Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ − ΝΕΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΜΕ ΠΑΛΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Η Γερμανία μετά τις εκλογές − Νέα κυβέρνηση με παλιά προβλήματα
Φωτ. Sean Gallup/Getty Images
Η μεταπολεμική Γερμανία κινήθηκε ανάμεσα σε δύο άξονες για να διασφαλίσει την ευημερία και την ασφάλειά της: τη φθηνή ρωσική ενέργεια για την οικονομία της και την αμερικανική προστασία για την άμυνά της. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στο κέντρο της Ευρώπης ανέτρεψε ριζικά και τα δύο αυτά δεδομένα.

Η κυβέρνηση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς διαλύθηκε την ημέρα που ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδιζε τις εκλογές στις ΗΠΑ. Η επόμενη γερμανική κυβέρνηση αναλαμβάνει τη στιγμή που ο Τραμπ επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές προϊόντων από την Ευρώπη, την παραγκωνίζει επιδεικτικά στη διαπραγμάτευση για το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, και σπάει τους πολιτικούς και ιδεολογικούς δεσμούς που ενώνουν τις δύο πλευρές του Ατλαντικού από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα. 

Πώς φτάσαμε στις εκλογές 

Μεσολάβησαν οι πρόωρες εκλογές στη Γερμανία, σε μία συγκυρία που η οικονομία της Γερμανίας μπορεί να διατηρεί τη θέση της τρίτης ισχυρότερης οικονομίας στον πλανήτη, αλλά παραμένει σε στασιμότητα επί δύο χρόνια, χωρίς προοπτική άμεσης βελτίωσης. Οι προκλήσεις του οικολογικού μετασχηματισμού είναι επί τάπητος, μολονότι δεν εθίγησαν καν στον προεκλογικό αγώνα. Αντίθετα, κυριάρχησε, η αντιπαράθεση για το μεταναστευτικό και την εσωτερική ασφάλεια, μετά τις τρεις φονικές επιθέσεις σε Μεκεμβούργο, Ασάφενμπουργκ, Μόναχο στον τελευταίο ενάμιση μήνα πριν από τις εκλογές με δράστες στις δύο τελευταίες πρόσφυγες από τη Συρία και το Αφγανιστάν. Το αποτέλεσμα ήταν μία δεξιά στροφή του εκλογικού σώματος με νικητή των εκλογών τον χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς που θα είναι ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, αλλά θριαμβευτή την εξτρεμιστική ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).   

Οι πρόωρες εκλογές επιβλήθηκαν από τη διάλυση της πρώτης, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, τρικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-Φιλελευθέρων ένα χρόνο πριν από την ολοκλήρωση της τετραετίας του. Ένας ετερόκλητος ιδεολογικά συνασπισμός με καγκελάριο τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς σε ρόλο μόνιμου πυροσβέστη ανάμεσα στον «πράσινο» Ρόμπερτ Χάμπεκ και τον φιλελεύθερο Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) δεν άντεξε μέχρι τέλους το βάρος των προκλήσεων που κλήθηκε να αντιμετωπίσει με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον συνεχιζόμενο μέχρι σήμερα πόλεμο στο κέντρο της Ευρώπης.  

Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας έγιναν εκλογές με τέσσερις διεκδικητές της Καγκελαρίας: τον νυν καγκελάριο, υποψήφιο του SPD, Όλαφ Σολτς, τον υποψήφιο της Χριστιανικής Ένωσης, Φρίντριχ Μερτς, τον «πράσινο» Ρόμπερτ Χάμπεκ, και την υποψήφια του AfD Άλις Βάιντελ. Η ύπαρξη υποψηφίων πέραν των δύο παραδοσιακών μεγάλων μπλοκ Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών αποτυπώνει και σ’ αυτό το επίπεδο τη ρευστότητα στον πολιτικό χάρτη της Γερμανίας που είχε ξεκινήσει από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. 

ΟΙ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ, Η ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ CDU/CSU ΚΑΙ Η ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ SPD, ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΜΕ ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΑ 80% ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ, ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΑΝ ΚΑΝ ΤΟ 50%, ΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΟ 44,9%. ΝΕΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΚΡΟΔΕΞΙΟ AFD ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΗΣ ΣΑΡΑ ΒΑΓΚΕΝΚΝΕΧΤ SWP, ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΡΟΛΟ ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΥΜΑ ΕΘΝΙΚΟ-ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΛΩΝΕΙ ΤΗ ΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ.

Βασικά χαρακτηριστικά της είναι η δραστική συρρίκνωση των βασικών πρωταγωνιστών και η εμφάνιση νέων παικτών στον κομματικό χάρτη. Οι δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις, η συντηρητική Χριστιανική Ένωση CDU/CSU και η κεντροαριστερή Σοσιαλδημοκρατία SPD, που κυριαρχούσαν στην πολιτική ζωή της Γερμανίας με ποσοστά αθροιστικά 80% και πλέον, στις τελευταίες εκλογές δεν έφτασαν καν το 50%, έμειναν στο 44,9%. Νέοι κομματικοί σχηματισμοί, όπως το ακροδεξιό AfD και το κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτ SWP, διεκδικούν λόγο και ρόλο εκφράζοντας το κύμα εθνικο-λαϊκισμού που αλώνει τη μία μετά την άλλη χώρα της Ευρώπης. 

To μοντέλο του «μεγάλου συνασπισμού», η κυβερνητική συνεργασία των δύο μεγάλων παρατάξεων CDU/CSU και SPD, ήταν απευκταία λύση ανάγκης, αλλά έγινε ο κανόνας. Στις πέντε κυβερνήσεις της τελευταίας 20ετίας, από το 2005, οι τρεις κυβερνήσεις ήταν «μεγάλος συνασπισμός» ανάμεσα σε CDU/CSU και SPD, μία κυβέρνηση CDU/CSU και Φιλελευθέρων FDP και ένας τρικομματικός συνασπισμός SPD-Πρασίνων-FDP που διαλύθηκε πρόωρα. Η επόμενη κυβέρνηση θα είναι ξανά ένας κατ’ ευφημισμόν πλέον «μεγάλος συνασπισμός». Το CDU/CSU μολονότι ανέβηκε στο 28,8% (+4,4%) έμεινε κάτω από τον στόχο του 30%. Το SPD με το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό 16,8% (-9,3%) έμεινε στην τρίτη θέση, πίσω από το ακροδεξιό AfD που διπλασίασε το ποσοστό του στο 20,5%. 

Νέο Zeitgeist 

Οι Πράσινοι με 11,6% (-3,1%) είχαν τις μικρότερες απώλειες σε σχέση με τα άλλα δύο κόμματα της κυβέρνησης Σολτς, ωστόσο μένουν και πάλι εκτός κυβέρνησης. Το κόμμα των Οικολόγων, που είχε στις προηγούμενες εκλογές του 2021 τον ούριο άνεμο των κινητοποιήσεων για το κλίμα, βρέθηκε αντιμέτωπο με το νέο «πνεύμα της εποχής» (Zeitgeist), τη συντηρητική στροφή στα θέματα της μετανάστευσης και της εσωτερικής ασφάλειας. Αυτό ευνοεί κατεξοχήν το ακροδεξιό AfD, το οποίο στήριξαν παρεμβαίνοντας ωμά στον προεκλογικό αγώνα οι κύριοι εκφραστές του από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, ο δισεκατομμυριούχος συνεργάτης του Αμερικανού προέδρου Ίλον Μασκ και ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς με την ιδεολογική και πολιτική επίθεση κατά των δημοκρατιών της Ευρώπης στο Μόναχο στη Διάσκεψη Ασφάλειας μία εβδομάδα πριν από τις γερμανικές εκλογές.  

Συστημική διάσταση έχει η πτώση των Φιλελευθέρων FDP στο 4,3% (-7,1%), που τους αφήνει έξω από την Ομοσπονδιακή Βουλή. Ο Κρίστιαν Λίντνερ και η ηγεσία του κόμματος, βλέποντας τα ποσοστά τους στις δημοσκοπήσεις να υποχωρούν συνεχώς, προτίμησαν να αυτοκτονήσουν από τον φόβο ότι θα πεθάνουν εγκλωβισμένοι σε έναν κεντροαριστερό συνασπισμό. Ο 46χρονος Κρίστιαν Λίντνερ περιόρισε το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα του FDP στην υπεράσπιση του «φρένου χρέους», που ήταν πολύ λίγο για να διασώσει εκλογικά το κόμμα. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΣΕ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ

Η συμφωνία «αστραπή» και η μετάβαση από το επίπεδο της πολιτικής σε εκείνο της μέσης…

Ο Λίντνερ αποχώρησε οριστικά από την πολιτική σκηνή, αλλά το γεγονός ότι οι επιλογές νέου ηγέτη είναι ανάμεσα στους αρκετά μεγαλύτερους σε ηλικίας υποψήφιους, την 66χρονη Μαρί-Άγκνες Στρακ-Τσίμερμαν και τον 73χρονο Βόλφγκανγκ Κουμπίκι, πιστοποιεί ότι οι Φιλελεύθεροι έχουν παρελθόν αλλά δεν έχουν μέλλον. Ήταν το κόμμα-μπαλαντέρ για την ανάδειξη καγκελάριου της Γερμανίας. Οι αλλαγές καγκελαρίου μεταπολεμικά γίνονταν μόνον όταν οι Φιλελεύθεροι άλλαζαν στρατόπεδο, από τους Χριστιανοδημοκράτες στους Σοσιαλδημοκράτες και τούμπαλιν. Στο βασικό, υπαρξιακό ερώτημα «Ποιος και γιατί χρειάζεται σήμερα το FDP;» η απάντηση είναι: «Κανείς».  

Συστημική διάσταση έχει και η παγίωση της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» AfD ως βασικού παράγοντα στον κομματικό χάρτη της χώρας. Το κόμμα που ξεκίνησε το 2013 κατά των προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας και αντρώθηκε με την προσφυγική κρίση του 2015-16, θέλει να υπερσκελίσει το Χριστιανοδημοκρατικό, όχι μόνον στην πρώην κομμουνιστική, ανατολική Γερμανία, αλλά σε όλη τη Γερμανία. «Το κίνημα κατά της αριστερής, κοκκινο-πράσινης κυριαρχίας έφτασε σήμερα και στη Γερμανία. Τώρα αρχίζει μία νέα εποχή στη Γερμανία», διακήρυττε ο κοινοβουλευτικός ηγέτης του AfD Μπερντ Μπάουμαν από το βήμα του Μπούντεσταγκ, όταν εξασφάλισε την πλειοψηφία στο ψήφισμα του χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς για το μεταναστευτικό, την πρώτη μεγάλη κοινοβουλευτική νίκη πριν καν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση. 

H ακροδεξιά απειλή και η «Βαϊμάρη»

Στρατηγικός στόχος του AfD είναι να υποκαταστήσει τη Χριστιανική Ένωση κυριαρχώντας στον συντηρητικό χώρο, όπως το έκανε η Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία. «Θα σας κυνηγήσουμε», ήταν το σύνθημα που έριξε ο επίτιμος σήμερα πρόεδρος του AfD Αλεξάντερ Γκάουλαντ ήδη από την προηγούμενη δεκαετία. Βασικό εμπόδιο ακόμα είναι τα εξτρεμιστικά νεοναζιστικά στοιχεία που έχει σήμερα στους κόλπους του, όπως ο ηγέτης του AfD Θουριγγίας, Μπγιορν Χέκε, ο οποίος με δικαστική απόφαση μπορεί να χαρακτηρίζεται ναζί. Αυτό είναι που το καθιστά ακόμη ασύμβατο συστημικά εξτρεμιστικό κόμμα. 

Προγραμματικός στόχος του AfD είναι μία άλλη Γερμανία το αργότερο από τις επόμενες εκλογές του 2029. Η κυβέρνηση Μερτς που θα συγκροτηθεί τώρα θα είναι «η τελευταία σφαίρα της Δημοκρατίας», λέει ο χριστιανοκοινωνιστής πρωθυπουργός της Βαυαρίας, Μάρκους Ζέντερ (CSU), ο οποίος όμως έδωσε μονομέτωπη μάχη κατά των Πρασίνων, ωσάν να μην υπήρχε ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς. Ο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος του CDU με την υπόσχεση ότι θα μειώσει στο μισό το AfD, βλέποντας τα ποσοστά του να ανεβαίνουν προειδοποιούσε ότι μετά το 2029 έρχονται οι εκλογές του 2033. Και «μία φορά 33 είναι αρκετό για τη Γερμανία», έλεγε θυμίζοντας την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ τον προηγούμενο αιώνα. Πόσο κοντά ή μακριά είναι η σημερινή Γερμανία από τη Βαϊμάρη; Είναι ένα από τα ερωτήματα που θέτουν οι εκλογές. Η άνοδος της λαϊκιστικής και εξτρεμιστικής Ακροδεξιάς δεν είναι «νόμος της φύσης» έγραψε ο Ρόλαντ Πρόις στη Süddeutsche Zeitung. Η Δημοκρατία δεν πρέπει να παραλύσει, «μπορεί να αμυνθεί», υπάρχει ένα 80% του εκλογικού σώματος που απορρίπτει κάθε συνεργασία με την εξτρεμιστική Ακροδεξιά. 

Ωστόσο, πολλά θα εξαρτηθούν από την κυβέρνηση που θα σχηματίσει ο νικητής των εκλογών, Φρίντριχ Μερτς. Εγκατέλειψε το Κέντρο, στο οποίο είχε μετατοπίσει η Άνγκελα Μέρκελ το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, έκανε δεξιά στροφή για να ανακόψει την άνοδο της Ακροδεξιάς. Αποδείχτηκε στην κάλπη ότι η αντιγραφή της πολιτικής του AfD δεν οδηγεί στη συρρίκνωσή του, αλλά στην ενίσχυση και νομιμοποίηση της συνθηματολογίας του. Τώρα ο Μερτς θα συνεργαστεί με τους Σοσιαλδημοκράτες, με τους οποίους θα πρέπει να βρεθεί ένας «ιστορικός συμβιβασμός» στα θέματα της μετανάστευσης και των επενδύσεων σε υποδομές, όπως σημειώνει ο πολιτειολόγος Βόλφγκανγκ Σρέντερ. Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις στη μεταναστευτική πολιτική και η μεταρρύθμιση του φρένου του χρέους αποτελούν τη «λυδία λίθο» για την πορεία της νέας κυβέρνησης CDU/CSU και SPD. 

Τα μεγάλα προβλήματα 

Η μεταπολεμική Γερμανία κινήθηκε ανάμεσα σε δύο άξονες για να διασφαλίσει την ευημερία και την ασφάλειά της: τη φθηνή ρωσική ενέργεια για την οικονομία της και την αμερικανική προστασία για την άμυνά της. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στο κέντρο της Ευρώπης ανέτρεψε ριζικά και τα δύο αυτά δεδομένα. 

Η ρωσική ενέργεια δεν είχε σταματήσει να ρέει ούτε στο αποκορύφωμα της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 καταμεσής του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό είχε δημιουργήσει στη γερμανική πολιτική ηγεσία την ψευδαίσθηση ότι δεν θα διακοπεί ούτε η ροή φυσικού αερίου, ανεξαρτήτως διεθνοπολιτικών εξελίξεων. Οι αγωγοί φυσικού αερίου Nordstream 1 και Nordstream 2 δεν είχαν κομματική ταυτότητα για τους Γερμανούς. Τον Nordstream 1 συμφώνησε και τον στήριξε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο Nordstream 2, που συμφώνησε η χριστιανοδημοκράτης Άνγκελα Μέρκελ, ολοκληρώθηκε το 2022, αλλά δεν πρόλαβε να τεθεί σε λειτουργία. Ούτε ο Σρέντερ ούτε η Μέρκελ μπορούσαν να περάσουν στη Γερμανία την επιλογή του πολλαπλάσια ακριβότερου αμερικανικού αερίου έχοντας άφθονο και φτηνό φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τα ανέτρεψε όλα. 

Η «αλλαγή εποχής» (Zeitenwende) με τον πόλεμο της Ουκρανίας ήταν ο όρος που καθιέρωσε ο απερχόμενος καγκελάριος Όλαφ Σολτς. Άμεση πρακτική συνέπεια ήταν ένα «Ειδικό Ταμείο» 100 δισ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό της υποχρηματοδοτούμενης επί δεκαετίες Μπούντεσβερ. Η κυβέρνηση του Σολτς διαλύθηκε μεταξύ άλλων και εξαιτίας της πρόσθετης χρηματοδότησης που ζητούσε για τις ένοπλες δυνάμεις και τις δημόσιες επενδύσεις, αλλά απέρριψε ο υπουργός Οικονομικών Λίντνερ, επειδή θα παραβίαζε το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους». Στήριξη είχε ο Λίντνερ και από τον χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς. 

Ο ΜΕΡΤΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΙΧΕ Ο ΣΟΛΤΣ. Η ΠΙΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΕΓΙΝΕ ΑΚΟΜΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ. Ο ΜΕΡΤΣ ΕΞΗΓΓΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΚΗΝΗ. ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΚΟΝΔΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΥΝΑ. ΤΑ 100 ΔΙΣ. ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ «ΕΙΔΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ» ΕΞΑΝΤΛΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 2017. ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 400 ΔΙΣ. ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 500 ΔΙΣ. ΟΙ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ.

Την επομένη των εκλογών όμως βρίσκεται και ο Μερτς ενώπιον των προβλημάτων που είχε ο Σολτς. Η πίεση για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας έγινε ακόμη μεγαλύτερη εξαιτίας της στάσης του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Φρίντριχ Μερτς εξήγγειλε την επιστροφή της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή σκηνή. Προαπαιτούμενο της επιστροφής είναι να βρει τα απαραίτητα κονδύλια για την άμυνα. Τα 100 δισ. του πρώτου «Ειδικού Ταμείου» εξαντλούνται στο τέλος του 2017. Οι πρόσθετες ανάγκες υπολογίζονται στα 400 δισ.. 

Ταυτόχρονα υπολογίζονται στα 500 δισ. οι απαιτούμενες δημόσιες επενδύσεις για να πάρει μπροστά η γερμανική οικονομία. Τέτοια ποσά δεν μπορούν επουδενί να καλυφθούν από τον τακτικό προϋπολογισμό. 

Οι επιλογές που έχει ο Μέρτς είναι να μεταρρυθμίσει το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους», επιλογή την οποία απορρίπτει, ή να καταφύγει στη λύση του «Ειδικού Ταμείου». Αλλά και για το «Ειδικό Ταμείο» απαιτείται ενισχυμένη πλειοψηφία δύο τρίτων στο Μπούντεσταγκ, την οποία μπορούν να μπλοκάρουν το ακροδεξιό AfD και η Αριστερά (Die Linke) για διαφορετικούς το κάθε κόμμα λόγους στη νέα Ομοσπονδιακή Βουλή. Αυτή θα συγκροτηθεί σε σώμα στις 25 Μαρτίου, ενώ μέχρι τότε λειτουργεί η απερχόμενη Βουλή, στην οποία υπάρχει πλειοψηφία δύο τρίτων. Τυπικά είναι εφικτή η έγκριση από την απερχόμενη Βουλή δύο «Ειδικών Ταμείων», ένα για τη Μπούντεσβερ που θέλει ο Μερτς και ένα για τις δημόσιες δαπάνες που θέλουν οι Σοσιαλδημοκράτες. 

Η λύση αυτή θα τον εκθέσει στην κριτική του ακροδεξιού AfD για αναξιοπιστία και παραπλάνηση του εκλογικού σώματος. Αλλά θα του εξασφαλίσει τα κονδύλια που χρειάζεται επειγόντως για την επιστροφή της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή σκηνή.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ