Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΠΡΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Προς μετασχηματιστικές μεταρρυθμίσεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση
Φωτ. Frédéric Soltan/Corbis via Getty Images
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, στον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, η Ελλάδα κατέστη μάρτυρας μιας σειράς μεταρρυθμίσεων. Όλες οι κυβερνήσεις άγγιξαν τον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αναγνωρίζοντας δυσλειτουργίες και προβλήματα. Ωστόσο, και αντίθετα με το πλήθος των νομοσχεδίων που προσπάθησαν να επιφέρουν αλλαγές στα πανεπιστήμια, τα τελευταία εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις.

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, στον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, η Ελλάδα κατέστη μάρτυρας μιας σειράς μεταρρυθμίσεων. Όλες οι κυβερνήσεις άγγιξαν τον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αναγνωρίζοντας δυσλειτουργίες και προβλήματα. Ωστόσο, και αντίθετα με το πλήθος των νομοσχεδίων που προσπάθησαν να επιφέρουν αλλαγές στα πανεπιστήμια, τα τελευταία εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις. 

Οι προκλήσεις εντοπίζονται τόσο από τη μη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, όσο και από τη δυσλειτουργική διοίκηση, την υποβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης, τα μη επικαιροποιημένα προγράμματα σπουδών, αλλά και τη συνολική ανεπαρκή σύνδεση των πανεπιστημίων με την οικονομία και την αγορά εργασίας. Οι προκλήσεις αυτές είναι δομικές, γεγονός που καθιστά αναγκαία την αλλαγή παραδείγματος στην εφαρμογή πολιτικών: από τις απλές διοικητικές μεταρρυθμίσεις στις ανατρεπτικές μεταρρυθμίσεις, με στόχο τη βελτιστοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και κατ’ επέκταση των τομέων που επηρεάζει αυτή στην κοινωνία. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις χρειάζεται να σχεδιαστούν με στρατηγικό όραμα, καθώς και να λαμβάνουν υπόψη μια σειρά παραγόντων που εξελίσσονται ραγδαία παγκοσμίως, όπως η τεχνολογία, η γήρανση του πληθυσμού και οι συνεχείς μεταβολές στις ανάγκες της αγοράς.

Προκλήσεις

  • Μη εφαρμογή Νόμου Διαμαντοπούλου – Διοίκηση ΑΕΙ – Εισαγωγή φοιτητών

Οι προσπάθειες μεταρρύθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα έχουν συναντήσει σημαντικά εμπόδια και έχουν προκαλέσει αξιοσημείωτες επιπτώσεις τόσο στην αυτονομία, όσο και στην αποτελεσματικότητα των πανεπιστημίων. Ως η πλέον εμβληματική μεταρρύθμιση από το 2010 έως σήμερα κρίνεται ο νόμος Διαμαντοπούλου (4009/2011). Μετά την κατάργησή του στο χρονικό διάστημα 2012-2019, ήλθε ο νόμος Κεραμέως (4957/2022), ο οποίος παρέλειψε ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις του νόμου 4009 και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαναφορά του νόμου 4009. 

Η ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΩΣ ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΕΙ. ΗΡΘΕ ΣΕ ΜΙΑ ΚΡΙΣΙΜΗ ΚΑΜΠΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ, ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΕΥΡΕΙΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ, ΑΠΕΤΥΧΕ ΝΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΧΘΕΙ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΙΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΨΗΦΙΣΑΝ ΚΑΙ, ΚΑΤΑ ΣΥΝΕΠΕΙΑ, ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ. ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΚΟΙΝΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΟΤΙ Η ΤΥΧΟΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΘΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΕ ΤΟΜΗ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ, ΚΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΗΔΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕΙ.

Η μη εφαρμογή του νόμου Διαμαντοπούλου κρίνεται ως μια χαμένη ευκαιρία για την ανάταξη των ΑΕΙ. Ήρθε σε μια κρίσιμη καμπή του ελληνικού πολιτικού συστήματος και, παρά την ευρεία κοινοβουλευτική στήριξή του, απέτυχε να υποστηριχθεί από τα ίδια τα κόμματα που τον ψήφισαν και, κατά συνέπεια, να εφαρμοστεί. Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η τυχόν επιτυχία της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης θα αποτελούσε τομή στα πανεπιστήμια, και πολλές από τις δυσλειτουργίες θα είχαν ήδη αντιμετωπιστεί. Οι ανεκμετάλλευτες δυνατότητες του νόμου Διαμαντοπούλου αναδεικνύουν τη χαμένη ευκαιρία αναδιαμόρφωσης της διοίκησης, την ενίσχυση της λογοδοσίας και της θεσμικής αυτονομίας των πανεπιστημίων. Με θετικά παραδείγματα, όπως την απομάκρυνση των φοιτητών από τις διοικητικές διαδικασίες και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, την εισαγωγή εξωτερικών μηχανισμών αξιολόγησης, τη διακοπή φοίτησης εκείνων οι οποίοι αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις προγραμμάτων σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου, τη διεθνοποίηση της διοίκησης του πανεπιστημίου και τον χωροταξικό ανασχεδιασμό της ανωτάτης εκπαίδευσης, ο νόμος επεδίωξε να προωθήσει τον υγιή ανταγωνισμό και τη θεσμική αποτελεσματικότητα. Η αναβίωση παρόμοιων ρυθμιστικών πλαισίων υπό την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσφέρει ελπίδα για επανεξέταση και βελτίωση των προηγούμενων πρωτοβουλιών. Όμως, για να επιτύχει το εγχείρημα, χρειάζεται τόλμη και βαθιές τομές, τις οποίες αναμένουμε να υλοποιηθούν.

Σήμερα, ο νόμος Κεραμέως αντιμετωπίζει μονάχα μερικώς τις προκλήσεις των ΑΕΙ. Δυστυχώς, η θεμελιώδης θέσπιση του Συμβουλίου Ιδρύματος, το οποίο ελέγχει τα μονομελή όργανα του πανεπιστημίου, η απαίτηση λειτουργίας στην ίδια πόλη των τμημάτων μιας σχολής, ο έλεγχος της ακαδημαϊκής επάρκειας του φοιτητή κατά τη διάρκεια των σπουδών του και πολλές άλλες διατάξεις του νόμου 4009 δεν έχουν συμπεριληφθεί στον νόμο Κεραμέως. Παρ’ όλα αυτά, μία σημαντική τομή στον τρόπο εισαγωγής των φοιτητών ήταν η θεσμοθέτηση της Ενιαίας Βάσης Εισαγωγής, η οποία έχει επιτύχει ένα αντικειμενικό κριτήριο, ανεξαρτήτως βαθμού δυσκολίας των θεμάτων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Με τον τρόπο αυτό έχει μειωθεί ο αριθμός εισαγομένων στα πανεπιστήμια και, συγχρόνως, ωθούνται μαθητές προς την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση σε δεκάδες επαγγέλματα, τα οποία είναι χρήσιμα στην κοινωνία. Ένα αγκάθι φυσικά ήταν και παραμένει το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια δεν έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν εκείνα, αυτόνομα, τον αριθμό εισακτέων φοιτητών, γεγονός που προκαλεί δυσλειτουργίες. 

Επιπρόσθετα, η κριτική στον νόμο Κεραμέως ενισχύεται από τον υπερβολικά κανονιστικό χαρακτήρα του και την παρέμβαση στη θεσμική αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων. Ο νόμος αποσκοπεί στη ρύθμιση της πανεπιστημιακής διοίκησης, με −μεταξύ άλλων− τη σύσταση ενός Συμβουλίου. Το Συμβούλιο έχει θολές εποπτικές και εκτελεστικές λειτουργίες και απλά πλαισιώνει τον πρύτανη, χωρίς δηλαδή να υπάρχει η αναγκαία διάκριση εποπτικής και εκτελεστικής λειτουργίας. Ο νόμος τελικά επιδεινώνει τις υπάρχουσες προκλήσεις χωρίς να προσφέρει ουσιαστικές λύσεις. 

Παρ’ όλα αυτά, η εστίαση του νόμου στη διεθνοποίηση των πανεπιστημίων και την πρόβλεψη εσωτερικού «erasmus», καθώς και στην αντιμετώπιση του ζητήματος της ασφάλειας με τη δημιουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, σηματοδοτούν δυνητικούς δρόμους για θετικές αλλαγές, εφόσον εφαρμοστούν αποτελεσματικά. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα ο σημαντικός αυτός θεσμός δεν έχει εφαρμοστεί.

  • Η εισαγωγή φοιτητών

Ένα από τα σημαντικά ζητήματα λειτουργικότητας των ΑΕΙ αποτελεί και το χαμηλό επίπεδο των νεοεισερχόμενων φοιτητών. Οι ελλείψεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και η στείρα διαδικασία της προετοιμασίας για τις εξετάσεις εισαγωγής καθιστούν τους εισερχόμενους φοιτητές απροετοίμαστους. Επιπρόσθετα, στην Ελλάδα πάνω από το 80% των αποφοίτων λυκείου εισέρχονται στην ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, που βρίσκεται γύρω στο 30%. Έτσι, οι ίδιοι οι φοιτητές δυσκολεύονται έτι περαιτέρω στα πανεπιστήμια, καθώς υφίσταται ζήτημα ανεπαρκών θεμελιωδών γνώσεων, αλλά και έλλειψη σαφούς επαγγελματικού προσανατολισμού μέσω του πανεπιστημίου. Ο νόμος Κεραμέως, με τη θεμελίωση της Ενιαίας Βάσης Εισαγωγής και με την εισαγωγή ελάχιστων ορίων προσπάθησε, και έχει επιτύχει, να αντιμετωπίσει ad hoc το πρόβλημα αυτό, παραβλέποντας όμως το δομικό πρόβλημα της χαμηλής επάρκειας των πρωτοετών φοιτητών και παραμένοντας έτσι ημιτελής. 

  • Επαγγελματική κατάρτιση – ΤΕΙ

Επιπλέον, όταν εισέρχονται τόσοι φοιτητές στην Ανώτατη Εκπαίδευση, στερούνται από την Τεχνολογική. Στην επιδείνωση του προβλήματος αυτού κρίσιμο ρόλο διαδραμάτισε η κατάργηση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η απόφαση να καταργηθούν τα ΤΕΙ θεωρείται κρίσιμο σφάλμα, καθώς στερεί τους αναγκαίους εξειδικευμένους επαγγελματίες από την αγορά εργασίας και καταπνίγει την καινοτομία. Ο τομέας της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης παραμελείται συστηματικά, στερώντας από την αγορά το εργατικό δυναμικό με βασικές δεξιότητες που απαιτούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας. 

Πρόσφατη έκθεση του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος αναδεικνύει το ζήτημα αυτό, αναφέροντας ότι για την υλοποίηση των χρηματοδοτικών ταμείων της ΕΕ, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το νέο ΕΣΠΑ, η οικονομία χρειάζεται εκατό χιλιάδες εξειδικευμένους εργάτες, σαράντα χιλιάδες εξειδικευμένους τεχνίτες και δέκα χιλιάδες εξειδικευμένους μηχανικούς. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι η de facto υποτίμηση της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της οικονομίας, ενώ το ζήτημα αυτό παραμένει ανεπίλυτο, με το εκπαιδευτικό σύστημα να αδυνατεί να το αντιμετωπίσει

Προτάσεις

Με γνώμονα την πρόοδο και την επίλυση των ζητημάτων που καθιστούν την Ανώτατη Εκπαίδευση δέσμια, κρίνεται αναγκαίο να υιοθετηθεί μια ρεαλιστική προσέγγιση για τη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η εστίαση στη θεσμική αυτονομία, τη λογοδοσία και αξιολόγηση, τη σύνδεση με την οικονομία, καθώς και τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών στην ανάπτυξη προτάσεων, μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για βιώσιμες και επιτυχείς μεταρρυθμίσεις. Δίνοντας προτεραιότητα στις ανάγκες της κοινωνίας και στις διεθνείς προκλήσεις, η Ελλάδα μπορεί να απελευθερώσει το δυναμικό της μετα-λυκειακής εκπαίδευσης και να την καταστήσει καταλύτη της κοινωνικής και οικονομικής προόδου. 

  • Μεταρρύθμιση της διοίκησης 

Η μεταρρύθμιση της διοίκησης μπορεί να επέλθει μέσω ενός μοντέλου δυικού, με δύο ανεξάρτητες αρχές. Από τη μία, η εκτελεστική αρχή, η Πρυτανεία, και από την άλλη η στρατηγική αρχή, το Συμβούλιο Ιδρύματος. Μιμούμενο βέλτιστες πρακτικές από κορυφαία διεθνή πανεπιστήμια, το Συμβούλιο Ιδρύματος θα έχει επικεφαλής ένα πρόσωπο μη προερχόμενο από το εσωτερικό του πανεπιστημίου και θα αντιμετωπίζει λειτουργικά ζητήματα. Με την καθιέρωση διαφανούς διαδικασίας, θα έχει την αρμοδιότητα να διορίζει τους πρυτάνεις, με γνώμονα αξιοκρατικά και τεχνοκρατικά κριτήρια. Επιπλέον, στο σχήμα αυτό είναι απαραίτητο να προβλέπεται ο διορισμός ενός οικονομικού διευθυντή (manager) και ανώτατο στόχο θα πρέπει να αποτελεί η προσέλκυση και διατήρηση των κορυφαίων ταλέντων στη διοίκηση των πανεπιστημίων. Αυτό, βέβαια, για να πετύχει, πρέπει να συνοδεύεται από τη ριζική αύξηση της μισθοδοσίας όλων των κρίσιμων θέσεων ευθύνης, παράλληλα με εκείνη του διδακτικού προσωπικού, σύμφωνα με τις ικανότητες του καθενός.  

Καθώς οι ανισότητες και οι διαφορές στα χαρακτηριστικά των ελληνικών Ιδρυμάτων είναι μεγάλες και απειλούν οποιαδήποτε οριζόντια ρύθμιση της διοίκησής τους, κρίνεται αναγκαίος εάν όχι ο κεντρικός σχεδιασμός, που δυνητικά παραβιάζει την αυτονομία των τμημάτων, ο συντονισμός μεταξύ των πανεπιστημίων. Κάθε πανεπιστημιακή Αρχή πρέπει να προσαρμόζεται στα δικά της μοναδικά δεδομένα, να συνεργάζεται και να συντονίζεται με τα υπόλοιπα Ιδρύματα με τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να καλύπτονται κενά χωρίς την παρέμβαση του Κράτους και να αμβλύνονται τυχόν ανισότητες στις λειτουργίες τους. Με αυτόν τον τρόπο δύναται να δοθεί λύση σε μια σειρά από προβλήματα, όπως οι ανισότητες στα επαγγελματικά δικαιώματα και η διευκόλυνση της απρόσκοπτης μεταφοράς γνώσης από τα πανεπιστήμια στα ερευνητικά κέντρα και τις νεοφυείς επιχειρήσεις – ζητήματα ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την προώθηση της χώρας στην 4η βιομηχανική επανάσταση.

Επιπρόσθετα, η διοικητική μεταρρύθμιση πρέπει να ενισχύει έτι περαιτέρω τη διαφάνεια, με τη δημοσιοποίηση των δεδομένων αξιολόγησής της. Αυτό θα ενισχύσει τη λογοδοσία, τη βελτίωση λήψης αποφάσεων και την ενημέρωση του ακαδημαϊκού και μη κόσμου. Κατ’ επέκταση θα ενθαρρύνει τον υγιή ανταγωνισμό, μεταξύ δημοσίων, μη κερδοσκοπικών και μελλοντικά ίσως και ιδιωτικών Ιδρυμάτων, εξασφαλίζοντας έτσι ίδια πρότυπα ποιότητας παντού. Αυτή η αξιολόγηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και παραμέτρους που αφορούν στην Έρευνα και την Καινοτομία, τη Διεθνή Διασύνδεση, καθώς και την επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως λ.χ. την ίδρυση spin-off εταιρειών και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

  • Χωροταξικός επανασχεδιασμός, αναδιάρθρωση του προγράμματος σπουδών, Τεχνική Εκπαίδευση, σύνδεση με οικονομία και κέντρα διά βίου μάθησης

Η λειτουργία 24 πανεπιστημίων και 451 τμημάτων σε 69 πόλεις και κωμοπόλεις της χώρας αποτελεί ένα διεθνές παράδοξο, το οποίο προκαλεί ανισορροπία και δυσλειτουργία του συστήματος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη ότι η Πολιτεία οφείλει άμεσα να μεριμνήσει για την συρρίκνωση αυτού του πλέγματος με κατάργηση πανεπιστημίων και σχολών, συγχώνευση τμημάτων και ενίσχυση της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης με την επαναφορά των τριετούς φοίτησης Τεχνολογικών Ιδρυμάτων.

Η υιοθέτηση μιας διεπιστημονικής προσέγγισης στα προγράμματα σπουδών είναι υψίστης σημασίας για τον εφοδιασμό των φοιτητών με δεξιότητες ευθυγραμμισμένες με τις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες. Ο δυναμικός χαρακτήρας των σύγχρονων προκλήσεων, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η κλιματική αλλαγή, υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για την καλλιέργεια δεξιοτήτων πέρα από την απομνημόνευση και τη βασική απόκτηση γνώσεων. Η υιοθέτηση της ευελιξίας στον σχεδιασμό των προγραμμάτων και η προώθηση της ποικιλομορφίας στις ακαδημαϊκές προσφορές είναι απαραίτητες για την κάλυψη των διαφορετικών αναγκών των φοιτητών και την προώθηση της διεπιστημονικής μάθησης. Αυτό συνεπάγεται την επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου του προγράμματος σπουδών και την υιοθέτηση καινοτόμων παιδαγωγικών προσεγγίσεων για την ενίσχυση της απόκτησης δεξιοτήτων και της διάδοσης των γνώσεων. Ο επανασχεδιασμός των προγραμμάτων σπουδών για την προώθηση της δημιουργικότητας, της κριτικής σκέψης και της συνεχούς ικανότητας επίλυσης προβλημάτων είναι απαραίτητος και για την προετοιμασία των φοιτητών για τις εξελισσόμενες απαιτήσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν στην αγορά εργασίας. 

ΑΝΤΛΩΝΤΑΣ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΟΠΩΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, ΟΠΟΥ ΕΝΑ ΙΣΧΥΡΟ ΔΙΚΤΥΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΜΙΑ ΑΚΜΑΖΟΥΣΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΙ ΤΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΣΕΙ ΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΤΗΣ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟΥΣ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΦΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΑΣΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ.

Αντλώντας στοιχεία από επιτυχημένα μοντέλα όπως της Γερμανίας, όπου ένα ισχυρό δίκτυο πανεπιστημίων υποστηρίζει μια ακμάζουσα οικονομία, η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες για να καθιερώσει τα πανεπιστήμιά της ως βασικούς πυλώνες της οικονομικής ανάπτυξης. Η ενσωμάτωση της έρευνας και της καινοτομίας στα εκπαιδευτικά μονοπάτια είναι απαραίτητη για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ ακαδημαϊκής κοινότητας και βιομηχανίας. Οι νέοι επαγγελματίες θα πρέπει να εκτίθενται σε διαδικασίες έρευνας και καινοτομίας, επιτρέποντάς τους να συμβάλλουν ουσιαστικά στην επίλυση προβλημάτων του πραγματικού κόσμου μετά την αποφοίτησή τους.

Η ενίσχυση των τεχνικών εκπαιδευτικών διαδρομών και η ευθυγράμμισή τους με τις ανάγκες της βιομηχανίας είναι ουσιώδους σημασίας για την προώθηση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Γερμανία, με 84 εκατομμύρια πληθυσμό, έχει 80 Πανεπιστήμια και 104 ΤΕΙ, ενώ η Ελλάδα έχει πλήρως υποβαθμισμένη την Τεχνολογική Εκπαίδευση και ωθεί τους νέους στα Ανώτατα Ιδρύματα. Πρέπει, λοιπόν, να διορθωθεί άμεσα η Τεχνολογική Εκπαίδευση και να επιτευχθεί η αξιοποίηση των γνώσεων που βασίζονται σε πρακτική εμπειρία και δεδομένα. Προτείνεται, επίσης, η επαναφορά μιας εκπαιδευτικής δομής τριών επιπέδων μετά το λύκειο, με συντονισμένα προγράμματα ευθυγραμμισμένα με τις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες, εξατομικευμένη μάθηση και στοχευμένα προγράμματα σπουδών, ως απαραίτητο βήμα για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των αριθμών των φοιτητών και των δυνατοτήτων των τμημάτων.

Η ενίσχυση της συνεργασίας του ακαδημαϊκού χώρου και της βιομηχανίας θα διευκολύνει και τη μεταφορά γνώσης και τεχνολογίας, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την προώθηση της καινοτομίας και της οικονομικής ανάπτυξης. Σε κάθε Τμήμα πρέπει να υπάρχει ένα λειτουργικό και κατάλληλα στελεχωμένο με επαγγελματίες της αγοράς «Γραφείο Γνώσης και Μεταφοράς Τεχνολογίας», ώστε να επιτευχθεί στην πράξη η διάδοση της γνώσης και η διάχυσή της στην οικονομία. 

Επιπλέον, η αναγνώριση της εξελισσόμενης φύσης της απασχόλησης ενόψει των ταχέων τεχνολογικών εξελίξεων αναδεικνύει εκ νέου τη σημασία λειτουργίας ισχυρών «Κέντρων διά βίου μάθησης». Η εκπαίδευση των ατόμων στο να προσαρμόζουν τις δεξιότητές τους στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις της αγοράς εξασφαλίζει ένα ανθρώπινο εργατικό δυναμικό ανθεκτικό και δυναμικό, ικανό να υποστηρίξει την προσπάθεια της χώρας για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.

Συμπληρωματικά, μπορεί να υποστηριχθεί και ο εξορθολογισμός της γεωγραφικής διασποράς των πανεπιστημίων, προς βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Για την αποτελεσματικότερη λειτουργία στην ανάπτυξη όλων των παραπάνω προτάσεων ενίσχυσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επικουρικά μπορεί να σταθεί το στοιχείο αναβάθμισης των πανεπιστημιακών δομών και συγχρωτισμού τμημάτων σε πανεπιστημιουπόλεις (campuses), με εξελιγμένα μαθησιακά περιβάλλοντα. Αν και η αναδιάρθρωση μπορεί να συναντήσει πολιτική αντίσταση, ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της χωρικής συνοχής και τη μεγιστοποίηση της χρήσης των οικονομικών πόρων και εγκαταστάσεων. 

  • Μεταρρύθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

Κάθε προσπάθεια αναβάθμισης της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες της δευτεροβάθμιας. Η επίλυση των ζητημάτων του εκπαιδευτικού ζητήματος στην Ελλάδα μπορεί να προσεγγιστεί ολιστικά. Με την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ελλείψεων, την προώθηση της καινοτομίας και την προώθηση της μάθησης με επίκεντρο τον μαθητή ήδη από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η Ελλάδα μπορεί να θέσει τα θεμέλια για ένα ανθεκτικό και προοδευτικό εκπαιδευτικό οικοσύστημα.

Αναγνωρίζοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, απαιτούνται ολοκληρωμένες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του περιεχομένου των προγραμμάτων σπουδών και των ζητημάτων προετοιμασίας των μαθητών για το πανεπιστήμιο. Ο καλύτερος και επαρκέστερος επαγγελματικός προσανατολισμός, η αναδιάρθρωση του προγράμματος σπουδών, η διοικητική αναβάθμιση με καλύτερη οικονομική αποκατάσταση των εκπαιδευτικών, η συνολικότερη και αναβαθμισμένη αξιολόγηση εκπαιδευτικών και μαθητών, αλλά και η εμπέδωση της διαβούλευσης του Υπουργείου με τους εκπαιδευτικούς, αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την αναζωογόνηση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Μόνο μέσω αυτών θα αποφευχθεί η ολοένα και μεγαλύτερη υποβάθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και θα εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη μετάβαση των μαθητών στην τριτοβάθμια. Σημαντικές πρωτοβουλίες βέβαια θεωρούνται τόσο η έμφαση που δίδεται από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας στην ανάπτυξη και καλλιέργεια της κριτικής σκέψης όσο και η καθιέρωση της Ελληνικής PISA, δηλαδή της ετήσιας αξιολόγησης των μαθητών εκατοντάδων σχολείων, προκειμένου να διαπιστωθεί η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης των μαθητών και η εμπέδωση θεμελιωδών γνώσεων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

H ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Μια σειρά από ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή και την επιτυχία του ν. 5094/2024, όπως…

Συγκεκριμένες προτάσεις προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης προσέγγισης των ζητημάτων προετοιμασίας των μαθητών για τα ΑΕΙ, αλλά και την τεχνολογική εκπαίδευση αποτελεί το Εθνικό Απολυτήριο και η εκπαίδευση ακριβείας. Το Εθνικό Απολυτήριο και η εκπαίδευση ακριβείας είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση της εκπαιδευτικής αριστείας και την προσαρμογή των μαθησιακών εμπειριών στις ατομικές ανάγκες των μαθητών. Με την αξιοποίηση ψηφιακών εργαλείων και εξατομικευμένων προσεγγίσεων μάθησης, η Ελλάδα μπορεί να υλοποιήσει το όραμά της για ένα εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς αποκλεισμούς, αλλά αξιοκρατικό, ανθεκτικό στις κρίσεις και έτοιμο να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογικές συνθήκες. 

Επίλογος

Συμπερασματικά, η ανάγκη για μετασχηματιστικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι επιτακτική. Οι προκλήσεις που παρουσιάζονται, από τη μη εφαρμογή σημαντικών νόμων έως την ανάγκη αναδιάρθρωσης των προγραμμάτων σπουδών και ενίσχυσης της επαγγελματικής κατάρτισης, απαιτούν επείγουσα προσοχή. Ωστόσο, εν μέσω αυτών των προκλήσεων υπάρχουν ευκαιρίες για βαθιές αλλαγές.

Υποστηρίζοντας τη μεταρρύθμιση της διοίκησης, η Ελλάδα μπορεί να εξορθολογήσει το σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσής της, εξασφαλίζοντας παράλληλα καλύτερη διαχείριση πόρων, αποτελεσματικότητα και διαφάνεια. Ταυτόχρονα, η αναδιάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών και η ενίσχυση της τεχνολογικής εκπαίδευσης μπορεί να ευθυγραμμίσει τα ακαδημαϊκά προγράμματα με τις εξελισσόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, εξοπλίζοντας τους φοιτητές με σχετικές δεξιότητες.

ΚΑΘΕ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΥΠΟΨΗ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ. Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΤΕΙ ΟΛΙΣΤΙΚΑ. ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΩΝ ΕΛΛΕΙΨΕΩΝ, ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΟΝ ΜΑΘΗΤΗ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΣΕΙ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ.

Επιπλέον, η μεταρρύθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να αναγνωριστεί ως βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της τριτοβάθμιας, μιας και η σχέση τους είναι αλληλεξαρτώμενη. Η δευτεροβάθμια δύναται να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη μετάβαση των φοιτητών στην Ανώτατη Εκπαίδευση, εμπεδώνοντας ένα πιο συνεκτικό εκπαιδευτικό οικοσύστημα.

Στην ουσία, οι προτάσεις αυτές δύνανται να αποτελέσουν την πυξίδα προς ένα καλύτερο μέλλον για την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Με την υιοθέτηση μετασχηματιστικών μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να τοποθετήσει τα πανεπιστήμιά της ως φάρους καινοτομίας, οδηγώντας την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο. Μέσα από τολμηρές, ολοκληρωμένες παρεμβάσεις πολιτικής, και τη δέσμευση για μάθηση με επίκεντρο τον φοιτητή, η Ελλάδα μπορεί να κάνει βήματα προόδου.

*Στη «μεγάλη συζήτηση» για την Ανώτατη Εκπαίδευση συμμετείχαν οι Αχιλλέας Γραβάνης, Καθηγητής Φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, Βάσω Κιντή, Καθηγήτρια Φιλοσοφίας και Ιστορίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πρόεδρος του ΙΚΥ, Δημήτρης Οικονόμου, Ομότιμος καθηγητής Χωροταξίας-Πολεοδομίας και Πρόεδρος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Ευαγγελία Χολέβα, Καθηγήτρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Σπύρος Δουκάκης, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πληροφορικής του Ιονίου Πανεπιστημίου και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Γιώργος Δουκίδης, Καθηγητής Ηλεκτρονικού Επιχειρείν στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τη συζήτηση συντόνισε ο Ιωακείμ Γρυσπολάκης, Ομότιμος Καθηγητής και πρώην Πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης, Πρόεδρος του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ