Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ: ΘΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΟ 2024 Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ;

Ελληνοτουρκικά: Θα ανοίξει το 2024 η δύσκολη συζήτηση;
Ελληνοτουρκικά: Θα ανοίξει το 2024 η δύσκολη συζήτηση;
Το καλό κλίμα εμπιστοσύνης που έχει εμπεδωθεί δημιουργεί προϋποθέσεις «σοβαρού διαλόγου». Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι δύο πλευρές μπορούν να βρουν πεδία σύγκλισης στα δύσκολα.

Οι πρώτοι τρεις μήνες του νέου έτους θα αποδείξουν το εάν έχει ανοίξει μια νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο διάστημα αυτό θα πραγματοποιηθούν οι συναντήσεις των παραγόντων που είναι επιφορτισμένοι με τον πυρήνα της ελληνοτουρκικής διαφοράς. Εάν υπάρχουν πεδία σύγκλισης και δυνατότητα πραγματικής συζήτησης, τότε η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Άγκυρα, που έχει προγραμματιστεί για τον Απρίλιο, θα έχει και πρακτικό και όχι μόνο συμβολικό περιεχόμενο. Εάν όχι, τότε θα ζήσουμε μια από τα ίδια.

Μετά τη «Διακήρυξη των Αθηνών»

Αν κάτι διαπιστώσαμε στην πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα, ήταν η πρόθεση των δύο πλευρών να μην κινδυνεύσει επ’ ουδενί η χορογραφία: τα πάντα ήταν σωστά προετοιμασμένα, ο Ερντογάν δεν πήγε στη Θράκη, οι δύο ηγέτες δεν απάντησαν σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, και η συνέντευξη Τύπου έκλεισε με χειροκροτήματα αντί με γύρους αντιπαράθεσης. Κι αυτό γιατί οι δύο χώρες ήθελαν να φτάσουν ομαλά στη «Διακήρυξη των Αθηνών», μια συμφωνία χωρίς νομικές δεσμεύσεις, αλλά με πολιτικό και πραγματικό περιεχόμενο, ένα κείμενο που αποτελεί τον άτυπο οδικό χάρτη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από εδώ και στο εξής. Μέχρι στιγμής, όλα κύλησαν βάσει σχεδίου.

Πλέον τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Οι δύο υπουργοί Εξωτερικών, Γεραπετρίτης και Φιντάν, θα έχουν το επόμενο τρίμηνο σειρά διμερών επαφών, είτε στο πλαίσιο διεθνών συναντήσεων, είτε σε προκαθορισμένα ραντεβού. Οι δύο άνδρες, που, σημειωτέον, απολαμβάνουν την απόλυτη εμπιστοσύνη των δύο ηγετών, θα έχουν την υψηλή επιστασία των διαβουλεύσεων που θα προχωρήσουν στο επίπεδο του πολιτικού διαλόγου από τους υφυπουργούς Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και Μπουράκ Ακσαπάρ. Πρόθεση και των δύο χωρών είναι η συζήτηση αυτή να ανοίξει, έστω κι αν Αθήνα και Άγκυρα διαφωνούν ακόμη και για το τι συζητούν. Η Ελλάδα θεωρεί πως τα μοναδικά υπό διαπραγμάτευση θέματα είναι η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, η Τουρκία –διά στόματος Ερντογάν στη συνέντευξη που έδωσε στην Καθημερινή– βλέπει ένα μεγαλύτερο πακέτο θεμάτων. Είναι προφανές ότι η Τουρκία θα θέσει μετ’ επιτάσεως και το θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών, αλλά και αυτό των «γκρίζων ζωνών».

ΠΗΓΕΣ ΜΕ ΑΡΙΣΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΜΕΤΕΦΕΡΑΝ ΤΗΝ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΠΩΣ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΛΙΜΑ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΜΠΕΔΩΘΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ «ΣΟΒΑΡΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ». ΚΑΙ ΠΩΣ ΣΕ ΕΝΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΚΙ ΑΕΡΟΜΑΧΙΕΣ, ΛΕΚΤΙΚΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΟΛΕΣ, ΚΑΙ ΔΙΧΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΑΧΥΠΟΨΙΑ, Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ. ΩΣΤΟΣΟ, ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΙ ΑΠΕΧΟΥΝ ΕΤΗ ΦΩΤΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΕΝΤΟΠΙΣΤΕΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ.

Προϋποθέσεις «σοβαρού διαλόγου» 

Πηγές με άριστη γνώση των διαδικασιών μετέφεραν την αισιοδοξία πως το καλό κλίμα εμπιστοσύνης που έχει εμπεδωθεί δημιουργεί προϋποθέσεις «σοβαρού διαλόγου». Και πως σε ένα πλαίσιο χωρίς παραβιάσεις κι αερομαχίες, λεκτικές απειλές και προσβολές, και δίχως αμοιβαία καχυποψία, η συζήτηση μπορεί να ξεκινήσει. Ωστόσο, οι διαφορές είναι πραγματικές κι απέχουν έτη φωτός από τα σημεία σύγκλισης που είχαν εντοπιστεί πριν από είκοσι χρόνια, όταν η διαδικασία των διερευνητικών επαφών είχε φτάσει στο σημείο ανταλλαγής χαρτών και ασκήσεων με χάραξη χωρικών υδάτων στο Αιγαίο. Πηγή με άριστη γνώση των διερευνητικών επαφών εξηγούσε πως τα τελευταία χρόνια οι συναντήσεις αυτές είχαν μετατραπεί σε παράλληλους μονολόγους, που δεν θύμιζαν σε τίποτα τη διαδικασία πριν από το 2010, ωστόσο στη διάρκεια της τεταμένης διετίας 2020-2022 ήταν ίσως το μοναδικό πραγματικό φόρουμ διαλόγου των δύο πλευρών. Υπό αυτή την έννοια είχαν και πρακτική σημασία για τις δύο πλευρές.

Η «θετική ατζέντα»

Μια σημαντική διάσταση στην προσπάθεια επαναπροσέγγισης των δύο πλευρών είναι βεβαίως τα θέματα της λεγόμενης «θετικής ατζέντας», που χειρίζονται οι κ.κ. Φραγκογιάννης και Ακσαπάρ. Ο κ. Φραγκογιάννης θα ηγηθεί επιχειρηματικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Φεβρουαρίου με στόχο τον διπλασιασμό του όγκου του διμερούς εμπορίου από τα 5 στα 10 δισ. ευρώ, ενώ οι συμφωνίες που έχουν ήδη υπογραφεί, όπως για παράδειγμα αυτή για την κατασκευή δεύτερης γέφυρας στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο, έχουν εμφανές οικονομικό αποτύπωμα, αφού θα διευκολύνει τις μετακινήσεις, τουριστικές κι επαγγελματικές, ενώ θα ενισχύσει συνολικά και την οικονομική δραστηριότητα της περιοχής.

Η Αθήνα αναμένει επίσης ήσυχα βράδια στο Αιγαίο και στο πεδίο του μεταναστευτικού. Ήδη οι ροές του Νοεμβρίου είναι οι μισές σε σύγκριση με τις αντίστοιχες του Σεπτεμβρίου, ενώ η ανταλλαγή αξιωματικών του λιμενικού σώματος σε Λέσβο και Σμύρνη εκτιμάται πως θα διευκολύνει την επικοινωνία και θα αποσοβήσει κρίσεις αλλά και ασυνεννοησίες. Στην Άγκυρα μάλιστα υπάρχει εκτίμηση για τη δουλειά που έχει γίνει από πλευράς Ελλάδας στις συζητήσεις με την Κομισιόν για τη διευκόλυνση της βίζας στους Τούρκους πολίτες που επισκέπτονται τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όσο η Τουρκία διαπραγματεύεται μια νέα Κοινή Δήλωση με την ΕΕ για το θέμα του μεταναστευτικού. Όπως σημειώνουν πηγές με γνώση των συζητήσεων, «η Τουρκία έχει ανάγκη και τα κεφάλαια της Δύσης για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων περιοχών από τους φονικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου» κι έχει κάθε λόγο να δείξει την απαραίτητη συμμόρφωση σε ένα πεδίο που «καίει» τις ευρωπαϊκές χώρες ενόψει μάλιστα κι ευρωεκλογών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΚΕΜΑΛ, ΘΑ ΔΟΥΛΕΨΟΥΝ ΜΕ ΕΡΝΤΟΓΑΝ, ΞΟΡΚΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΤΑΘΕΙΑ

Επιχειρώντας να αξιοποιήσει τη δυναμική της «διπλωματίας των σεισμών» η Ουάσινγκτον σχεδιάζει επαναπροσέγγιση της Άγκυρας…

Ο παράγοντας χρόνος

Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί –αρκεί κανείς να αναρωτηθεί πού βρισκόμασταν ακριβώς ένα χρόνο πριν στα ελληνοτουρκικά– υψηλοί παράγοντες του Υπουργείου Εξωτερικών κρατούν μικρό καλάθι για τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας. Η Τουρκία είναι ένας παίκτης το γεωπολιτικό αποτύπωμα του οποίου ξεπερνά την περιοχή μας. Έχει χτίσει ένα διπλωματικό και στρατιωτικό κεφάλαιο λόγω της εμπλοκής της στην Ουκρανία, τη Λιβύη αλλά και τον Καύκασο, είναι συνομιλητής της Δύσης και του μουσουλμανικού κόσμου, και έχει εμπλοκή και στα Βαλκάνια. Προφανώς η πολιτική της ελίτ αναγνωρίζει πως η Ελλάδα έχει ενισχυθεί σημαντικά –ειδικά μετά την πολυετή κρίση– τόσο γεωστρατηγικά όσο και στρατιωτικά. Ωστόσο, η ίδια η Τουρκία αποδίδει στον εαυτό της έναν ρόλο μεγαλύτερο μιας περιφερειακής δύναμης και προφανώς αντιλαμβάνεται και την ελληνοτουρκική διαφορά με όρους ισχύος. Αυτό σημαίνει πως στη συνολική εξίσωση ο παράγοντας χρόνος είναι κρίσιμη μεταβλητή. Κι αν δούμε το θέμα ιστορικά, όσο κυλά ο χρόνος, η Τουρκία προσθέτει αντί να αφαιρεί διμερή ζητήματα. Υπό αυτή την έννοια, το 2024 είναι ίσως μια κρίσιμη χρονιά, αφού δύο κυβερνήσεις με νωπή λαϊκή εντολή και δύο ισχυρούς ηγέτες στο τιμόνι των χωρών τους, θα καθίσουν στο τραπέζι για να αναζητήσουν πιθανά πεδία συγκλίσεων. Με άλλα λόγια, δύσκολα θα ξαναβρεθούν αντίστοιχες προϋποθέσεις διαλόγου. Άρα το αποτέλεσμα της φετινής προσπάθειας θα είναι τροχιοδεικτικό της σχέσης μας με την Τουρκία τα επόμενα χρόνια.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ