Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ
- 07.02.25 13:51

Χρειάζεται να οπλισθεί κανείς με πολλές αντοχές, να αντλήσει από βαθύτερες πηγές για να αντιμετωπίσει ψύχραιμα όσα διαδραματίζονται γύρω μας. Εδώ κοντά, στην Ελλάδα του 2025. Αλλά και στον μεγάλο έξω κόσμο.
Αν υπάρχει μια λέξη που θα μπορούσε να συμπυκνώσει τα διακυβεύματα της εποχής που ζούμε, από τη γενικευμένη επίθεση ενάντια σε κάθε ρυθμιστικό πλαίσιο, την υπονόμευση του διεθνούς δικαίου και της πολυμερούς συνεργασίας, μέχρι τις συζητήσεις για τις νέες «τεχνο-ολιγαρχίες» (ή «αδελφο-ολιγαρχίες» σύμφωνα με μια πρόχειρη μετάφραση του νεοεισαχθέντος όρου bro-oligarchy), αυτή θα ήταν ο θεσμός − ή, πιο σωστά, οι θεσμοί στον πληθυντικό. Όπως είναι γνωστό, ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα τίθημι και προσδιορίζει αυτό που έχει τεθεί από το άνθρωπο, αυτό που έχει παραχθεί ως αποτέλεσμα μιας κοινωνικής διεργασίας, αποτελώντας δείγμα ενός πνευματικού πολιτισμού, o οποίος υπερβαίνει το καθεστώς της φύσης, όπου τα πράγματα είναι κατά βάση δοσμένα και δεδομένα.
Στην ιστορία της πολιτειολογίας και της πολιτικής θεωρίας, η εν λόγω έννοια βρίσκεται διαχρονικά στο επίκεντρο μιας σφοδρής αντιπαράθεσης: από τη μια πλευρά, συναντάμε τη συντηρητική ανάγνωση, που αντιλαμβάνεται τον θεσμό ως έναν μηχανισμό ιζηματοποίησης μιας επικρατούσας πρακτικής, και άρα ως τρόπο οχύρωσης και αναπαραγωγής αποκλεισμών. Και από την άλλη, την πιο προοδευτική ματιά, που τον προσεγγίζει ως μια διαδικασία συνεχούς ανάρρησης νοήματος και ενεργοποίησης δυνατοτήτων, ως εργαλείο που επιτρέπει την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της συμπερίληψης.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΡΗΓΜΑΤΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΡΩΓΜΕΣ
Η προσδοκία της σταθερότητας και της προόδου, μια ουτοπία που συνόδευσε σχεδόν όλες τις μεγάλες…
Οι δύο αυτές οπτικές επανήλθαν προσφάτως στο προσκήνιο μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Οικονομικών στην τριάδα των επιφανέστερων σήμερα εκπροσώπων των θεσμικών οικονομικών. Το ευρέως γνωστό σήμερα επιχείρημα του Ατζέμογλου και της παρέας του είναι ότι η ευημερία και η πρόοδος των λαών σχετίζεται ευθέως με την ποιότητα των θεσμών τους. Εκεί όπου οι θεσμοί είναι εμπεριληπτικοί, επιτρέπουν δηλαδή την ανάπτυξη του υγιούς οικονομικού ανταγωνισμού και τη συμμετοχή των πολλών στα κέρδη και τις αποφάσεις, τα κράτη προοδεύουν. Εκεί όπου κυριαρχούν οι αρπακτικοί θεσμοί, εκεί όπου το γενικό καλό, το κράτος δικαίου, η συμμετοχή στον πλούτο και η λαϊκή νομιμοποίηση εκλείπουν, οι ορίζοντες αισιοδοξίας στενεύουν.
Περίπου 45 χρόνια πριν, σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, και από μια εντελώς διαφορετική αφετηρία, ένας άλλος σημαντικός θεωρητικός, ο Γάλλος φιλόσοφος Κλωντ Λεφόρ, διατύπωνε μια, κατά τη γνώμη μου, ακόμη πιο ενδιαφέρουσα θέση. Αυτό που ουσιαστικά κάνουν οι δημοκρατικοί θεσμοί, όταν πράγματι επιτελούν τη λειτουργία τους, είναι η διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης συμβολικής θέσμισης του κοινωνικού. Ειδικότερα, εκκενώνουν συμβολικά τον τόπο της εξουσίας, εμποδίζοντας εκείνον που κατέχει σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή τα ηνία της διακυβέρνησης να ταυτιστεί με την απόλυτη αυθεντία, την απόλυτη αλήθεια ή την ακράδαντη βεβαιότητα, που αντιπροσώπευε κάποτε ο θεόσταλτος μονάρχης. Οι εκλογές, η διάκριση των εξουσιών/λειτουργιών, η ύπαρξη της λεγόμενης τέταρτης εξουσίας, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν ακριβώς μηχανισμούς που συμβάλλουν σε αυτή τη διάκριση του τόπου της εξουσίας από τους εξ ορισμού –αυτή είναι η επιταγή της δημοκρατίας!− προσωρινούς ενοίκους της, υπενθυμίζοντας την αδυναμία πλήρους κατάληψής του.
Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα, προτού το φαινόμενο γίνει à la mode ελέω Τραμπ, οι θεσμοί δεν ήταν ποτέ το δυνατό μας σημείο. Την τελευταία περίοδο, ωστόσο, εξαιτίας των δύο μεγάλων υποθέσεων που επικρέμανται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πάνω από την πολιτική ζωή της χώρας, την τραγωδία των Τεμπών και την υπόθεση των υποκλοπών, το συμβολικό αποτέλεσμα που θα έπρεπε να παραγάγουν έχει βραχυκυκλωθεί. Οι υποθέσεις αυτές αναδείχθηκαν όχι επειδή λειτούργησαν καλά και γρήγορα οι θεσμοί, τα checks and balances, οι εξεταστικές επιτροπές, οι προανακριτικές και δικαστικές διαδικασίες, ο δημοσιογραφικός έλεγχος της εξουσίας και ούτω καθεξής⋅ αλλά παρά το ότι, όπως φαίνεται, δεν το έκαναν. Αναδείχθηκαν κυρίως διότι μεμονωμένα πρόσωπα ανέλαβαν το δυσβάσταχτό βάρος να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και υπό το κράτος σημαντικών πιέσεων να ελέγξουν αν «το απίθανο σενάριο μπορεί να είναι πιθανό».
ΕΑΝ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΔΕΝ ΓΙΑΤΡΕΥΘΕΙ ΤΑΧΙΣΤΑ ΜΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΤΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ, ΕΚΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΟ ΑΥΤΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΡΙΧΝΟΥΝ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗ ΣΚΙΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΖΩΗ, ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΣΕΝΑΡΙΑ ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΟΥΝ ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΔΥΣΟΙΩΝΑ
Είναι δε ακριβώς αυτό το γεγονός που έσπειρε την ιδέα (βάσιμη ή αβάσιμη, αυτό εν προκειμένω μένει να αποδειχθεί) μιας μιας απόπειρας συγκάλυψης. «Η ιδέα», έλεγε ο πρωταγωνιστής μιας από τις πιο πνευματώδεις και επιτυχημένες ταινίες επιστημονικής φαντασίας της περασμένης δεκαετίας, «είναι σαν ένας ιός. Ανθεκτική, μεταδοτική, ενώ ακόμη και ο μικρότερος σπόρος της μπορεί να μεγαλώσει. Μπορεί να μεγαλώσει για να σε καθορίσει ή για να σε καταστρέψει». Εάν η κοινωνική δυσπιστία προς τους θεσμούς δεν γιατρευθεί τάχιστα με συγκεκριμένες πράξεις και απτές αλλαγές, εκκινώντας από τις δύο αυτές υποθέσεις που συνεχίζουν να ρίχνουν δυσάρεστη σκιά στη δημόσια ζωή, και τα δύο παραπάνω σενάρια θα αποδειχθούν πολύ σύντομα εξαιρετικά δυσοίωνα⋅ όχι μόνο για την κυβέρνηση (αυτό είναι εντέλει δευτερεύον), αλλά κυρίως για την ίδια τη δημοκρατία. Αρκεί κανείς να ρίξει μια προσεκτική ματιά στα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων για να το συνειδητοποιήσει…