ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΠΩΘΗΜΕΝΟΥ
- 15.11.24 10:53
Σε περίπου δύο μήνες από τώρα, ο Ντόναλντ Τραμπ θα αναλάβει και επίσημα καθήκοντα στον Λευκό Οίκο ως 47ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε αναμφίβολα μια δυσάρεστη έκπληξη, αν όχι ένα μεγάλο σοκ, για πολλούς στη Δύση. Οι δημοσκοπήσεις άλλωστε έδειχναν μια αμφίρροπη μάχη, ψήφο με ψήφο, πολιτεία με πολιτεία. Διαψεύστηκαν. Όπως διαψεύσθηκαν και εκείνοι που υποστήριζαν ότι η κατάληψη του προεδρικού θώκου από τον Τραμπ το 2016 αποτελούσε μια ατυχή παρένθεση στην αμερικανική πολιτική ιστορία, προορισμένη να χαθεί στη λήθη ανεπιστρεπτί.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο θεμελιωτής της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ εισήγαγε έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα όρο για να περιγράψει τη λειτουργία και τις μελλοντικές επιπτώσεις ενός ανοιχτού ψυχικού τραύματος: «επιστροφή του απωθημένου». Ένα παρελθόν που δεν έχει δουλευτεί και αφομοιωθεί, υποστήριζε ο Φρόιντ, τείνει να επαναλαμβάνεται και να επανεμφανίζεται − ειδικότερα, με τη μορφή συμπτωμάτων όχι μόνο στα όνειρα, αλλά και στις λεγόμενες φροϋδικές ολισθήσεις, καθώς και σε μια σειρά από άλλες διεργασίες.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ, ΤΟΥ 47ΟΥ
Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου, Χαράλαμπος…
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το φαινόμενο Τραμπ αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Υποτιμήθηκε ως ανοησία, λοιδορήθηκε ως γραφικότητα, θεωρήθηκε ότι η ποινική του αντιμετώπιση θα επιφέρει οιονεί αυτόματα και την πολιτική του απονομιμοποίηση. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ με τη σοβαρότητα που θα αναλογούσε στους κινδύνους που εγκυμονεί· στη ρίζα του, μέσα από την ανάδειξη και την αντιμετώπιση των βαθύτερων κοινωνικών διεργασιών που ελάμβαναν χώρα στην αμερικανική κοινωνία και των οποίων ο ίδιος αποτελούσε την έκφραση. Δεν κατεβλήθη καμία συνεκτική προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα αυτού που στο προηγούμενο τεύχος της Οικονομικής Επιθεώρησης αποκαλέσαμε, κάπως προκλητικά, Διχασμένες Πολιτείες Αμερικής, το ρήγμα ανάμεσα στις δύο (!) Αμερικές, ανάμεσα στις πόλεις και την περιφέρεια, στους προνομιούχους και τους παραγκωνισμένους της παγκοσμιοποίησης, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να καταστούν έρμαιο μιας χαρισματικής εθνολαϊκιστικής προσωπικότητας. Όπως συχνά συμβαίνει με αυτά τα πράγματα, πίσω από κάθε μεγάλη νίκη βρίσκεται μια μεγάλη ήττα.
Και τώρα, λοιπόν, τι ακολουθεί; Σε αρκετές από τις σελίδες του ανά χείρας τεύχους, η Οικονομική Επιθεώρηση επιχειρεί να περιγράψει τις προσδοκώμενες συνέπειες της επανεκλογής Τραμπ στην αμερικανική, αλλά και την παγκόσμια οικονομία, στην εξωτερική πολιτική και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς, στους θεσμούς και την αυτοεικόνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στη δημοκρατική πρόοδο και τα δικαιώματα. Η εκπεφρασμένη πολιτική βούληση επιβολής δασμών, που μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει σε μια σειρά από εμπορικούς πολέμους και στην υπονόμευση του πολυμερούς διεθνούς συστήματος, η πιθανολόγηση ότι τα προετοιμαζόμενα σχέδια ειρήνευσης στην Ουκρανία προϋποθέτουν την εκχώρηση σημαντικών εδαφών στους επιτιθέμενους, η πεποίθηση του νέου προέδρου ότι οι ΗΠΑ πρέπει να μειώσουν τον ρόλο τους στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και ότι μια πιθανή διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς πρέπει να παγώσει, η αίσθηση ότι οι αμερικανικές πιέσεις στο Ισραήλ για τερματισμό του πολέμου στη Γάζα θα υποχωρήσουν με τη νέα διοίκηση και, βεβαίως, η αναμενόμενη υπαναχώρηση από τις δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα, δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Οι οιωνοί σαφώς και δεν είναι καλοί.
Στα παραπάνω, θα πρέπει βεβαίως να προσθέσει κανείς τον κίνδυνο της διάβρωσης των θεσμών από μια ηγεσία που σταθερά περιφρονεί τους παραδεδεγμένους κανόνες των δημοκρατικών διαδικασιών και την ανάγκη αποφυγής της διαπλοκής της πολιτικής με την οικονομική εξουσία και την επιχειρηματική ελίτ. Αν στην πρώτη θητεία το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο, τα θεσμικά αντίβαρα, αλλά κυρίως η απειρία του τότε νέου προέδρου, αποτέλεσαν τροχοπέδη σε πολλά αλλοπρόσαλλα σχέδια, τα πράγματα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικά. Έχοντας πλέον τον έλεγχο του Κογκρέσου, ίσως και της Βουλής των Αντιπροσώπων, και του Ανώτατου Δικαστηρίου, και περιστοιχιζόμενος από το δικό του πλέον σύστημα, από ανθρώπους που έχει επιλέξει με κριτήριο την πίστη και την πλήρη αφοσίωση στο πρόσωπό του, ο νέος πρόεδρος θα έχει τα χέρια του λυμένα. Μια πρώτη αίσθηση των προθέσεων αναμένεται να δώσει ο διορισμός του νέου υπουργού Δικαιοσύνης, ιδίως υπό το πρίσμα των προεκλογικών εξαγγελιών περί διώξεων των πολιτικών αντιπάλων, καθώς και η ιεράρχηση που θα καταλάβει τελικά στην τραμπική ατζέντα το ζήτημα της μεταρρύθμισης της γραφειοκρατίας, ένα θέμα που είχε θέσει ο Τραμπ στο τέλος της προηγούμενης θητείας του και για το οποίο πιέζουν συντηρητικές δεξαμενές σκέψης και ομάδες συμφερόντων εδώ και καιρό. Η μεταρρύθμιση αυτή, που θα επιτρέψει μεγαλύτερο πολιτικό έλεγχο στις αποφάσεις των διοικητικών υπηρεσιών, αποτελεί άλλωστε μέρος του περίφημου «Σχεδίου 2025».
ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΝΕΟ ΚΟΣΜΟ, ΕΙΤΕ ΑΡΕΣΕΙ ΕΙΤΕ ΔΕΝ ΑΡΕΣΕΙ, ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΜΟΜΕΝΩΝ ΗΜΩΝ, ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ ΝΑ «ΧΟΡΕΨΟΥΝ», ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΟΚΥΨΟΥΝ, ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΥΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΟΥΝ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥΣ.
Υπάρχει βεβαίως και η άλλη άποψη, εκείνη που υποστηρίζει ότι πρόκειται μάλλον για λόγια του αέρα και όχι για πραγματικές στοχοθεσίες του νέου προέδρου. Ο Τραμπ όχι μόνο δεν πρόκειται να κάνει όσα υποσχέθηκε, αλλά σε μια σειρά από ζητήματα που βρίσκονται σε τέλμα, από την αμερικανική οικονομία μέχρι την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, θα τα πάει και καλύτερα. Oι δασμοί θα τονώσουν τη ζήτηση για τα αμερικανικά προϊόντα, η πυγμή και η αποφασιστικότητά του θα αποθαρρύνουν τον Ρώσο πρόεδρο, που είχε συνηθίσει και εκμεταλλευόταν, υποτίθεται, την πιο μετριοπαθή προσέγγιση του Μπάιντεν, και η ικανότητα του Τραμπ να πετυχαίνει συμφωνίες όπως εκείνες του Αβραάμ θα συμβάλει καθοριστικά στην επίλυση της κρίσης στη Μέση Ανατολή. Ο νέος πρόεδρος ξανακυβέρνησε, άλλωστε, και ο κόσμος βρίσκεται ακόμη στη θέση του, όπως υποστηρίζουν. Πράγματι, το προφανές αυτό συμπέρασμα μπορεί να ισχύει. Τέτοιου είδους διακηρύξεις, ωστόσο, δεν μας επιτρέπουν να δούμε με καθαρότητα το χωροχρονικό μας στίγμα. Βρισκόμαστε −και θα βρισκόμαστε τα επόμενα πέντε χρόνια− σε έναν εντελώς διαφορετικό πλανήτη από αυτόν που ξέραμε, με άλλες διατέμνουσες, άλλες προτεραιότητες, άλλα διακυβεύματα. Υπό αυτή την έννοια, οι υπεραπλουστεύσεις είναι μάλλον άχρηστες, διότι οι λύσεις στα μεγάλα προβλήματα, έτσι όπως τα ξέραμε, θα αποκτήσουν έναν επιπρόσθετο βαθμό δυσκολίας.
Σε αυτόν τον νέο κόσμο, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, οι χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβαμομένων ημών, θα χρειαστεί να «χορέψουν», να ακολουθήσουν τις εξελίξεις που θα προκύψουν, να προσαρμοστούν και αναπροσδιορίσουν τη στρατηγική τους. Και να το κάνουν έχοντας ως κριτήριο τη διαφύλαξη των συμφερόντων τους − και όχι μόνο την (υποτιθέμενη) ιδεολογία τους. Και ένα τελευταίο σημείο: Η εκλογή Τραμπ φαίνεται να επιβεβαιώνει μια γενικότερη τάση, που έγκειται στην ανάδειξη του εθνολαϊκισμού ως κυρίαρχης εκδοχής του σύγχρονου συντηρητισμού. Αυτό που μένει να φανεί είναι εάν «τα παιδιά του Τραμπ» θα πάρουν και στα καθ’ ημάς, ευρωπαϊκά και εθνικά, κάποια στιγμή το πάνω χέρι…