τότε να σχολιάσουν πως η ακαδημία είχε βιαστεί, καθώς οι εχθροπραξίες δεν έληξαν πριν την πτώση της Σαϊγκόν το 1975.
Οι συμφωνίες με τη Σοβιετική Ένωση για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων ήταν εξαιρετικά σημαντικές και οι ελιγμοί του μετά τον σύντομο πόλεμο του Γιομ Κιπούρ μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου, το 1973, αξιολογούνται πλέον ως μία επίδειξη διπλωματικής δεινότητας: αποκαθιστώντας τις διπλωματικές σχέσεις των ΗΠΑ με το Κάιρο, συνέθεσε το καλύτερο πρελούδιο για τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ με το Ισραήλ που διαπραγματεύτηκε ο τότε πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ. «Η απουσία εναλλακτικών λύσεων καθαρίζει θαυμάσια το μυαλό», συνήθιζε να λέει.
«Αυτό που θα πρέπει να συμβεί ούτως ή άλλως στο τέλος, ας συμβεί αμέσως»
Εκπρόσωπος της σχολής των ρεαλιστών, είχε την τάση να βλέπει απλά πιόνια στη σκακιέρα του ψυχρού πολέμου. Υπήρξε αναμφισβήτητα η σκιά πίσω από το βίαιο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Χιλή το 1973, το οποίο προκλήθηκε υπό τον φόβο πως η κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε συνωμοτούσε για τη δημιουργία ενός σοβιετικού προγεφυρώματος στη Νότια Αμερική. Ούτε προσπάθησε να αποτρέψει τη χούντα της Αργεντινής από το να καταστείλει ανελέητα τους αντιπάλους της.
«Αν δεν ξέρεις πού πηγαίνεις, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο πουθενά»
Δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αντίθεση στο καθεστώς απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική και ευνόησε το Πακιστάν έναντι της Ινδίας στον απελευθερωτικό πόλεμο του 1971 στο Μπαγκλαντές, παρά τις αποδείξεις των δικών του διπλωματών για γενοκτονία.
Το modus operandi του Κίσινγκερ έχει επανειλημμένα απασχολήσει. «Μια εγγενής αντίφαση είναι ότι αποζητούσε τη δημοσιότητα αλλά προτιμούσε να διεξάγει το μεγαλύτερο μέρος της διπλωματίας του μυστικά – και όχι μόνο με τρίτες χώρες αλλά και για τη διαμόρφωση της πολιτικής στο εσωτερικό της κυβέρνησης των ΗΠΑ» σχολιάζουν οι Financial Times. Ο ίδιος είχε διατάξει να παρακολουθούνται παράνομα – χωρίς δικαστικό ένταλμα – τα τηλέφωνα στα σπίτια δημοσιογράφων αλλά και μελών του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Κυνικός ως προς την κατάχρηση της εξουσίας, κάποτε είχε επιχειρήσει να αστειευτεί: «Η παρανομία γίνεται αμέσως. Για κάτι αντισυνταγματικό όμως, χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο».
Σε μεταγενέστερη συνέντευξη που είχε δώσε στην Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι, χαρακτήριζε τον εαυτό του«καουμπόη». Ο Νίξον φέρεται να είχε εξοργιστεί από την στάση του και φημολογείται πως δεν του μίλησε για εβδομάδες.
Το σκάνδαλο του Watergate ήταν η αρχή του τέλους. Ο Νίξον παραιτήθηκε αλλά ούτε Κίσινγκερ είχε «λευκό μητρώο» στο πεδίο των υποκλοπών. Ο Κίσινγκερ παρέμεινε ως υπουργός Εξωτερικών υπό τον Φορντ που διαδέχθηκε τον Νίξον, αλλά όταν ο Φορντ έχασε τις εκλογές από τον Κάρτερ το 1976, το κλίμα είχε πλέον αλλάξει. Ο Κάρτερ ήθελε μια ηθική εξωτερική πολιτική και νέους συμβούλους.
Ακόμα και μετά την αποχώρησή του από την κυβέρνηση, συνέχισε να απασχολεί τη διεθνή πολιτική σκηνή. Το 1982 ίδρυσε την Kissinger Associates, μια εταιρεία συμβούλων με πελάτες αμερικανικές και άλλες πολυεθνικές εταιρείες. Το πελατολόγιό του δεν δόθηκε ποτέ επίσημα στη δημοσιότητα.